του Γιώργου Τσιάκαλου
Γεννήθηκα στο Σουφλί και πέρασα την παιδική μου ηλικία στην Αλεξανδρούπολη. Από πολύ μικρός έμαθα, όπως όλα τα παιδιά, να ξεχωρίζω από το ντύσιμό τους «Τούρκους» και «Κατσίβελους». Ακόμη και γι’ αυτούς που δεν κυκλοφορούσαν στην πόλη μας και γι’ αυτό δεν τους είχα δει ποτέ, τους «Πομάκους», γνώριζα κάποια πράγματα: ότι οι άλλοι -οι αρχές- τους έλεγαν «Βούλγαρους», και γι’ αυτό δεν μπορούσαν εύκολα να φεύγουν από τα χωριά τους και να πηγαίνουν όπου θέλουν, έπρεπε να τους το επιτρέψει ο χωροφύλακας. Με τους «Πομάκους» ένιωθα ότι είμαστε πιο κοντά, γιατί κι εμάς -τους θείους μου που είχαν βγει στο βουνό και δεν ξέραμε ακόμη ότι είχαν σκοτωθεί, τον πατέρα μου που μόλις είχε γυρίσει από τη Μακρόνησο, κι όλους τους «δικούς μας»- μας φώναζαν «Βούλγαρους», κι ας μνημονεύαμε στην εκκλησία, την ημέρα των ψυχών, γενιές και γενιές με ελληνικά ονόματα αρχίζοντας με το «Άγγελος και Χρυσή και των τέκνων». Τους είχα, λοιπόν, τους «Πομάκους» για κομμουνιστές, σαν κι εμάς, αφού κι αυτούς τους έλεγαν Βούλγαρους. Πού να ήξερα τότε ότι αυτούς τους θεωρούσαν Βούλγαρους και γι’ αυτό φοβούνταν ότι θα πάνε με τους κομμουνιστές, ενώ εμάς μας θεωρούσαν κομμουνιστές και γι’ αυτό φοβούνταν ότι θα πάμε με τους Βούλγαρους.
Ζούσαμε σε απόλυτη φτώχεια, με τον πατέρα μου να δουλεύει μόνον όταν υπήρχε εργοδότης που είχε τις κομματικές διασυνδέσεις και τη δύναμη ν’ αψηφήσει τις υποδείξεις του οικογενειακού μας ασφαλίτη που ζητούσε πάντα να τον απολύουν. Όμως δεν αισθάνθηκα ποτέ απόλυτα φτωχός, καθώς υπήρχαν τόσοι άλλοι που χτυπούσαν την πόρτα μας για ένα κομμάτι ψωμί. Οι Τούρκοι το έκαναν, αλλά σπάνια. Οι Κατσίβελοι, καθημερινά. Οι «Ρομά», όπως ξέρω σήμερα να ονομάζω τους «Κατσίβελους», δεν ήταν νομάδες, έμεναν στα κατσιβέλικα κι αγωνίζονταν κι αυτοί να βρουν και να κάνουν ένα μεροκάματο. Δύσκολο όμως, πιο δύσκολο απ’ ό,τι για τον πατέρα μου. Θυμάμαι, πάντως, μερικές φορές να δουλεύουν δίπλα-δίπλα στην ίδια δουλειά, να σκάβουν χαντάκια και να τρώνε μαζί, κουβεντιάζοντας, το μεσημεριανό τους φαγητό. Υπήρχε μια κατανομή στα επαγγέλματα. Παϊτόνια -τα λαντό, που λένε οι πρωτευουσιάνοι, δηλαδή επιβατικές άμαξες που τις έσερναν δυο άλογα- είχαν οι Έλληνες και οι Τούρκοι, με πιο όμορφο απ’ όλα εκείνο του Τούρκου Σαμπρή, που όλοι θεωρούσαμε ότι «πρέπει να είναι πολύ πλούσιος» αφού ήταν τόσο ευτραφής.
Σε ένα επάγγελμα είχαν «μονοπώλιο» οι «Κατσίβελοι»: στην εκκένωση των βόθρων. Τότε δεν υπήρχε καθόλου αποχέτευση, και το επάγγελμα τάιζε πολλές οικογένειες. Μια μέρα στη γειτονιά μας, στην οδό Υψηλάντου, ένα κατσιβελάκι περίπου πέντε χρόνων, που βοηθούσε τον πατέρα του, γλίστρησε, έπεσε στο βόθρο και κινδύνεψε να πνιγεί. Μόλις και πρόλαβε ο πατέρας του να το βγάλει ζωντανό. Θυμάμαι τη σκηνή σαν να ήταν τώρα: ο πατέρας προσπαθούσε να το σκουπίσει με τα βρόμικα χέρια του κι έκλαιγε γοερά, με τα δάκρυα να τρέχουν στο βρόμικο πρόσωπό του -περίεργο θέαμα για μας, «κοτζάμ άνδρας»! Το παιδί έτρεμε, στεκόταν ακίνητο και δε μιλούσε. Έτρεξαν οι γυναίκες από τα γειτονικά σπίτια, το έπλυναν, το φίλεψαν και παρηγορούσαν τον πατέρα «έλα, εντάξει, πέρασε». Συναντούσα συχνά τα επόμενα χρόνια το παιδί να βοηθάει τον πατέρα του κι αναρωτιόμουν «πώς δεν τη φοβόταν τη δουλειά μετά από εκείνο το επεισόδιο»! Δε μιλήσαμε ποτέ, γιατί αυτά δεν έρχονταν στο σχολείο, και μόνο στο σχολείο μπορούσαμε τότε να γνωρίσουμε φίλους έξω από τη γειτονιά.
Στον Τομέα Μειονοτικής Εκπαίδευσης, που ιδρύθηκε πριν από τρία χρόνια στο Παιδαγωγικό μας Τμήμα για να αναβαθμίσει την εκπαίδευση της μειονότητας (τομέας, μισητός για την Ακροδεξιά, υπονομευμένος από την κυβέρνηση και ξεχασμένος από την αντιπολίτευση), χαίρομαι τη δουλειά με τα παιδιά των «Τούρκων» και των «Πομάκων», όπως τους έλεγαν στα παιδικά μου χρόνια. Το όνειρό μου ήταν να έβλεπα ανάμεσά τους κι ένα εγγόνι εκείνου του παιδιού της μειονότητας που κόντεψε να πνιγεί στις ακαθαρσίες της πλειονότητας. Μέχρι σήμερα δεν εμφανίστηκε κανένα.
Δημοσιεύτηκε: Κυριακή, 27 Απριλίου 2014 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΑΚΑΛΟΣ γεννήθηκε το 1946 στο Σουφλί Έβρου και μεγάλωσε στην Αλεξανδρούπολη και στη Θεσσαλονίκη. Το 1964 μετανάστευσε στη Γερμανία. Σπούδασε Βιολογία, Γεωλογία/Παλαιοντολογία, Δημογραφία, Παιδαγωγική, Κοινωνιολογία και Πολιτικές Επιστήμες στο Αμβούργο, στο Κίελο και στο Ντόρτμουντ. Διδάκτορας των Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κιέλου και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης, δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Ζίγκεν, του Όλντεμπουργκ και της Βρέμης, και στην Ανώτατη Παιδαγωγική Σχολή της Ρηνανίας. Από το 1984 είναι καθηγητής της Παιδαγωγικής Σχολής στο ΑΠΘ, της οποίας έχει εκλεγεί τρεις φορές Κοσμήτορας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 60 δραστηριοποιήθηκε στην Αριστερά: υπήρξε στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη, της ΕΔΑ και του φοιτητικού κινήματος στην προδικτατορική περίοδο, μέλος της εκπροσώπησης του ΠΑΜ στο εξωτερικό (1967-74), στέλεχος του ΚΚΕ Εσωτερικού και του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, πρόεδρος του Ιδρύματος Νίκος Πουλαντζάς (1997-2005). Έγραψε πολλά επιστημονικά άρθρα και βιβλία, στα ελληνικά και στα γερμανικά. Πολλές ήταν και οι παρεμβάσεις του με άρθρα και σχόλια στα ΜΜΕ. Οι έρευνές του καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων (βιολογία της συμπεριφοράς, πτυχές της ζωής των μεταναστών, ρατσισμός, κριτική θεώρηση της εκπαίδευσης, κοινωνικά και εκπαιδευτικά δικαιώματα των μειονοτήτων κ.ά.). Στο επίκεντρο των ενασχολήσεων και των κειμένων του βρίσκεται σχεδόν πάντοτε η αναζήτηση των όρων και των προϋποθέσεων της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μια αναζήτηση για την οποία επιμένει πως, πέρα από παιδαγωγική πρόταση, είναι το κεντρικό πολιτικό στοίχημα, το μεγάλο διακύβευμα του καιρού μας.