Του Wolfgang Munchau
Στην Ευρώπη η λέξη «μεταρρύθμιση», αν και ακούγεται πλέον παντού, είναι παραπλανητική. Ακούστηκε στην προεκλογική εκστρατεία της Ιταλίας, όταν πολιτικοί -όπως ο Μάριο Μόντι, ο απερχόμενος πρωθυπουργός της χώρας- κατηγοριοποιήθηκε στους φιλομεταρρυθμιστές. Η υπόλοιπη πολιτική τάξη της Ιταλίας χαρακτηρίστηκε αντιμεταρρυθμιστική. Λες και η μεταρρύθμιση είναι θρησκευτικό δόγμα. Είτε το πιστεύεις είτε όχι.
Ναι, αλλά σε τι ακριβώς να πιστεύεις, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς.
Μεγάλωσα στη Γερμανία τη δεκαετία του 1960 και του 1970 και θυμάμαι τον Βίλι Μπραντ, τον καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας, ο οποίος εκείνα τα χρόνια μιλούσε αδιάκοπα για μεταρρυθμίσεις. Για εκείνον η λέξη σήμαινε περισσότερα δικαιώματα για τους εργαζόμενους και αύξηση των επιδομάτων πρόνοιας. Αυτή είναι η έννοια της λέξης που μου έρχεται πρώτα στο μυαλό όταν την ακούω.
Μία δεκαετία αργότερα, στη Βρετανία, υπό τη Μάργκαρετ Θάτσερ -βαρόνη πλέον- η μεταρρύθμιση έγινε συνώνυμο των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης και της μείωσης των δικαιωμάτων των εργατικών συνδικάτων. Αυτή είναι η έννοια που έρχεται πλέον στο μυαλό όλων πρώτα με τη λέξη μεταρρύθμιση.
Βεβαίως, υπάρχουν σαφή, θετικά -αν και συχνά υπερτιμημένα- επιχειρήματα υπέρ των διαρθρωτικών αλλαγών, όπως η απελευθέρωση των υπηρεσιών, οι αλλαγές στην αγορά εργασίας για να βοηθηθούν οι νεότεροι εργαζόμενοι και οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό για να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμη δημοσιονομική φερεγγυότητα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές πιθανότατα θα αυξήσουν το ΑΕΠ σε αρκετές χώρες, κατά ένα ουσιαστικό, αλλά άγνωστο μέγεθος.
Πρώην συντάκτης του The Economist συνήθιζε να συμβουλεύει τους νέους δημοσιογράφους «να απλοποιούν, αντί να υπερβάλλουν». Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τη συζήτηση περί μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη. Ίσως να θέλετε να προσθέσετε και τη «στρέβλωση» ως τρίτο παράγοντα.
Η απλοποίηση στηρίχθηκε στην άποψη ότι υπάρχει μία σχέση ανάμεσα στην ασαφή ιδέα των μεταρρυθμίσεων και στην οικονομική επιτυχία, όπως αυτή αποτυπώνεται στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Δεν υπάρχει, όμως, τέτοια σχέση. Στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου περιλαμβάνονται οικονομίες με απελευθερωμένη αγορά εργασίας και οικονομίες χωρίς απελευθερωμένη αγορά εργασίας.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην πολύ ρυθμιζόμενη γαλλική οικονομία είναι κατά πολύ υψηλότερο από ό,τι στην απελευθερωμένη Βρετανία. Η σχετικά ισχυρή πορεία της γαλλικής οικονομία, που σε μεγάλο βαθμό δεν έχει υποστεί μεταρρυθμίσεις, δεν υποβαθμίζει την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις. Δείχνει, όμως, ότι η σχέση με την ανάπτυξη είναι πολύ πιο λεπτή από ό,τι αναγνωρίζουν οι δογματιστές.
Η υπερβολή συνίσταται στην υπερεκτίμηση του πραγματικού αντίκτυπου που θα επιφέρουν οι μεταρρυθμίσεις από την στιγμή που θα εφαρμοστούν. Η χρηματοοικονομική απελευθέρωση έφερε πραγματικά μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη ή μήπως μόνο τη φούσκα στην αγορά κατοικιών; Οι μεταρρυθμίσεις στη γερμανική αγορά εργασίας αύξησαν πραγματικά την παραγωγικότητα μακροπρόθεσμα ή μήπως άλλοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο;
Η στρέβλωση επιδεινώθηκε πρόσφατα καθώς οι μεταρρυθμίσεις συγχέονται με τη λιτότητα. Όποτε κάποιος Ευρωπαίος πολιτικός συγχαίρει τις «μεταρρυθμίσεις» του κ. Μόντι, αυτό που πραγματικά εξυμνεί είναι η δημοσιονομική προσαρμογή. Με άλλα λόγια, χειροκροτούν τις πολλές πολιτικές του που μείωσαν την οικονομική ανάπτυξη και όχι τις λίγες που μπορεί να είχαν κάποια ελπίδα να αυξήσουν την ανάπτυξη κάποια στιγμή.
Η λιτότητα και οι μεταρρυθμίσεις είναι αντίθετες έννοιες. Εάν η προσπάθεια για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι σοβαρή, τότε υπάρχει εμπροσθοβαρές κόστος. Εάν θέλει κανείς να ανοίξει την αγορά εργασίας με κανόνες ελεύθερης πρόσληψης και απόλυσης, τότε χρειάζεται να αναπτυχθούν πολιτικές για να γίνει η διαχείριση όσων θα μείνουν χωρίς δουλειά. Αυτά τα κόστη μπορεί να υπερβαίνουν τα οικονομικά οφέλη βραχυπρόθεσμα, όμως μπορεί να αποδώσουν μακροπρόθεσμα. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν ταιριάζουν με το καθήκον της λιτότητας εάν πρόκειται να γίνουν σωστά.
Αντιθέτως, η λιτότητα -υψηλότεροι φόροι και περικοπές στις δημόσιες δαπάνες- αποδυναμώνουν τη δυνατότητα της οικονομίας βραχυπρόθεσμα και ενδεχομένως μακροπρόθεσμα. Εάν το ποσοστό της ανεργίας των νέων υπερβαίνει το 50% για παρατεταμένη περίοδο, όπως συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία, πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους δεν θα βρουν ποτέ μία καλή δουλειά στη ζωή τους.
Οι οικονομολόγοι κάνουν λόγο για αποτέλεσμα «υστέρησης» – τη μόνιμη οικονομική ζημία που δεν θα διορθωθεί ακόμη κι αν υπάρξει πλήρης ανάκαμψη. Η λιτότητα μπορεί να αφήσει οικονομική και κοινωνική πληγή στην ευρωζώνη.
Η κατάσταση θα ήταν πολύ καλύτερη στην Ιταλία και στην Ισπανία εάν είχαν καταλήξει σε μία λίστα με εμπροσθοβαρείς στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οπισθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή. Αν το κάνεις αντίστροφα, μειώνοντας τις επενδύσεις και αυξάνοντας τη φορολογία κατά τη διάρκεια ύφεσης, τότε δεν βγαίνεις ποτέ από το τέλμα και εξαντλείς το πολιτικό κεφάλαιο στη λιτότητα, χωρίς να αφήνεις καθόλου για τις μεταρρυθμίσεις.
Βάζοντας πρώτα τη δημοσιονομική συρρίκνωση, το πολιτικό κατεστημένο πήρε επίσης ένα μεγάλο στοίχημα ενάντια σε ό,τι γνωρίζουμε από την ιστορία. Ανώτατος Ιταλός αξιωματούχος μου είπε παλαιότερα ότι η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Ότι θα υπήρχαν κάποια εμπόδια, αλλά η οικονομία θα απογειωνόταν στη συνέχεια. Έκανε λάθος. Οι προβλέψεις της Κομισιόν την προηγούμενη εβδομάδα επιβεβαιώνουν ότι οι οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου συμπεριφέρονται ακριβώς όπως είχαν προβλέψει όσοι θεωρούσαν ότι η λιτότητα θα υπονόμευε την ανάπτυξη και πως η χρήση της νομισματικής πολιτικής ως αντισταθμίματος θα ήταν αναποτελεσματική.
Δεν μου προκαλεί εντύπωση ότι οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι απορρίπτουν αυτές τις πολιτικές και τους πολιτικούς που τις εφάρμοσαν. Σήμερα μαθαίνουμε τι ψήφισε η Ιταλία. Το ένστικτό μου είναι πως δεν θα είναι μία καλή βραδιά για τους υποστηρικτές της λιτότητας.
ΠΗΓΗ: FT.com
Via : www.euro2day.gr