Η σπατάλη τροφίμων συνιστά απειλή για την οικονομία, το περιβάλλον, τον άνθρωπο. Ολοένα και περισσότερες, όμως, πρωτοβουλίες, σώζουν τα τροφικά υπολείμματα και μαζί τις ζωές μας.
Το «doggy bag» («σακούλες για τους σκύλους») φέρεται να ξεκίνησε ως μια πρωτοβουλία στα εστιατόρια του Σαν Φρανσίσκο και της Νέας Υόρκης, τη δεκαετία του ’40, για να εξασφαλίσει τροφή για τα κατοικίδια, ωστόσο σήμερα έχει λάβει μια διαφορετική διάσταση και αποτελεί μια από τις διατροφικές πρακτικές που θα μπορούσε να εισχωρήσει στην καθημερινότητα όλου του δυτικού κόσμου προκειμένου να περιοριστεί το ραγδαία αυξανόμενο φαινόμενο της σπατάλης τροφίμων. Σε πρώτη φάση, αυτή η καταναλωτική συνήθεια επικρίθηκε, με ορισμένους αρθρογράφους της εποχής να μην τη θεωρούν ως πολιτικά ορθή, τονίζοντας ότι «τα εστιατόρια παρέχουν τα “doggy bags” για να μεταφερθούν τα υπολείμματα τροφών στα κατοικίδια και η χρήση τους θα πρέπει να περιορίζεται σε αυτό». Ωστόσο, πλέον, οι σύγχρονοι καταναλωτές έχουν πάψει να νιώθουν ντροπή όταν ζητούν από τον σερβιτόρο να «κάνει πακέτο το υπόλοιπο του φαγητού για να το πάρουν σπίτι».
Σε κάθε περίπτωση, στην Ελλάδα μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η φιλοσοφία που επικρατεί σε κάθε γεύμα, είτε στο σπίτι είτε σε εστιατόριο, αποτυπώνεται στην έκφραση «εάν δεν περισσέψει… δεν φτάνει».
ΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΤΟ ΚΟΣΤΟΣ
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι η σπατάλη τροφίμων αγγίζει σχεδόν τους 500.000 τόνους, με το 85% εξ αυτών να αφορούν τα νοικοκυριά, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό μοιράζεται μεταξύ της βιομηχανίας τροφίμων, της λιανικής πώλησης και του χώρου της εστίασης. Τα τέσσερα είδη που πετούν περισσότερο οι έλληνες καταναλωτές είναι μαγειρεμένα φαγητά, λαχανικά-σαλάτες, φρούτα και γαλακτοκομικά. Σύμφωνα με έρευνα του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, κάθε νοικοκυριό στην Ελλάδα σπαταλά 98,9 κιλά φαγητού ανά άτομο σε ετήσια βάση. Από αυτά, περίπου 30 κιλά θα μπορούσαν να αποφευχθούν με μικρές αλλαγές στις καθημερινές μας καταναλωτικές συνήθειες.
Αντίστοιχα, έρευνα που υλοποιήθηκε από την Public Issue για λογαριασμό του προγράμματος «WWF-Καλύτερη Ζωή» έδειξε ότι το 37% των Ελλήνων σπαταλάει φαγητό τουλάχιστον μια δυο φορές το μήνα, με τους νέους από 18-34 ετών να πετούν τη μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού. Στον αντίποδα, οι ηλικίες άνω των 55 πετούν ελάχιστα τρόφιμα. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ετήσια σπατάλη τροφίμων υπολογίζεται περίπου σε 88 εκατομμύρια τόνους τροφίμων, δηλαδή σε κάθε Ευρωπαίο αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 173 κιλά σπατάλης τροφίμων το χρόνο. Σε παγκόσμια κλίμακα, κάθε χρόνο, το 1/3 της συνολικής παραγωγής τροφίμων για ανθρώπινη κατανάλωση χάνεται ή σπαταλάται. Αυτό μεταφράζεται σε 1,3 δισεκατομμύρια τόνους. Το κόστος της σπατάλης τροφίμων στην Ε.Ε. ανέρχεται σε 143 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αξία των 1,3 δις τόνων που σπαταλώνται εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 818 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Την ίδια ώρα, περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι στον κόσμο υποσιτίζονται, ενώ δεν θα υπέφεραν από υποσιτισμό αν είχαν πρόσβαση σε λιγότερο από το ένα τέταρτο των τροφίμων που σπαταλούνται στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Πέρα από την ηθική και κοινωνική της διάσταση, η σπατάλη τροφίμων εξαντλεί και τους φυσικούς μας πόρους, αφού το 8-10% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου των πλούσιων χωρών προέρχεται από την παραγωγή τροφίμων που καταλήγουν να μην καταναλώνονται. Εκτιμάται ότι εάν η σπατάλη φαγητού ήταν χώρα, τότε θα κατείχε την τρίτη υψηλότερη θέση σε παραγωγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον κόσμο, μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα απόβλητα τροφίμων στις χωματερές εκλύουν μεθάνιο, αέριο 25 φορές πιο ισχυρό από το διοξείδιο του άνθρακα. Επίσης, σύμφωνα με τη WWF Hellas, τα τρόφιμα που πετιούνται κάθε χρόνο στην Ε.Ε. ευθύνονται για την κατανάλωση του 50% του νερού άρδευσης. Χαρακτηριστικά, επισημαίνεται πως για την παραγωγή ενός κιλού βοδινού κρέατος απαιτείται η κατανάλωση 5.000-10.000 λίτρων νερού. Τα Ηνωμένα Έθνη υπολογίζουν ότι αν χρησιμοποιούνταν περισσεύματα τροφίμων για την εκτροφή ζώων, αντί για πρωτογενείς τροφές, θα απελευθερωνόταν ποσότητα τροφίμων ικανή να θρέψει επιπλέον τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους.
ΧΡΗΣΙΜΑ «ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ»
Η επίτευξη του στόχου του περιορισμού της σπατάλης τροφίμων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αλλαγή που πρέπει να επέλθει στη νοοτροπία των καταναλωτών, που ξεκινά από την αναθεώρηση των διατροφικών και αγοραστικών τους συνηθειών. «Στα εστιατόριά μου είμαι πολύ οικονόμος και δεν αφήνω τίποτα αναξιοποίητο. Το σοκ το έπαθα όταν συνειδητοποίησα πώς ενεργούσα όταν μαγείρευα στο σπίτι. Ζω μόνος και για πολλά χρόνια οι σειρήνες του καταναλωτισμού με είχαν οδηγήσει όχι μονάχα στο να μαγειρεύω για τέσσερις, αλλά και να αγοράζω παραπανίσιες ποσότητες προϊόντων, με αποτέλεσμα αρκετά από αυτά να καταλήγουν στα σκουπίδια», μας λέει o γνωστός μάγειρας Βασίλης Καλλίδης, προσθέτοντας πως «ο περιορισμός της σπατάλης των τροφίμων ξεκινάει από το νοικοκυριό. Εγώ ενημερώθηκα, συζήτησα με σεφ και είδα ότι μπορούν να αξιοποιηθούν τα πάντα με τη σωστή προσέγγιση». Όπως εξηγεί ο ίδιος, ένα βασικό «εργαλείο» που «σώζει τα πάντα» είναι ο καταψύκτης. Η σωστή αποθήκευση ήδη μαγειρεμένων τροφών (όπως το να ξεχωρίζουμε, ενδεικτικά, το κρέας από τα ζυμαρικά) δίνει τη δυνατότητα, με προσθήκη λίγων απλών υλικών, να τα μεταμορφώσει σε ένα νέο γεύμα. Τα περισσεύματα μπορούν να μετατραπούν σε βελουτέ σούπες, σε γευστικά σουφλέ, σε εξαιρετική γέμιση για πίτες. Εξίσου σημαντική είναι η ώρα που θα επιλέξει κανείς να κάνει τα ψώνια της εβδομάδας, της μέρας, του μήνα. «Ποτέ μην πάτε σουπερμάρκετ μετά τη δουλειά και πεινασμένοι. Η αίσθηση της πείνας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο να πάρουμε επιπλέον πράγματα. Επίσης, πρέπει να δίνουμε προσοχή στην εποχικότητα κάθε προϊόντος. Αυτό, πέρα από καλύτερη γεύση, εξασφαλίζει και υψηλότερη διατηρησιμότητα», συνεχίζει ο κ. Καλλίδης.
ΘΡΕΠΤΙΚΗ «ΑΣΧΗΜΙΑ»
Τα «κακοσχηματισμένα» φρούτα και λαχανικά συνιστούν ένα τεράστιο κομμάτι της σπατάλης τροφίμων, καθώς οι ποσότητες που πετιούνται επειδή έχουν εμφανισιακές ατέλειες και δεν πληρούν τα κριτήρια των καταναλωτών και της αγοράς αγγίζουν υψηλά ποσοστά. Τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, επί παραδείγματι, έχει αναπτυχθεί το κίνημα «eat ugly» (φάε τα άσχημα), που απορρίπτει την τάση που επικρατεί του να πετάμε λαχανικά και φρούτα εξαιτίας της εμφάνισής τους, ενώ επί ευρωπαϊκού εδάφους υπάρχουν αγορές όπως στην Κοπεγχάγη, όπου λειτουργούν σουπερμάρκετ που πουλούν αποκλειστικά φρούτα και λαχανικά που θεωρούνται «άσχημα», με τιμές 30% έως 50% φθηνότερες από τα αντίστοιχα «όμορφα». Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και η γαλλική αλυσίδα σούπερ μάρκετ «Intermarché» που έχει ξεκινήσει την καμπάνια «Inglorious fruits and vegetables» («Άδοξα φρούτα και λαχανικά»), στην οποία «κακοσχηματισμένα» τρόφιμα προσφέρονται 30% φθηνότερα. Η τάση έχει εξαπλωθεί και στον «κυβερνοχώρο» όπου ενδεικτικά, το ηλεκτρονικό παντοπωλείο «Misfits Market», που ειδικεύεται στη διάσωση των τροφίμων που σπαταλιούνται, προμηθεύει πολλές περιοχές της Αμερικής με βιολογικά προϊόντα υψηλής ποιότητας που εμφανίζονται να έχουν «ελαττώματα». Όπως εξηγούν όμως οι δημιουργοί του παντοπωλείου, «μια διαδεδομένη εσφαλμένη αντίληψη είναι ότι τα φρούτα και τα λαχανικά μοιάζουν περίεργα μόνο αν κάτι πάει λάθος με αυτά ή είναι γενετικά τροποποιημένα. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο: προκειμένου τα φυσικά προϊόντα να αποκτήσουν την τέλεια εικόνα συχνά δέχονται “παρεμβάσεις”».
Αν και τα νοικοκυριά κρατούν τα σκήπτρα στη σπατάλη τροφίμων, οι επιχειρήσεις φιλοξενίας-εστίασης αλλά και οι αλυσίδες λιανικής πώλησης αποτελούν έναν εξίσου κρίσιμο παράγοντα στη σπατάλη τροφίμων. Στην Ελλάδα, περιορισμένος αριθμός ξενοδοχειακών μονάδων έχουν ξεκάθαρη στρατηγική για τη μέτρηση και τη μείωση της σπατάλης τροφίμων.Φέτος το καλοκαίρι όμως, η WWF Ελλάς, με την υποστήριξη της Unilever FoodSolutions, ξεκίνησε μια πρωτοβουλία με τίτλο «Hotel Kitchen: Εδώ το φαγητό έχει αξία», προσκαλώντας τρία ελληνικά ξενοδοχεία, το Grecotel Cape Sounio (Σούνιο), το Aquila Rithymna Beach (Ρέθυμνο) και το Marriott Athens (Αθήνα) να λάβουν μέρος σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα εφαρμογής ορθών πρακτικών για τη μείωση της σπατάλης τροφίμων. Πώς; Υιοθετώντας έναν εύκολο και αξιόπιστο μηχανισμό καταγραφής της σπατάλης σε όλο το φάσμα της προμήθειας, προετοιμασίας και κατανάλωσης φαγητού.
«Αργά αλλά σταθερά, οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται ότι τα περισσότερα από τα περιβαλλοντικά ζητήματα που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες οφείλονται τόσο στον τρόπο που παράγουμε όσο και στον τρόπο που καταναλώνουμε. Είναι, επίσης, προφανές ότι η ποιότητα της καθημερινής ζωής του μέσου πολίτη εξαρτάται πλέον μεσοπρόθεσμα (αν όχι σε κάποιες περιπτώσεις βραχυπροθέσμα) από τη διαθεσιμότητα των πόρων, ιδιαίτερα των προϊόντων διατροφής», υπογραμμίζει η γενική διευθύντρια του Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ) κ. Νερίνα Κομιώτη, προσθέτοντας ότι «η βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση αποτελούν προτεραιότητα στη διαμόρφωση του εταιρικού αξιακού πλαισίου και της φιλοσοφίας του υπεύθυνου επιχειρείν. Το να πετυχαίνουμε περισσότερα χρησιμοποιώντας λιγότερα είναι ασφαλώς μια δύσκολη άσκηση, όχι όμως και ακατόρθωτη. Αποκτά αυξημένο βάρος στο πλαίσιο της διατροφικής κουλτούρας. Αφορά ταυτόχρονα το σύνολο της παραγωγικής και εφοδιαστικής αλυσίδας. Ο στόχος πρέπει να είναι ξεκάθαρος: σχεδιασμένη παραγωγή τροφίμων, με οικολογικά χαρακτηριστικά, που διαμορφώνει βιώσιμες αγορές και οδηγεί στην έξυπνη κατανάλωση».
ΚΑΡΟΤΣΑΚΙΑ ΜΟΙΡΑΣΙΑΣ
Όπως σε κάθε ζήτημα, εξέχουσα είναι η σημασία της εκπαίδευσης προκειμένου οι επόμενες γενιές να ενημερωθούν και να αναπτύξουν νέες προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά την επισιτιστική επάρκεια. Εννέα δημοτικά σχολεία της Σχολικής Περιφέρειας Goleta Union (GUSD) στην Καλιφόρνια συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα το οποίο ενθαρρύνει τους μαθητές να τοποθετήσουν τα τρόφιμα και τα αφεψήματα που δεν θέλουν να καταναλώσουν, αλλά είναι ακόμα ασφαλή για κατανάλωση σε ειδικά καροτσάκια (food share cart), ώστε λιγότερο προνομιούχοι μαθητές να μπορούν να τα πάρουν για το μεσημεριανό τους γεύμα. Υπεύθυνοι για τα καροτσάκια ορίστηκαν μέλη του προσωπικού του εστιατορίου των σχολείων, αλλά και ενήλικοι εθελοντές. Το απλό αυτό πρόγραμμα διδάσκει στους μαθητές την ασφάλεια των τροφίμων, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι καθημερινές μας δράσεις και, βέβαια, την αλληλεγγύη.
ΑΠΟ 12 ΤΥΡΟΠΙΤΕΣ
Εάν κάποιος δεν θέλει να αλλάξει τις διατροφικές του συνήθειες, δεν είναι λάτρης του «ξαναζεσταμένου φαγητού» ή δεν εμπιστεύεται τον καταψύκτη του, έχει τη δυνατότητα να προσφέρει το φαγητό που δεν θα καταναλώσει σε διάφορες οργανώσεις και δομές στήριξης ευπαθών κοινωνικά ομάδων. Σε αυτή την περίπτωση, η προσφορά τροφίμων μεταμορφώνεται σε κάτι περισσότερο από αλληλεγγύη. Με ακριβώς αυτόν τον σκοπό, δηλαδή τον περιορισμό της σπατάλης τροφίμων και την καταπολέμηση του υποσιτισμού, το 2012 μια όμορφη παρέα, o Αλέξανδρος Θεοδωρίδης, η Άλια Μοάτσου και η Ξένια Παπασταύρου, δημιούργησαν τη ΜΚΟ «Μπορούμε» (www.boroume.gr/).
Η πρωτοβουλία «Μπορούμε» μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας ενναλακτικός «μεσάζων» στην αλυσίδα του κλάδου των τροφίμων, που έχει ως αποκλειστική δραστηριότητα να σώζει το φαγητό απ’ όπου και αν περισσεύει και μέσω ενός καινοτόμου μοντέλου διαχείρισης να συνδέει άμεσα αυτούς που έχουν κάτι να δώσουν με όλους αυτούς που έχουν ανάγκη κάτι να πάρουν, δηλαδή τοπικούς κοινωφελείς φορείς και δομές αλληλεγγύης.
Όπως σημειώνει ο Αλέξανδρος, το εγχείρημα ξεκίνησε με 12 τυρόπιτες που είχαν περισσέψει σε ένα αναψυκτήριο στους Αγίους Αναργύρους: «Ρωτήσαμε τον ιδιοκτήτη εάν θα ήθελε, αντί να πετάξει αυτές τις τυρόπιτες που δεν μπορούσε να τις πουλήσει την επόμενη μέρα, να τις προσφέρει στο συσσίτιο της ενορίας της περιοχής. Επικοινωνήσαμε με την εκκλησία, η οποία αμέσως δέχθηκε την προσφορά. Και κάπως έτσι, άρχισαν όλα. Η ανταπόκριση των επαγγελματιών είναι εντυπωσιακή. Οι φούρνοι είναι οι πιο μεγάλοι δωρητές. Υπάρχουν πολλοί επαγγελματίες που θέλουν να προσφέρουν, αλλά είτε επειδή δεν ξέρουν ποιες δομές βρίσκονται κοντά τους είτε δεν έχουν το χρόνο να αναπτύξουν ένα μηχανισμό που να “τρέχει” τέτοιες δράσεις, επικοινωνούν μαζί μας και εμείς οργανώνουμε να διαθέσουν τα προϊόντα τους σε ανθρώπους που πραγματικά έχουν ανάγκη».
Το 2018, το «Μπορούμε» προσέφερε πάνω από 8,5 εκατομμύρια μερίδες φαγητού, αυξάνοντας κατά 14% την προσφορά επισιτιστικής στήριξης σε σχέση με το 2017. Σε αυτό το πλαίσιο, διασώθηκαν και προσφέρθηκαν σε τοπικούς κοινωφελείς φορείς πάνω από 128 τόνοι φρέσκων λαχανικών και φρούτων από 23 λαϊκές στις περιφέρειες Αττικής και Θεσσαλονίκης. Η οργάνωση κατάφερε να δημιουργήσει γέφυρες δικτύωσης μεταξύ 1.019 δωρητών και 397 κοινωφελών φορέων. Η προσφορά της οργάνωσης επεκτάθηκε, επίσης, σε 181 εκπαιδευτικά προγράμματα τα οποία διοργάνωσε με συμμετοχή άνω των 5.100 μαθητών.
«Πριν από περίπου δύο χρόνια, επικοινώνησε μαζί μας μια μητέρα ενός οκτάχρονου αγοριού. Όπως μας είπε, το πάρτι που του είχε οργανώσει, δυστυχώς, είχε ακυρωθεί λόγω βροχής και επιθυμούσε να μας προσφέρει όλα όσα είχε ετοιμάσει για το κέρασμα των καλεσμένων, συμπεριλαμβανομένης και ολόκληρης της τούρτας. Η συγκίνησή μας ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν μας είπε ότι για την προσφορά αυτή είχε συμφωνήσει ο γιος της, με τον οποίο μίλησε για τη σημασία της προσφοράς. Σε ό,τι αφορά την τούρτα, μας είπε ότι θα έπαιρνε μια μικρότερη, αφού, πλέον, δεν υπήρχαν τόσοι καλεσμένοι.
Αμέσως κινητοποιηθήκαμε και βρήκαμε μια δομή ανηλίκων που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση. Μόλις η υπεύθυνη της δομής άκουσε την προσφορά, ξέσπασε σε κλάματα γιατί, όπως μας είπε, η δομή φιλοξενούσε εδώ και δύο χρόνια ένα παιδί το οποίο είχε την επόμενη μέρα τα γενέθλιά του και δεν υπήρχαν χρήματα να του πάρουν τούρτα», καταλήγει ο Αλέξανδρος.
Via : www.shedia.gr