«Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκην εθνικιστικών οργανώσεων
και προς τας οργανώσεις ταύτας
η Κυβέρνησις οφείλει να παρέχη ενθάρρυνσιν και προστασίαν»(«Καθημερινή» 26/6/1931)
Η 9η Νοεμβρίου είναι μια σημαδιακή μέρα για τη γερμανική ιστορία. Το 1918 ξέσπασε η επανάσταση, ο Χίτλερ έκανε το δικό του αποτυχημένο πραξικόπημα το 1923, ενώ το 1989 έπεσε το Τείχος του Βερολίνου.
Δίπλα σ’ αυτά τα γνωστά ιστορικά γεγονότα, μνημονεύεται και το οργανωμένο αντιεβραϊκό πογκρόμ που οργανώθηκε από το ναζιστικό καθεστώς σ’ όλη τη Γερμανία το 1938 και έμεινε στην ιστορία ως «Νύχτα των Κρυστάλλων». Ονομασία αρκετά εξωραϊστική, καθώς επικεντρώνεται στις σπασμένες βιτρίνες των καταστημάτων που λεηλατήθηκαν από τα Ες Ες και αποσιωπά τις δολοφονίες και τους εμπρησμούς που το συνόδευσαν.
Εφτά χρόνια νωρίτερα είχε προηγηθεί ένα άλλο πογκρόμ, στη Θεσσαλονίκη αυτή τη φορά. Μας το θυμίζει μια μελέτη που κυκλοφόρησε πρόσφατα, το βιβλίο του Μιχάλη Τρεμόπουλου «Τα τρία Ε (ΕΕΕ) και ο εμπρησμός του Κάμπελ», έργο ενός ανθρώπου που έχει ζήσει ο ίδιος τις δυσκολίες της «άλλης Θεσσαλονίκης», της Θεσσαλονίκης δηλαδή του βαθέος ελληνικού κράτους, της Θεσσαλονίκης του φοβικού εθνικισμού και του πατριωτισμού των μυστικών κονδυλίων.
Το θέμα που επέλεξε ο Τρεμόπουλος είναι από τα δύσκολα της σύγχρονης ιστοριογραφίας και μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποτελούσε ταμπού. Ευτυχώς εδώ και λίγο καιρό, μαζί με την άνθηση της εκδοτικής παραγωγής για τα ζητήματα του ελληνικού εβραϊσμού, είχαμε και ορισμένες πρώτες επιστημονικές μελέτες για την «Τρία Ε», την εθνικιστική οργάνωση «Εθνική Ενωσις Ελλάς» και το Κάμπελ. Αλλά πάλι το ζήτημα έμεινε στα αυστηρά ακαδημαϊκά πλαίσια.
Αυτό το αιματηρό ξέσπασμα οργανωμένων ομάδων με στόχο έναν συνοικισμό φτωχών Εβραίων της πόλης δεν ταιριάζει με τις επίσημες και επί χρόνια επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις ότι ο ρατσισμός και ειδικά ο αντισημιτισμός δεν έχουν θέση στην Ελλάδα ή έστω ότι είναι εντελώς περιθωριακά φαινόμενα.
Τύπος και φασισμός
Η εξιστόρηση των γεγονότων από τον Μιχάλη Τρεμόπουλο αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια και μας υποχρεώνει να έρθουμε αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα, ότι δηλαδή όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη το 1931 έχουν πολλές ομοιότητες με όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια.
Δεν εννοώ ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά ότι παρόμοιοι κοινωνικοί και πολιτικοί μηχανισμοί παράγουν ανάλογα αποτελέσματα. Και όσο τα ζητήματα κρύβονται κάτω από το χαλί που ονομάζεται «εθνική σκοπιμότητα», είμαστε αναγκασμένοι να τα αντιμετωπίσουμε κάθε φορά με χειρότερη μορφή.
«Ολος ο κόσμος γνωρίζει ότι εις την Ελλάδα δεν υπάρχει αντισημιτισμός» έγραφε η «Μακεδονία» στις 25/6/1931, μόλις τέσσερις μέρες πριν από την κορύφωση του πογκρόμ, στο οποίο η ίδια πρωτοστάτησε.
Ποιος δεν γνωρίζει τις αντίστοιχες καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις για τα αντιρατσιστικά αισθήματα του σύγχρονου Ελληνα από τα ίδια κανάλια και εφημερίδες που πρωτοστατούν σήμερα στις ξενοφοβικές εκστρατείες;
Είναι πράγματι εντυπωσιακές, για να μην πω ανατριχιαστικές, οι αναλογίες με ζητήματα που μας απασχολούν σήμερα. Και πρώτα πρώτα το γεγονός ότι αφορμή για το πογκρόμ υπήρξε μια ψεύτικη είδηση, που έφερνε τους εκπροσώπους του εβραϊκού σωματείου Μακαμπί της Θεσσαλονίκης να μετέχουν σε συνέδριο υπέρ της αυτονόμησης της Μακεδονίας στη Σόφια.
Οσο για την ειδική εθνική ευαισθησία, την οποία οφείλει να έχει η Θεσσαλονίκη, και την απαραίτητη ανοχή της Αθήνας, διαβάζουμε το ακόλουθο απόσπασμα από αθηναϊκή εφημερίδα που παραθέτει ο Τρεμόπουλος:
«Προκειμένου περί της Θεσσαλονίκης δικαιούμεθα αναντιρρήτως να επιδεικνύωμεν πάσαν καχυποψίαν απέναντι παντός ξένου. Εάν επρόκειτο περί της πόλεως των Πατρών και αν εκεί συνέβαινεν οιονδήποτε μισαλλόδοξον κρούσμα, θα εδικαιούτο βεβαίως η Κυβέρνησις να επέμβη και μετά πάσης της δυνατής αυστηρότητος εναντίον των ταραξιών. Και να θεωρήση ως αξίους παραδειγματικής τιμωρίας τους υπαιτίους. Αλλ’ εν Θεσσαλονίκη, ως είπομεν, η θέσις των πραγμάτων είνε κάπως διαφορετική. Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκην εθνικιστικών οργανώσεων και προς τας οργανώσεις ταύτας η Κυβέρνησις οφείλει να παρέχη ενθάρρυνσιν και προστασίαν… Οι Ισραηλίται οφείλουν να έχουν σταθερώς υπ’ όψιν των ότι εν Θεσσαλονίκη, κατ’ εξαίρεσιν από τας λοιπάς πόλεις της Ελλάδος, η θέσις των είνε κάπως λεπτή».
Αυτά έγραφε η «Καθημερινή» στις 26/6/1931, τρεις μέρες πριν από την κορύφωση του πογκρόμ. Μόνο που η μεγάλη πλειονότητα των Ισραηλιτών ζούσε βέβαια στη Θεσσαλονίκη και όχι στην Πάτρα. Και στη Θεσσαλονίκη, ακόμα και σήμερα, αναγνωρίζεται ότι είναι μια πόλη με «ειδικές εθνικές ανάγκες», οπότε δεν πειράζει να γίνεται έρμαιο των εμπρησμών παραδοσιακών κτιρίων και των βιαιοτήτων χρυσαυγιτών και ομοφρόνων τους για το καλό του έθνους.
Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Τρεμόπουλος, «την ίδια στιγμή που η Βουλή καταδίκαζε και ο Τύπος διχαζόταν για τις ευθύνες και τα αίτια του πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, κάποιες υπηρεσίες του κράτους είχαν τη δική τους ατζέντα και άποψη. Είναι χαρακτηριστικό ένα από τα εμπιστευτικά υπομνήματα του διευθυντή του γραφείου Τύπου Θεσσαλονίκης Ι. Μινάρδου, δηλαδή του επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών του υπουργείου Εξωτερικών, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην εβραϊκή κοινότητα και μετέφραζε τον εβραϊκό Τύπο της πόλης. Ο Μινάρδος, στις 5 Ιουλίου 1931, αναλύοντας το πλαίσιο του εμπρησμού του Κάμπελ, θεωρούσε ως αιτία τις επί σειρά ετών εβραϊκές “προκλήσεις” προς τα αισθήματα των Ελλήνων. Τέθηκε θέμα να διωχτεί ως φυσικός αυτουργός, αλλά απαλλάχτηκε με άνωθεν εντολή».
Αυτή η απόδοση των ευθυνών για τη βία στα θύματά της από κρατικούς λειτουργούς είναι δυστυχώς κάτι που έχουμε ξαναζήσει τα τελευταία χρόνια.
«Οι τοπικές ελληνικές αρχές φαίνεται ότι κατά κανόνα επιδείκνυαν ανοχή απέναντι στην 3E, αν δεν συνεργάζονταν μαζί της, κυρίως στα πλαίσια της αντικομουνιστικής δράσης» διαβάζουμε στην κλασική μελέτη του Γ. Μαυρογορδάτου για την περίοδο αυτή (Stillborn Republic, Μπέρκλεϊ 1983, σ. 258-9).
Και δυστυχώς όπως και σήμερα έτσι και τότε τα μέσα ενημέρωσης πάσχιζαν να δικαιολογήσουν τη στάση των Τριεψιλιτών: «Ο εμπρησμός του συνοικισμού του Κάμπελ θα επρολαμβάνετο αν εις την έξαψιν των εθνικών οργανώσεων οι Ισραηλίται δεν αντέτασσον την όλως προκλητικήν των στάσιν….» έγραφε το φιλελεύθερο «Ελεύθερον Βήμα» την επομένη του πογκρόμ (1/7/1931).
Η εφημερίδα, σημειώνει ο Τρεμόπουλος, «ξεχνούσε ότι αυτή δημοσίευε πρώτη, 10 μήνες νωρίτερα, παραποιημένα τα γεγονότα της Σόφιας» που αποτέλεσαν τη δικαιολογητική βάση της ρατσιστικής έκρηξης.
Πολιτικοί και εργοδότες
Αυτό που επίσης αξίζει να αναφερθεί είναι ότι το πογκρόμ του Κάμπελ αποτέλεσε σημείο καμπής στην ιστορία της οργάνωσης των ΕΕΕ, η οποία πλέον συγκρότησε τους περιβόητους χαλυβδόκρανους που το 1933 θα πραγματοποιούσαν την πορεία προς την Αθήνα, μιμούμενοι τη μουσολινική πορεία προς τη Ρώμη.
Οπως θα δηλώσει ο συνήγορος των 3Ε στη δίκη που ακολούθησε, «πριν από το Κάμπελ η 3Ε είχε 12 παραρτήματα και 3.000 μέλη, τώρα έχει 27 παραρτήματα κι 7.000 μέλη».
Η άσκηση της δολοφονικής βίας, δηλαδή, ενίσχυσε τη δύναμη της οργάνωσης.
Εκεί που η διαχείριση της υπόθεσης το 1931 μας προξενεί θλίψη σε σχέση με τα σημερινά, είναι οι σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, οι οποίες ήταν πολύ πιο αναλυτικές, συγκεκριμένες και πολιτικά καίριες από εκείνες που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια. Στις συζητήσεις αυτές αποκαλύφτηκε και η «κοινωνική» δράση της 3Ε, που κι αυτή μας θυμίζει τους σύγχρονους συνεχιστές της.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου κατήγγειλε στη Βουλή ότι οι χαλυβδόκρανοι «τρομοκρατούν και τους οργανισμούς, οι οποίοι δεν ημπορούν να προσλάβουν εργάτας άνευ της ιδικής των εγκρίσεως».
Οπως θα αποδειχτεί μετά από λίγους μήνες, στη δίκη της 3Ε, από τον μάρτυρα κατηγορίας γιατρό Δαβίδ Αλκανάτι, «ο αντισημιτισμός των 3Ε εξεδηλώθη διότι ενήργει εις την αντικατάστασιν των Εβραίων διά των Χριστιανών εις τα κρατικά εργοστάσια και να προσλαμβάνωνται μόνον εργάται από τα μέλη των».
Ο Παπαναστασίου έδωσε και άλλο παράδειγμα της παράνομης δράσης τής 3Ε: «Μ’ εβεβαίωσε αξιόπιστος δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, ότι υπήρχεν υπόθεσις εξώσεως και ότι μετέβησαν χαλυβδόκρανοι και ηπείλησαν ότι ή θα αποσυρθή η αίτησις εξώσεως ή θα φονευθή ο επισπεύδων» (Βουλή, 10/12/1931).
Ο Βενιζέλος, που είχε αναλάβει και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Δικαιοσύνης μετά την παραίτηση του Αβραάμ, ρώτησε αν καταγγέλθηκε ο εκβιασμός αυτός, για να πάρει από τον Παπαναστασίου την απάντηση: «Δεν κατηγγέλθη, διότι δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν τα ονόματα των εκβιαστών».
Αλλά και η συνέχεια θυμίζει έντονα τα δικά μας. Ο Παπαναστασίου απέδωσε ευθύνες στην κυβέρνηση Βενιζέλου, γιατί ενώ γίνονται έρανοι και «τελούνται μνημόσυνα εθνικά, ως το των Κυπρίων, οι χαλυβδόκρανοι λαμβάνουν θέσιν επίσημον μεταξύ των επισήμων. Αφ’ ενός λοιπόν εκτελούν αξιοποίνους και εγκληματικάς πράξεις και αφ’ ετέρου αναγνωρίζονται υπό των κρατικών αρχών». Αυτή η συνύπαρξη, η υπόγεια ταύτιση, μιας εγκληματικής οργάνωσης με ένα νόμιμο σωματείο στοιχειώνει και τη σημερινή πολιτική σκηνή.
Μάλιστα ο Παπαναστασίου αποκάλυψε και μια μυστική εγκύκλιο της ΕΕΕ, την οποία διέθετε σε φωτογραφία, που αποδείκνυε ότι «πρόκειται περί σωματείου καθαρώς συνωμοτικού», κάτι που μας θυμίζει την προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να κρύψει το πραγματικό της καταστατικό.
Στην τότε Βουλή παρενέβη ο Στυλιανός Γονατάς και υπερασπίζεται τα στελέχη της 3Ε: «Δεν κρύπτονται. Είναι γνωστά τα ονόματά των».
Ο Παπαναστασίου τού απαντά ειρωνικά: «Αφήστε, κύριε Γενικέ Διοικητά, έχω και κάτι άλλο φυλάξει διά να σας ευχαριστήσω. Το Σωματείον αυτό λέγει, ότι είναι εκτός και υπεράνω των κομμάτων και απαγορεύει εις τα μέλη του να είναι ενεργά μέλη άλλων κομμάτων. Ως εάν όλα τα άλλα κόμματα είναι κόμματα μη ενδιαφερόμενα διά την Πατρίδα». Μας θυμίζει τίποτα κι αυτό;
Μάλιστα ο Παπαναστασίου κατήγγειλε ότι μερίδα του κόμματος των Φιλελευθέρων προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τους «τριεψιλίτες» για εκλογικούς λόγους: «Επιθυμώ να ίδω αν η Κυβέρνησις δύναται να εφαρμόση τον νόμον και να διατάξη τας αρχάς να μην συνεργάζωνται με παρομοίας οργανώσεις, διότι δεν θέλω να πιστεύσω εις την άλλην διάδοσιν, ότι υπάρχει μία μερίς η οποία θέλει να επωφεληθή των ανθρώπων αυτών διά να αντιμετωπίση τον προσεχή εκλογικόν αγώνα».
«Ποία διάδοσις;» τον ρωτάει ο Βενιζέλος, για να γίνει τελικά πιο σαφής η καταγγελία του πρώην πρωθυπουργού: «Οτι μία μερίς του κόμματος των Φιλελευθέρων προσπαθεί να χρησιμοποιήση αυτήν την οργάνωσιν».
Η απάντηση του Ε. Βενιζέλου περιορίστηκε μόνο στις παρελάσεις της 3Ε και ήταν πανομοιότυπη με όσα ακούγαμε επί χρόνια για τα σύγχρονα Τάγματα Εφόδου, μέχρι τη δολοφονία του Φύσσα: «Την εμφάνισί των εις τας εορτάς δεν ημπορούμεν να την απαγορεύσωμεν και εδώ έχομεν εμφανίσεις άλλων οργανώσεων όπως των παλαιών πολεμιστών».
Ο Παπαναστασίου ανταπάντησε σε υψηλούς τόνους: «Αλλ’ αυτοί εξεδήλωσαν τάσεις ωργανωμένης στρατοκρατίας. Συνέβησαν εμπρησμοί και φόνοι, τι θέλετε άλλο να κάμουν διά να θεωρηθή η δράσις των έκνομος, να ανατινάξουν εις τον αέρα την πόλιν;»
Οι ομοιότητες δεν σταματούν εδώ. Οπως αποκαλύπτει ο Τρεμόπουλος, «η 3Ε έπαιρνε χρηματοδότηση από τον Σύνδεσμο των εν Ελλάδι Ανωνύμων Εταιρειών, τον πρόδρομο του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων».
Μπορεί σήμερα τα πράγματα να μην είναι τόσο κραυγαλέα, αλλά διαθέτουμε στοιχεία για τη χρηματοδότηση της ναζιστικής οργάνωσης από εργοδοτικές ενώσεις και μεγαλοεφοπλιστές ήδη από τη δεκαετία του ’80. Αλλά και όπως προκύπτει από «Εκθεση» που βρίσκεται στο Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, φ.7.3, εγγρ.132γ), στους βασικούς εχθρούς της οργάνωσης συγκαταλεγόταν και ο ταξικός συνδικαλισμός: οι «τριεψιλίτες» εργάτες αναλάμβαναν, διαβάζουμε, την υποχρέωση «απολύτου πειθαρχίας προς τας διαταγάς της διευθύνσεώς τους και, γι’ αυτό το λόγο, απολάμβαναν την εμπιστοσύνη των εργοδοτών της πόλης».
Το ΠΑΜΕ της περιοχής του Περάματος γνωρίζει από πρώτο χέρι τη συνέχεια αυτής της ιστορίας.
Οι ομοιότητες μας ακολουθούν και στη δίκη της 3Ε. Ο πρόεδρός της Γ. Κοσμίδης κατέθεσε πως έλειπε στην Αθήνα τρεις μέρες πριν από τα γεγονότα κι επέστρεψε την επομένη. Επέμεινε δε πως δεν υπήρξε καμία εντολή από την 3Ε για επίθεση εναντίον των Εβραίων, «εκτός κι αν μέλη της οργάνωσης πρωτοστάτησαν χωρίς εντολή από αυτήν»!
Η ομοιότητα με όσα επικαλείται στην απολογία του ο Μιχαλολιάκος για το ότι έμαθε τη δολοφονία του Φύσσα την επομένη το μεσημέρι είναι εκπληκτική.
Η κραυγή του Σικελιανού
Ελπίζω ότι οι ομοιότητες σταματούν εδώ. Γιατί όλα δείχνουν ότι η δίκη της Χρυσής Αυγής δεν θα έχει την τύχη της δίκης των 3Ε που κατέληξε στην πανηγυρική τους αθώωση, αφού βέβαια πρώτα όλοι είχαν αποκηρύξει όλα όσα δήλωναν μέχρι τότε ακόμα και γραπτά.
Μία βδομάδα μετά το πογκρόμ δημοσιεύτηκε στο «Ελεύθερον Βήμα» ένα εκτενές άρθρο του Αγγελου Σικελιανού, με τίτλο «Αφορμαί και αίτια» και υπέρτιτλο «Μετά τα γεγονότα» (6/7/1931). Ούτε «Κάμπελ», ούτε «Θεσσαλονίκη» στον τίτλο. Ο Σικελιανός απευθυνόταν σε όσους θεωρούσε ότι μπορεί να τον ακούσουν. Ομως το άρθρο αυτό, παρά το γεγονός ότι προέρχεται από έναν συντηρητικό και ασφαλώς «ελληνόφρονα» διανοητή, περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία μιας απάντησης στο εθνικιστικό πάθος με το οποίο καλύπτεται ο δολοφονικός ρατσισμός, εν προκειμένω ο αντισημιτισμός. Δεν ακούστηκε ο Σικελιανός τότε. Εχει όμως σημασία να διαβαστεί σήμερα.
Μετά τα γεγονότα- Αφορμαί και αίτια
► Του Αγγελου Σικελιανού
Τα τελευταία επεισόδια, τα oποία έλαβον χώραν εις Θεσσαλονίκην μεταξύ Ισραηλιτών και Ελλήνων, επαναφέρουν απροόπτως επί τάπητος εν σκολιόν ιστορικόν θέμα, το οποίον από πολλού θα ώφειλε να είχε διευκρινισθή εξ ολοκλήρου εις την συνείδησιν των ανθρώπων, αλλά το οποίον, δυστυχώς, δεν έπαυσε ν’ αποτελή εν από τα κυριότατα κριτήρια της πρωτογόνου καταστάσεως, εις την οποίαν η γενική εκπαίδευσις του συγχρόνου μας πολιτισμού αφήκε και εξακολουθεί να αφήνη το πνεύμα των ευρωπαϊκών λαών απέναντι όλων των άλλων και συγκεκριμένως, εις την περίπτωσιν αυτήν, απέναντι του λαού του Ισραήλ.
Δεν σκοπεύομεν εις το άρθρον αυτό να επιρρίψωμεν ακεραίαν την ευθύνην των τελευταίων επεισοδίων ούτε εις τους Ελληνας, ούτε εις τους Ισραηλίτας, διότι [εις] ζητήματα παρομοίας φύσεως, κατά τα οποία τον πρωτεύοντα ρόλον παίζει εις εκατέρωθεν ακούσιος και συνεπώς ορμήλατος αγνωστικισμός, ουδείς ποτέ έχει δίκαιον και ουδείς ποτέ έχει άδικον.
Αλλά, θ’ αντείπη τις εκ των ημετέρων, αι αφορμαί αι προκαλέσασαι τα επεισόδια ταύτα εκ μέρους των Ελλήνων ήσαν αμέσως πολιτικοί, εθνικαί και, επομένως, το δίκαιον είναι ολόκληρον υπέρ ημών. Δυστυχώς όμως, ουδείς σοβαρώς και τιμίως σκεπτόμενος θα επείθετο ότι αι αφορμαί αύται, διδόμεναι από οιονδήποτε άλλον λαόν εκτός του Ισραηλιτικού, θα επροκάλουν παρομοίας αυτοδίκους σκηνάς. Οσονδήποτε εάν αι αφορμαί αύται ήσαν σοβαραί, εις περίπτωσιν κατά την οποίαν θα ήτο άλλος ο προκαλών λαός, η λύσις των διαφορών θα επεδιώκετο αναμφιβόλως δι’ άλλης οδού. Αλλαι, άρα, αι αφορμαί και άλλα τα αίτια.
Καθήκον, ώστε, παντός γνησίως ιστορικώς σκεπτομένου είναι να βοηθήση, παραμερίζων τας εφημέρους αφορμάς, εις την οριστικήν άρσιν προ παντός των λανθανόντων αιτίων, τα οποία επροκάλεσαν τα μεταξύ Ισραηλιτών και Ελλήνων επεισόδια, το δε λιτόν περιεχόμενον του παρόντος άρθρου δεν αποσκοπεί άλλο τι ή να δώση προς πάντας, αλλά προ παντός προς τους Ελληνας φοιτητάς της Θεσσαλονίκης, ως προς γνησίους φορείς των ιστορικών και πνευματικών ευθυνών της εποχής μας, ένα απλούν υπαινιγμόν ως προς την ανάγκην της οριστικής άρσεως, εκ της συνειδήσεώς των, των αιτίων αυτών. Διότι ασφαλώς είναι τρομερόν να σκέπτεται τις ότι εις τας ημέρας μας, κατά τας οποίας εις την μεταξύ των λαών επαφήν επιβάλλεται προ παντός άλλου η ακεραία πνευματική και ιστορική επίγνωσις της αποστολής ενός εκάστου, τα στελέχη ενός συγχρόνου υπευθύνου διανοητικού οργανισμού, ως ούτος είναι το Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, επιτρέπουν εις εαυτά να παρατείνουν ιστορικάς και πνευματικάς παρεξηγήσεις, σφραγιζομένας από τον μάλλον άστοχον και ωμόν αναχρονισμόν.
Εις ουδένα, λοιπόν, των ιστορικώς επισταμένων διαφεύγει η καταπληκτική εκείνη οξύμωρος κατάστασις, κατά την οποίαν από της ιδρύσεως του Χριστιανισμού, τόσον ο βυζαντινός, όσον και ο δυτικός πολιτισμός, στηρίζουν μεν τα νώτα των επί της Παλαιάς Διαθήκης -αποκλειστικού, άλλωστε, πνευματικού και ιστορικού κτήματος των Εβραίων- προσβλέπουν δε ιδεολογικώς προς την εκπλήρωσιν των εντολών της Νέας, χωρίς δι’ αυτό να παραλείπουν να συμπληρώνουν εκάστοτε το μεταξύ των δύο Διαθηκών χάσμα, οσάκις εδόθη ποτέ εις τούτο ευκαιρία, με εν φανατικόν μίσος και ένα αμείλικτον διωγμόν κατά του εβραϊκού λαού. Αλλά τι είναι επί τέλους ο λαός αυτός, ο οποίος εχρησίμευσε και ακόμη χρησιμεύει, διά τους ισχυρούς του κόσμου και δι’ όλους γενικώς τους πολιτικώς και εθνικώς συγκροτημένους λαούς, ως ο αποδιοπομπαίος τράγος και ως το «δίωγμα» κατά του οποίου από καιρού εις καιρόν στρέφουν ούτοι την προσοχήν και την μήνιν των, όπως παραπλανήσουν ει δυνατόν όλους ως προς τα αίτια των διπλωματικών των ελιγμών;
Γνωστός είναι εις πάντας ο μύθος του περιπλανωμένου Ιουδαίου, ερμηνευόμενος κατά την φαντασίαν ενός εκάστου, αλλά του οποίου η βαθυτέρα σημασία διαφεύγει δυστυχώς μέχρι σήμερον τους πολλούς.
Από των απωτάτων λοιπόν αιώνων και πολύ προ του Μωυσέως, το ερευνητικόν ως προς τας καταγωγάς βλέμμα διακρίνει μίαν κελτικήν κατά βάθος φυλήν, συνδυασθείσαν βραδύτερον προς άλλας ασιατικάς ή αφρικανικάς, η οποία από καταβολής των αιώνων, ασύμβλητος προς πάσαν μηχανικήν πολιτικήν και προς πάσαν τυραννικήν κυβέρνησιν, προχωρούσα από πολιτισμού εις πολιτισμόν και από κοινωνίας εις κοινωνίαν, διά μέσου των ερήμων, των ορέων και των θαλασσών, διατηρεί εις το βάθος της το σπέρμα μιας αμειώτου εσωτερικής ελευθερίας και τον ψίθυρον ενός παναρχαίου κοινωνικού συνθήματος, το οποίον από τόπου εις τόπον και από αιώνος εις αιώνα αναταράσσει ευεργετικώς πάντοτε τα λιμνάζοντα ύδατα των παρηκμασμένων πολιτισμών. Διότι από της προϊστορικής εκκινήσεώς της μέχρι της πρώτης πατριαρχικής αυτής εξόδου από της Βαβυλώνος της Σεμιράμιδος και πολύ πέραν της άλλης εξόδου αυτής από της Αιγύπτου, της συντελεσθείσης υπό την κολοσσιαίαν μωσαϊκήν επιταγήν, η φυλή αύτη αναπτύσσει ασφαλώς, παραλλήλως προς την τεραστίαν οικονομικήν εμπειρίαν, η οποία είναι και το κύριον γνώρισμά της -και χάρις εις την οποίαν δύναται να εγκαθίσταται οπουδήποτε της γης μετ’ ασυζητήτου κύρους- μίαν ακαταμάχητον ενέργειαν προς συγχώνευσιν των πολιτικών διαιρέσεων και ουσιαστικωτέραν ένωσιν των πνευματικών και υλικών συμφερόντων των λαών μεταξύ των οποίων παροικεί. Την μεγαλυτέραν απόδειξιν της ενεργείας ταύτης δεν θα μας δώση βεβαίως τόσον η εξιστόρησις της εθνικής ζωής της φυλής ταύτης, όσον η τραγική ιστορία αυτής, από της στιγμής κατά την οποίαν, εστερημένη οιασδήποτε πολιτικής ζωής και οιουδήποτε εθνικού εδάφους, αναλαμβάνει, θα έλεγέ τις, αντ’ αυτών, ολόκληρον την οργανικήν παράδοσιν της ανθρωπότητος, επανευρίσκει πτέρυγας πολύ μεγαλυτέρας από τας εθνικάς πτέρυγάς της και κατορθώνει να υψωθή και να επιζήση ως φυλή και ως έννοια οργανική και ακεραία, υπεράνω όλων των κατ’ αυτής ακατονομάστων διώξεων και όλων των ιστορικών τής ανθρωπότητος θυελλών.
Καιρός εν τούτοις θα ήτο να είπωμεν ότι, όσον αφορά την κυριωτέραν αφορμήν των διώξεων αυτών, οποία εμφανίζεται διά τους πολλούς η απόσχισις του Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού, ασφαλώς την μεγαλυτέραν ευθύνην φέρουν ουχί οι Ιουδαίοι αλλ’ αυτοί ούτοι οι Χριστιανοί. Δεν πρόκειται να επιμείνωμεν εδώ επί των δογματικών αυτών διαφορών. Τα επιχειρήματα άλλωστε κατά τα οποία η πλήρης πνευματική συμφιλίωσις μεταξύ Χριστιανών και Ιουδαίων θα ήτο απολύτως εφικτή είναι άπειρα, όσον και αι επί μακρούς αιώνας σχετικαί προσπάθειαι, ιστορικώς συνεχείς. Αλλ’ εκείνο το οποίον είναι βέβαιον, είναι ότι η πίεσις, την οποίαν έκτοτε υπέστη η εβραϊκή φυλή, είναι το ασφαλέστερον τεκμήριον του βαθμού του εκάστοτε ιστορικού αγνωστικισμού των κυβερνώντων. Διότι η πίεσις αύτη ενετάθη ή εχαλαρώθη διά μέσου των αιώνων, αναλόγως του βάθους και της εκτάσεως της μορφώσεως των διαφόρων αυτοκρατόρων, παπών και λαών. Τοιουτοτρόπως, μετά την ανεξιθρησκείαν, επί παραδείγματι, του Ιουλιανού, επέρχεται ο φανατισμός του Ιοβιανού, ή μετά την ευμένειαν του Βαλεντιανού και του Μαξίμου, η κακεντρέχεια του Βαλεντινιανού και του Θεοδοσίου, ολονέν επεκτεινομένη και μεταδιδομένη από της Ανατολής εις την Δύσιν, δια ν’ αποτελέση συν τω χρόνω το οικτρόν αυτό θρησκευτικόν και πολιτικόν όργιον, το οποίον λέγεται διά την ιστορίαν ολόκληρον «αντισημιτισμός».
Αλλ’ ιδού ότι, παρ’ όλον αυτό το ακατονόμαστον όργιον, η φυλή αύτη, μεταφέρουσα από περιπετείας εις περιπέτειαν και από κολάσεως εις κόλασιν, ως μόνον εγκόλπιον αυτής, τον πανάρχαιον θεσμόν της προγονικής λατρείας και τον θεσμόν της παναρχαίας αυτής κοινότητος και διαιτησίας, όχι μόνον κατώρθωσε να διατηρήση επί ολοκλήρους αιώνας την ιδιαιτέραν αυτής φυσιογνωμίαν, αλλά και να γίνη ο φορεύς μιας ουσιαστικής προόδου εις το διανοητικόν, ηθικόν και οικονομικόν επίπεδον ολοκλήρου της γης. Πιστεύομεν ότι θα ήτο περιττολογία δια τους γνωρίζοντας τα πράγματα, ν’ αναπτύξωμεν εδώ εν πλάτει, τι εις το διανοητικόν επίπεδον οφείλουν τα πανεπιστήμια όλου του κόσμου από της ιδρύσεώς των εις την εβραϊκήν διανοητικήν συνδρομήν, τι εις το ηθικόν επίπεδον η νεωτέρα ιστορική περίοδος οφείλει εις την βαθείαν δημοκρατικήν πνοήν των ιουδαϊκών κοινοτήτων, και εις τι επί τέλους ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι οφειλέτης απέναντι της εβραϊκής φυλής, δι’ όλας απολύτως τας οικονομικάς προόδους και την οικονομικήν συντήρησιν αυτού.
Ο σκοπός άλλωστε του συντόμου τούτου άρθρου, ως εξαρχής είπα, δεν είναι άλλος τις ή να δώσω προς τους Ελληνας φοιτητάς ιδίως, ως προς γνησίους φορείς των ιστορικών και πνευματικών ευθυνών της εποχής μας, ένα απλούν υπαινιγμόν ως προς την ανάγκην μιας ριζικής άρσεως πάσης παρεξηγήσεως εχούσης την αφορμήν αυτής είτε εις σύγχρονα είτε εις παλαιότερα αίτια, μετά μιας φυλής την οποίαν δικαιούνται να καλέσουν ουχί επί του επιπέδου των εξ ίσου εφημέρων όσον και βλαβερών φανατικών διαφορών, αλλ’ επί του επιπέδου μιας ανωτέρας ιστορικής συνεννοήσεως και συζητήσεως, εις οιονδήποτε σημείον προκαλούν εκ μέρους αμφοτέρων μίαν πιθανήν διάσχισιν κατευθύνσεων και γνωμών.
Οιαδήποτε άλλη λύσις διαφορών, εκτός αυτής της βασικής διανοητικής συνεννοήσεως μεταξύ των οπωσδήποτε ευρισκομένων κατά τας ημέρας μας εις ιστορικήν επαφήν λαών, θα ήτο ασφαλώς αναχρονιστική, εφήμερος και άγονος, είμεθα δε βέβαιοι ότι, μετά τας πρώτας ακαίρους εξάψεις, ο φοιτητικός κόσμος της Θεσσαλονίκης θα στραφή με βαθυτέραν και διαρκεστέραν την συνείδησιν των ευθυνών του, τόσον απέναντι της ιδίας του μεγάλης αποστολής και ιστορίας, όσον και της ιστορίας και της αποστολής ενός απείρως σεβαστού και μεγάλου λαού, ως ούτος υπήρξε και είναι ο λαός του Ισραήλ.
(«Ελεύθερον Βήμα», 6/7/1931)
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
Διαβάστε
▶ Μιχάλης Τρεμόπουλος, Τα τρία Ε (EEE) και ο εμπρησμός του Κάμπελ. Το πογκρόμ του 1931 στη Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη 2018, εκδ. Αντιγόνη). Πρώτη ολοκληρωμένη ανασύσταση του αντισημιτικού πογκρόμ του 1931 στη Θεσσαλονίκη, βασισμένη σε ενδελεχή μελέτη αρχειακών πηγών και του Τύπου των ημερών.
▶ Μαρία Βασιλικού, «Εθνοτικές αντιθέσεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου: Η περίπτωση του εμπρησμού του Κάμπελ» (περ. Ιστωρ, τχ. 7, 1994). Η πρώτη ειδική αναφορά της ελληνικής ιστοριογραφίας στο ζήτημα.
▶ Θεοδόσης Τσιρώνης, «Η οργάνωση Εθνική Ενωσις «Η Ελλάς» στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου (1927-1936)» (Επιστημονική Επετηρίδα του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου Θεσσαλονίκης, τ. 6, 2002). Ανατομία του μεσοπολεμικού της συμπρωτεύουσας, από έναν τοπικό ιστορικό με ειδίκευση στο αντικείμενο.
▶ Ανδρέας Αθανασιάδης, Στη σκιά του «βουλγαρισμού» (Θεσσαλονίκη 2017, εκδ. Επίκεντρο). Η μεσοπολεμική εθνικοφροσύνη της μακεδονικής ενδοχώρας, μέσα από την ειδική περίπτωση της Φλώρινας. Ειδικό κεφάλαιο για την επέκταση των 3Ε στην πόλη και τη γύρω περιοχή, εξαιρετικά αποκαλυπτική για τη διασύνδεση της φασιστικής οργάνωσης με το βαθύ κράτος αλλά και την ντόπια «πατριωτική» διανόηση.
Via : www.efsyn.gr