Γιώργος Βοϊκλής,

Προσωπική μαρτυρία

Από το βράδυ της 15 Ιουλίου, που εκδηλώθηκε το βασιλικό πραξικόπημα με το οποίο ανατράπηκε η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με την  «αποστασία»  βουλευτών της  Ένωσης Κέντρου, συμμετείχαμε στις καθημερινές διαδηλώσεις που γίνονταν στο κέντρο της Αθήνας.

sotiris0002

Σ. Πέτρουλας. Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Το βράδυ της 20ης Ιουλίου, μετά τη διαδήλωση καθίσαμε με το Σωτήρη και δυο-τρείς ακόμη φίλους, σε ένα υπόγειο ταβερνάκι στον Κολωνό, πίσω απ’ το Σταθμό Λαρίσης, δίπλα στις γραμμές του τραίνου. Εκεί ο Σωτήρης μας είπε πως έχει εντοπίσει ότι ασφαλίτες με πολιτικά είναι συνεχώς γύρω του στις διαδηλώσεις και μόλις αρχίσουν τα επεισόδια τον απομονώνουν και τον ξυλοκοπούν με τα γκλοπ που ΄χουν κρυμμένα κάτω απ’ τα σακάκια τους. Μας έδειξε μάλιστα τα καρούμπαλα στο κεφάλι και τις μελανιές στην πλάτη και τα χέρια του απ’ τα χτυπήματά τους. Μας είπε ακόμη ότι κάποια στιγμή τον πλησίασε συνωμοτικά ο Καραπαναγιώτης, του «Σπουδαστικού» της Ασφάλειας, και του είπε:

-Σωτήρη πρόσεχε, θα σε φάνε.

Ο ίδιος τα ‘λεγε όλα αυτά γελώντας, εμείς όμως ανησυχήσαμε κι αποφασίσαμε να είμαστε συνέχεια κοντά του.

Στις 21 Ιουλίου του 1965, ήταν η πρώτη φορά, από τις 15 του μήνα, που η αστυνομία σταμάτησε τη διαδήλωση στη διασταύρωση της Σταδίου με τη Χρήστου Λαδά και την Εδουάρδου Λω. Μέχρι τότε πηγαίναμε μέχρι την πλατεία Συντάγματος και μετά άρχιζε ο «ανταρτοπόλεμος».

Ήμασταν «αλυσίδα» στις πρώτες γραμμές, στήθος με στήθος με τους αστυφύλακες. Πίσω τους, ήταν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο της Αστυνομίας με εκτοξευτήρα δακρυγόνων.

sotiris0005

Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Ο Σωτήρης κρατούσε ένα πανό μαζί με τον συμφοιτητή του στην ΑΣΟΕΕ Σπύρο Βεντουράτο. Λίγο πριν γίνει η επίθεση είπε στο Σπύρο:

Πάμε λίγο πίσω να σκίσουμε το πανό. Όπως βλέπω, θα μας χρειαστούν τα καδρονάκια…

Έκαναν μερικά βήματα πίσω και βρέθηκαν στο κενό που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στις πρώτες γραμμές των διαδηλωτών και το κυρίως σώμα της διαδήλωσης, που είχε αρχίσει να υποχωρεί προς την πλατεία Κλαυθμώνος.

Εκείνη τη στιγμή ξέσπασε η επίθεση της Αστυνομίας. Τα δακρυγόνα έπεσαν εκεί, στο κενό που είχε δημιουργηθεί.

Καθώς υποχωρούσα, σκόνταψα σε έναν πεσμένο διαδηλωτή και έπεσα στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στο περίπτερο και την είσοδο του κινηματογράφου «Έσπερος». Από πάνω μου έπεσα κι άλλοι. Έχασα τις αισθήσεις μου.

Όταν συνήλθα, ήμουνα ξαπλωμένος στο γρασίδι του κτιρίου της Ακαδημίας, στην οδό Πανεπιστημίου, μπροστά στο άγαλμα του Σωκράτη. Όπως έμαθα αργότερα, με μετέφερε εκεί, κουβαλώντας με στην πλάτη του, ένας σύντροφος από τη Νέα Ιωνία, ο Κώστας Καραμπίνης.

Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Σ. Πέτρουλας. Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Πήγα στο σημείο που είχαμε ορίσει ως «ραντεβού ασφαλείας» με το Σωτήρη και άλλους συντρόφους. Έλειπε μόνο ο Σωτήρης. Κάποιος είπε ότι άκουσε πως σκοτώθηκε ένας φοιτητής. Ξέροντας αυτά που είχαν προηγηθεί τα προηγούμενα βράδια, φοβηθήκαμε ότι είναι ο Σωτήρης.

Ξεκινήσαμε για το σημείο που τον είδαμε για τελευταία φορά.

Το κατάστρωμα του δρόμου και τα πεζοδρόμια ήταν σπαρμένα με παπούτσια.

Ρωτήσαμε τον περιπτερά αν είδε να μεταφέρουν κάποιον τραυματία. Μας είπε ότι είδε τους αστυφύλακες να βάζουν σε μία κλούβα ένα εικοσάχρονο, ψηλό παλικάρι, που ήταν πεσμένο στη μέση του δρόμου, χτυπημένο στο κεφάλι από κουτί δακρυγόνου. Τον ρωτήσαμε αν ήταν σοβαρά τραυματισμένος. Μας απάντησε πως είχε ένα τραύμα ψηλά δεξιά στο μέτωπο, αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν ζωντανός. Μας είπε ακόμη ότι στο σημείο που ήταν πεσμένος έμεινε ένα πράσινο πλαστικό ντοσιέ κι όταν έφυγαν οι αστυφύλακες πήγε και το πήρε.

Αυτό ήταν για μας η επιβεβαίωση πως ήταν ο Σωτήρης. Κουβαλούσε πάντα ένα  πράσινο ντοσιέ με τις σημειώσεις του.

Όταν του ζητήσαμε να μας το δείξει, μας είπε ότι το έδωσε σε ένα πελάτη του, δημοσιογράφο της Αυγής, που πέρασε από κει μετά από λίγο.

Σ. Πέτρουλας. Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Σ. Πέτρουλας. Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Ανεβήκαμε αμέσως στα γραφεία της Αυγής, που ήταν ένα τετράγωνο πιο πάνω, απέναντι απ’ το άγαλμα του Κολοκοτρώνη.

Η «ομάδα επιφυλακής» της εφημερίδας, είχε δει τα επεισόδια από το μπαλκόνι. Είδαν που έβαζαν ένα τραυματία στην κλούβα και τον περιπτερά που πήρε το ντοσιέ. Ένας από αυτούς κατέβηκε και το πήρε. Μας το έδωσαν. Ήταν το ντοσιέ του Σωτήρη.

Σε λίγο, κι ενώ αναζητούσαμε κάποιο βουλευτή ή κάποιο δικηγόρο του κόμματος για να πάει στην Αστυνομία να μάθει ποιοι έχουν συλληφθεί και που βρίσκονται οι τραυματίες, έφτασε η πληροφορία ότι ένας νεκρός διαδηλωτής βρίσκεται στο Νεκροτομείο.

Ξεκινήσαμε αμέσως, με το αυτοκίνητο της Αυγής,  για την οδό Μασσαλίας.

Εκεί βρήκαμε το Σπύρο Λυκούδη και τη Ντούνια Κουσίδου. Μόλις είχαν μάθει, από τον φύλακα του νεκροτομείου, ότι τη σορό του νεκρού διαδηλωτή την έχουν στείλει στο Τρίτο Νεκροταφείο. Φύγαμε αμέσως για εκεί.

Έξω απ’ την κλειδωμένη πόρτα του νεκροθαλάμου, απέναντι απ’ την πύλη του Νεκροταφείου, φυλούσε σκοπιά ένας χωροφύλακας. Είχε εντολή να μην ανοίξει σε κανέναν.

Από την κλειδαρότρυπα είδαμε το πτώμα πάνω σε έναν πάγκο. Αν και ήταν σκεπασμένο με ένα σεντόνι, καταλάβαμε πως είναι ο Σωτήρης.

Στείλαμε τον οδηγό να ειδοποιήσει το κόμμα και την οικογένειά του και οι υπόλοιποι μείναμε εκεί.

Κάναμε ένα γύρω στο κτίριο του νεκροθαλάμου. Ήταν «τυφλό», χωρίς άλλη πόρτα και χωρίς παράθυρα.

Κάναμε μια βόλτα στους διαδρόμους του νεκροταφείου και είδαμε δύο νεκροθάφτες να ανοίγουν ένα τάφο, με φρουρά δύο χωροφύλακες. Καταλάβαμε ότι ετοιμάζονται να τον θάψουν.

Μαζευτήκαμε μπροστά στην πόρτα του νεκροθαλάμου, αποφασισμένοι να μην αφήσουμε να τον πάρουν.

Σε λίγο έφτασε στην πύλη του νεκροταφείου μια κλούβα της Χωροφυλακής και κατέβηκαν καμιά εικοσαριά οπλισμένοι Χωροφύλακες, με επικεφαλής έναν αξιωματικό. Παρατάχθηκαν μπροστά μας, σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων και έστησαν απέναντί μας ένα πολυβόλο, πάνω στον τρίποδά του. Στο πλάι του κρέμονταν η δεσμίδα με τις σφαίρες.

Κανένας μας δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του.

Ευτυχώς, πριν κάνουν καμία κίνηση, κατέφθασαν τέσσερα – πέντε αυτοκίνητα με δικούς μας, που προστέθηκαν στην ομάδα μας, μπροστά στην πόρτα του νεκροθαλάμου. Ανάμεσά τους ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Λεωνίδας Κύρκος.

Πλησίασαν τον αξιωματικό της Χωροφυλακής, μαζί με δύο-τρεις άλλους, κι άρχισαν μαζί του μια έντονη κουβέντα. Από μακριά ακούσαμε  το Μίκη να του λεει για τον «άγραφο νόμο της Αντιγόνης».

Μετά από λίγο ήρθαν και μας ενημέρωσαν. Το απόσπασμα της Χωροφυλακής είχε εντολή να θάψει το νεκρό διαδηλωτή πριν το ξημέρωμα και μόνο ο υπουργός Δημόσιας Τάξης μπορούσε να την ανακαλέσει.

Ο Λεωνίδας έφυγε να βρει τον υπουργό κι εμείς παραμέναμε συσπειρωμένοι έξω απ’ την πόρτα του νεκροθαλάμου, μαζί με τον Μίκη, αποφασισμένοι για όλα. Δεν θα τον έπαιρναν παρά μόνο περνώντας πάνω απ’ τα πτώματά μας.

Στο μεταξύ είχε αρχίσει να ξημερώνει.

Όσο περνούσε η ώρα κατέφθαναν κι άλλοι δικοί μας. Είχαμε γίνει πλέον εκατοντάδες.

Σε λιγότερο από δύο ώρες επέστρεψε ο Λεωνίδας, μαζί με τον αδερφό του Σωτήρη. Κρατούσε στο χέρι την έγγραφη εντολή του υπουργού να παραδοθεί ο νεκρός στην οικογένειά του.

Τότε μας άνοιξαν το νεκροθάλαμο και τον είδαμε.

Το τραύμα στο μέτωπό του ήταν επιφανειακό. Στο λαιμό και τον τράχηλό του, όμως, γύρω – γύρο, δεν υπήρχε ίχνος επιδερμίδας. Ήταν χαραγμένη, χιλιοστό – χιλιοστό, απ’ το νυστέρι του νεκροτόμου.

sotiris0006

Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Η επίσημη νεκροψία έλεγε ότι ο θάνατος οφείλονταν σε ασφυξία, λόγω της εισπνοής δακρυγόνου. Η αλήθεια είναι ότι ο Καψάσκης, που έκανε τη νεκροψία, προσπάθησε να εξαφανίσει τα ίχνη του στραγγαλισμού, που ήταν η πραγματική αιτία του θανάτου του. Γιατί ο Σωτήρης είχε δολοφονηθεί μέσα στην κλούβα, ή στα υπόγεια της Ασφάλειας που είχε μεταφερθεί. Και είχε δολοφονηθεί γιατί δεν ήταν ένας απλός διαδηλωτής που χτυπήθηκε τυχαία στη διαδήλωση, αλλά μια ηγετική προσωπικότητα του φοιτητικού κινήματος και της Αριστεράς, που αποτελούσε απειλή για την αντίδραση. Η δολοφονία του είχε επίσης έναν συμβολισμό εκφοβισμού για την οργανωμένη νεολαία εκείνης της εποχής, που τον γνώριζε, όπως δύο χρόνια πριν η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.

(Δυστυχώς, κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει λόγο στη Δικαιοσύνη γι’ αυτή την εν ψυχρώ δολοφονία ενός κρατούμενου τραυματία).

Κάποιος έφερε από ένα Γραφείο Κηδειών ένα πρόχειρο φέρετρο και, με μία νεκροφόρα, ξεκινήσαμε, ακολουθώντας σε πομπή καμιά δεκαριά αυτοκίνητα,  για το σπίτι του, το ταπεινό σπιτάκι των τριών δωματίων, μέσα στα περβόλια της Κολοκυνθούς, πίσω απ’ το Καπνεργοστάσιο, που είχα επισκεφθεί για μια μοναδική φορά πριν από δύο περίπου μήνες.

Τον αφήσαμε στις Μανιάτισσες μοιρολογίστρες και στη γειτονιά, που είχε συγκεντρωθεί και τον περίμενε.

Πήγα μέχρι το σπίτι να πλυθώ και ν’ αλλάξω, κι επέστρεψα πριν το μεσημέρι.

Το απόγευμα είχαμε σύσκεψη στα κεντρικά γραφεία της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη για να οργανώσουμε την κηδεία του, που αποφασίστηκε να γίνει την άλλη μέρα.

Στο τέλος της σύσκεψης ο Μίκης μας είπε:

-Ακούστε τον «Ύμνο του Σωτήρη», που έγραψα όσο εσείς κουβεντιάζατε.

Κι άρχισε να μας τραγουδάει:

      «Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα 

       Αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά

       Σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά.

      

      Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε

       Τα γαλάζια μάτια σου μας καλούνε».»

 

Όλη τη νύχτα ξαγρυπνήσαμε, εκατοντάδες άνθρωποι, στην αυλή του σπιτιού του. Κάθε μία ώρα εναλλασσόμασταν, έξι – έξι, φρουρά στο φέρετρό του.

Στις εικοσιτέσσερις περίπου ώρες που έμεινε στο σπίτι του, προσκύνησαν τη σορό του χιλιάδες άνθρωποι.

Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Το πρωί τοποθετήσαμε το φέρετρό του σε μία νεκροφόρα και τη συνοδέψαμε, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, μέχρι τη Μητρόπολη, φωνάζοντας συνθήματα και τραγουδώντας τραγούδια απ’ τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, το Γελαστό παιδί και τον Ύμνο του.

Μόλις βγήκε το φέρετρό του, στα σκαλιά της Μητρόπολης, έξι σύντροφοί του, αντικαταστήσαμε τα «κοράκια» και πήραμε το φέρετρό του στους ώμους μας.

Προηγούνταν η ελληνική σημαία, που κρατούσαν τέσσερις φοιτητές, σύντροφοί του, ακολουθούσε η κοπέλα του, η Κική, με άσπρο πουκάμισο και ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι. Πίσω απ’ το φέρετρο, οι τραγικές φιγούρες της μάνας, του πατέρα, της αδερφής και των δύο αδερφών του, στους ώμους των διαδηλωτών, έστελναν τις κατάρες τους στους δολοφόνους. Και πιο πίσω να ρέει το ανθρώπινο ποτάμι. Πεντακόσιες χιλιάδες λαός. Η μεγαλύτερη διαδήλωση μετά την κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη, δύο χρόνια πριν.

Σήκωσα το φέρετρό του σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής από τη Μητρόπολη μέχρι πάνω απ’ τον τάφο. Το μόνο που σκεφτόμουνα καθώς έβλεπα δίπλα μου το κέρινο πρόσωπό του ανάμεσα στα λουλούδια, ενώ με παρέσυρε το ανθρώπινο ποτάμι, ήταν ότι θα ήταν καλύτερα να είμαι εγώ στη θέση του κι αυτός στη δική μου. Γιατί είχε να προσφέρει περισσότερα από μένα στους αγώνες του λαού μας.

Μόλις ακουμπήσαμε το φέρετρό του δίπλα στον τάφο, έπεσα λιπόθυμος πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.

Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή

Την ώρα της κηδείας έξω από τη μητρόπολη. Σε πρώτο πλάνο η Κική, η κοπέλα του Σωτήρη. Πίσω της Αριστερά ο Μάκης Παπούλιας. Στο κέντρο, δεξιά της φωτογραφίας του Σωτήρη ο Γιώργος Βοϊκλής και πίσω του, λίγο δεξιότερα, ο Μίκης Θεοδωράκης. Δεξιά σε πρώτο πλάνο ο Σπύρος Βεντουράτος. Φωτογραφία από το αρχείο του Γ. Βοϊκλή