του Σταύρου Καπάκου
Ο Ρούσβελτ συνήθιζε να απαντά στους επικριτές του, που εξέφραζαν αμφιβολίες για το κατά πόσο η πολιτική του μπορεί να οδηγήσει τις ΗΠΑ στην έξοδο από την οικονομική κατάρρευση, με τη φράση: «Το μόνο που έχουμε να φοβηθούμε είναι ο ίδιος ο φόβος». Ο Ρούσβελτ δεν ήταν αριστερός, η πρότασή του, όμως, ήταν προοδευτική για τα δεδομένα των ΗΠΑ την ανήσυχη εποχή της «μεγάλης ύφεσης» τη δεκαετία του ’30. Η φράση του αυτή, με την οποία προέτρεπε τους συνεργάτες του και τους Αμερικανούς να αποτινάξουν τα δεσμά του φόβου και να στηρίξουν την κεϋνσιανή παρεμβατική πολιτική του για την έξοδο από τη βαθιά κρίση, με τα δεκατρία εκατομμύρια άνεργους και την οικονομική δραστηριότητα σε τέλμα, έμεινε παροιμιώδης. Και δεν χρειάστηκε να περάσει ούτε ένα εξάμηνο από την ημέρα που ανέλαβε την προεδρία, ημέρα που οι αμερικανικές τράπεζες παρέμειναν κλειστές σε ένδειξη σφοδρής αντίθεσης στην πολιτική του, για να πάρει μπροστά η αμερικανική οικονομία και να αλλάξουν τα πράγμα.
Η πολιτική ιστορία απέδωσε με τον όρο «χουβεριανισμός» την πολιτική των αντιπάλων του από το όνομα του 31ου προέδρου τον οποίο διαδέχθηκε. Αν και ο όρος αυτός, με το υποτιμητικό και απαξιωτικό περιεχόμενο, αδικεί, πιθανόν, τον Χούβερ, καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί η Ιστορία τους φοβισμένους και αναποφάσιστους ηγέτες. Ο ηγέτης οφείλει να χαράσσει δρόμους χωρίς να φοβάται το κόστος της στιγμής.
Γιατί θυμήθηκα τη φράση του Ρούσβελτ για τον φόβο; Επειδή εκτιμώ ότι ο φόβος παρέλυσε την πολιτική σκέψη της ΔΗΜ.ΑΡ. και την εγκλώβισε στη μνημονιακή συγκυβέρνηση υπό τον Σαμαρά. Η ΔΗΜ.ΑΡ. διολίσθησε σε έναν άγονο πολιτικό δρόμο επειδή φοβήθηκε πως ο ΣΥΡΙΖΑ, με την πολιτική του, θα βγάλει τη χώρα από την Ε.Ε. Ακόμη και σήμερα αυτή είναι η επωδός αρκετών προβεβλημένων στελεχών της τα οποία προέρχονται από τη «δεξιά» τάση της Ανανεωτικής Αριστεράς. Δεν μπορούν να κατανοήσουν το αυτονόητο, ότι δηλαδή μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα κατέρρεε την ίδια ώρα που θα έπαιρνε την ευθύνη να βγάλει τη χώρα από την ευρωπαϊκή της τροχιά.
Χωρίς ίχνος ειρωνικής διάθεσης, υποθέτω ότι αν τα στελέχη αυτά βρίσκονταν μπροστά σε ένα ιστορικό δίλημμα του τύπου: «Ρούσβελτ ή Χούβερ», πιθανόν θα επέλεγαν τον δεύτερο. Βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι Ρούσβελτ, ούτε ο Σαμαράς Χούβερ, οι αναλογίες, όμως, είναι εμφανείς και με την πάροδο του χρόνου γίνονται εμφανέστερες.
Ορισμένα στελέχη της Ανανεωτικής Αριστεράς φοβούνται να τολμήσουν τομές είτε επειδή διολισθαίνουν σε μια «εθνική» γραμμή, την οποία στηρίζουν σε μια υπερμεγέθυνση της «υστέρησης» του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, είτε επειδή δεν έχουν αίσθηση της ιστορικής περιόδου την οποία διανύει η χώρα και η Ευρώπη από την αρχή της κρίσης, μια έκφραση της οποίας είναι η «ελληνική περίπτωση».
Ένα μέρος της ευθύνης ανήκει στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, που, λόγω αναμενόμενων εσωτερικών αντιφάσεων, δεν μπορεί να ηγεμονεύσει και να περάσει την πολιτική του στρατηγική, τις θέσεις και τις επιδιώξεις του μεταξύ άλλων και σε ορισμένα στελέχη τα οποία υπήρξαν μέλη του. Όμως επιμένω, χωρίς διάθεση υποβάθμισης του ρόλου των στελεχών αυτών, ότι είναι απορίας άξιον το ότι αναζητούν και πάλι νέες άγονες πολιτικές ατραπούς στην κατεύθυνση της Κεντροαριστεράς και μάλιστα αυτής η οποία επιμένει στη στρατηγική «αμυντική»συμφωνία με την ελληνική και την ευρωπαϊκή Δεξιά.
Η «δεξιά» τάση της ΔΗΜ.ΑΡ. διαβάζει λάθος τις εξελίξεις, κάνει τις επιλογές της με λάθος προτεραιότητες, που την εγκλωβίζουν στην αστική στρατηγική και την απομακρύνουν περισσότερο από τον αριστερό – προοδευτικό πόλο εξουσίας. Εκτός Αριστεράς μπορεί να γλιτώνει κάποιος δύσκολες εσωτερικές αντιφάσεις, κινδυνεύει όμως περισσότερο να βρεθεί αντιμέτωπος με τη χλεύη της Ιστορίας.
Παραφράζοντας τον Ρούσβελτ, μέχρι τώρα γνωρίζαμε ότι το χωρίς όρια ατομικό (πολιτικό) συμφέρον είναι κακή ηθική, τώρα γνωρίζουμε πως είναι και λάθος πολιτική…
Via : www.avgi.gr