του Στάθη Λουκά
Πριν από εξήντα χρόνια (21 Αυγούστου 1964) πέθανε (στη Γιάλτα) ο Παλμίρο Τολιάτι. Σπάνια το παρελθόν μπορεί να υπαγορεύσει ή να υποδείξει λύσεις για τα προβλήματα του παρόντος. Διηγείται όμως ιστορίες και πρόσωπα που είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε. Και μια τέτοια ιστορία είναι αυτή που έχει σχέση με το πρόσωπο του Παλμίρο Τολιάτι, ιδρυτικού μέλους του ΙΚΚ και γενικού του γραμματέα, μετά τον Γκράμσι. Ένα μέρος του πολιτικού και αξιακού μας φορτίου -που σχετίζεται με την εμπειρία του Δημοκρατικού Δρόμου- σ’ αυτόν οφείλεται.
Ο Παλμίρο Τολιάτι προσπάθησε να οικοδομήσει ένα κόμμα που δεν κάνει μόνον αγκιτάτσια και προπαγάνδα, αλλά προσπαθεί να οικοδομήσει πολιτική ξεκινώντας από «το εργοστάσιο και τα προβλήματα του Δήμου». Δηλαδή ένα κόμμα που αντλούσε την πολιτική του δύναμη γιατί ρίζωνε στις αντιθέσεις του ιταλικού καπιταλισμού, στην ιστορία της Ιταλίας και έβαζε υπό αμφισβήτηση την εξουσία, από τη σκοπιά της ηγεμονίας, των διευθυνουσών και ιθυνουσών τάξεων. Ένα κόμμα νέο και διαφορετικό σε σχέση με τους επαναστατικούς κομματικούς οργανισμούς που έφεραν τη σφραγίδα του λενινιστικού κόμματος
Ο Παλμίρο Τολιάτι είναι ο πολιτικός «οικοδόμος» του Δημοκρατικού Δρόμου για τον σοσιαλισμό, μια και ο ίδιος αναγνωρίζει στον Αντόνιο Γκράμσι τη γενεσιουργό επεξεργασία αυτού του Δρόμου, καθώς και του «μέσου για την οικοδόμησή του, δηλαδή του πολιτικού κόμματος. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος κάνει μια βασανιστική δουλειά για να τα διατηρήσει, να τα περισώσει από έναν σταλινικό ενταφιασμό και να φθάσει στην «ολοκληρωτική» δημοσίευση των «χειρογράφων τετραδίων» του Α. Γκράμσι, τα οποία θεωρούσε από τις πιο σημαντικές μαρξιστικές εργασίες και θεωρήσεις του 1900.
Χωρίς άλλο, επανειλημμένα θα έχουμε ακούσει από ηγέτες διαφόρων εκφράσεων της Αριστεράς -και όχι μόνο- τη φράση (ιδίως το πρώτο μέρος): «Ερχόμαστε από μακριά και μακριά, πολύ μακριά πηγαίνουμε, χωρίς αμφιβολία. Ο στόχος μας είναι η δημιουργία στη χώρα μας μιας κοινωνίας ελεύθερων και ίσων, στην οποία να μην υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» (Ρώμη, 1944).
Μα, για να επιτύχει το μακρινό του ταξίδι, προσπάθησε να οικοδομήσει ένα μέσο που θα του επέτρεπε να χαράξει τον δρόμο και να τον ακολουθήσει, και που δεν ήταν άλλο από ένα κόμμα. Το νέο κόμμα, που δεν κάνει μόνον αγκιτάτσια και προπαγάνδα, αλλά προσπαθεί να οικοδομήσει πολιτική (λύση των προβλημάτων «της πόλεως»), ξεκινώντας από «το εργοστάσιο και τα προβλήματα του Δήμου» (1944). Δηλαδή, ένα κόμμα που αντλούσε την πολιτική του δύναμη γιατί ρίζωνε στις αντιθέσεις του ιταλικού καπιταλισμού, στην ιστορία της Ιταλίας, και έβαζε υπό αμφισβήτηση την εξουσία, από τη σκοπιά της ηγεμονίας, των διευθυνουσών και ιθυνουσών τάξεων. Ένα κόμμα νέο και διαφορετικό σε σχέση με τους επαναστατικούς κομματικούς οργανισμούς που έφερναν τη σφραγίδα του λενινιστικού κόμματος.
Μια ηγεμονία που δεν ήταν μόνον πολιτισμική, αλλά γινόταν πραγματικότητα με ένα κόμμα του λαού, που ρίζωνε βαθιά στις πτυχές των αντιθέσεων του ιταλικού καπιταλισμού και κατά συνέπεια στην κοινωνία. Με τέτοιο τρόπο, που από τη μια μεριά άλλαζε τις σχέσεις μεταξύ διευθυνόντων και διευθυνομένων, ενώ από την άλλη συνέβαλλε στην ανάπτυξη των «οχυρών» της Δημοκρατίας που να τείνει «να ξεπεράσει το σινικό τοίχος με τον σοσιαλισμό».
Από τότε προστέθηκαν πληθώρα αντιθέσεων και προβλημάτων για την οικοδόμηση πολιτικής. Απαραίτητο, όμως, στοιχείο της πολιτικής «θεώρησης του πολέμου θέσεων» στη σκέψη του Τολιάτι και στην εμπειρία του Δημοκρατικού Δρόμου ήταν -και είναι ακόμη- η πίεση από τα κάτω, από τη μεριά των υποδεέστερων τάξεων, στην κατεύθυνση της κατάκτησης και σταθεροποίησης καινούργιων δομών, χώρων δημοκρατίας και κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς και διαφύλαξής τους. Μια κινητοποίηση και πίεση που ήταν συνέπεια της «συγκεκριμένης ανάλυσης» των κοινωνικών δομών, των διαφόρων κοινωνικών διαρθρώσεων και ενός συγκεκριμένου πολιτικού προοδευτικού σχεδίου. Πράγμα που έπρεπε να συνοδεύεται από μια αυστηρή ανάλυση του συσχετισμού δύναμης, λογική συνέπεια της ταξικής διαπάλης.
Όμως, όπως τονίζει και ο Τρόντι, «ο Τολιάτι ήταν γκραμσιανός, που όμως δεν παύει ούτε μια στιγμή να είναι τολιατιάνος», δηλαδή να διακατέχεται από ρεαλισμό, να εκτιμά με αυστηρότητα τους συσχετισμούς δύναμης, όχι για να κρυσταλλοποιήσει την κατάσταση, αλλά για να την αλλάξει προς όφελος μιας πλατιάς συμμαχίας που επιδιώκει μια προοδευτική διέξοδο, στην κατεύθυνση της πορείας του Δημοκρατικού Δρόμου.
Η Δημοκρατική Αριστερά στο ξεκίνημά της παρουσιάστηκε ως μια πολιτική προσπάθεια να συγκεράσει οργανικά τρεις πολιτικές ιστορικές εμπειρίες: τον Δημοκρατικό Δρόμο για τον σοσιαλισμό, την (αριστερή) σοσιαλδημοκρατική εμπειρία και τις προοδευτικές εκφράσεις της Οικολογικής Αντίθεσης.
Ηθελημένα θα περιοριστώ στην ιστορική εμπειρία του Δημοκρατικού Δρόμου για τον σοσιαλισμό, που την πολιτική κληρονομιά του διεκδικούσε ως «ανανεωτική Αριστερά» η ηγετική ομάδα, άμα τη δημιουργία της Δημοκρατικής Αριστεράς, ως μονοπωλιακή έκφραση είκοσι τεσσάρων καρατίων. Είχε τόσο μεγάλη καθαρότητα, μάλιστα, που, μετά την πολυετή συνήθεια να την κλίνει μόνο στην αφαιρετική πτώση -για να της αφαιρεί περιεχόμενο-, τη συνδύασε τώρα τελευταία με τις έρευνες της εκλογικής αγοράς (όρα δημοσκοπήσεις), για να προσθέσει και το βοηθητικό κεκλιμένο επίπεδο για τη σιωπηλή διολίσθηση στο πεδίο των «μεταρρυθμίσεων», δηλαδή την «ευγενική» μετονομασία των μνημονιακών και μη αντιμεταρρυθμίσεων.
Και αναλογιζόμενος τα παραπάνω αναρωτιέμαι: Τι σχέση έχουν με την τολιατική θεώρηση του Δημοκρατικού Δρόμου προς τον σοσιαλισμό (που είναι συλλογική επιλογή της Δημοκρατικής Αριστεράς) οι επιλογές της θολής σκέψης της ηγετικής ομάδας; Λανθασμένες επιλογές που, για να τις υποστηρίξει, διαδοχικά:
α. Τις διαφήμισε ως απόρροια της πολιτικής «του ιστορικού συμβιβασμού» του Μπερλινγκουέρ.
β. Το 4-2-1, που απορρίπτεται συλλήβδην από την επιλογή Μπερλινγκουέρ, αντικρίστηκε σαν προβολή και σύγχρονη επεξήγηση (για το 2010-20) της γκραμσιανής θεώρησης «του πολέμου θέσεων» (και η πίτα ακέραια και ο σκύλος χορτάτος).
γ. Προβάλλει σιωπηλά την υποψηφιότητα του προέδρου του κόμματος στον τιμητικό θώκο -σχεδόν διακοσμητικό, χωρίς πραγματική δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης- του Προέδρου της Δημοκρατίας, ως μοχλό για μια προοδευτική διέξοδο από την κρίση.
Ενώ η μόνη μορφή οργάνωσης της πολιτικής που καλλιεργείται είναι εκείνη που περιορίζεται «μονοσήμαντα» στα Δωμάτια του Παλατιού της Πολιτικής, χωρίς ρίζες στην κοινωνία, στις παλιές και καινούργιες αντιθέσεις. Δηλαδή ό,τι πιο απορριπτικό της τολιατικής αντίληψης.
Και κερασάκι στην τούρτα, αντί για μια προσπάθεια -ας πούμε τολιατικής χροιάς- πού, πώς, γιατί και σε τι συναντώνται σήμερα τα μεσαία στρώματα και εργαζόμενοι, προσφέρονται Οικονόμου και Λοβέρδος κ.λπ. (νεοφιλελεύθερος, μπλερικός στραβισμός). Κάτι που είναι αναγκαίο για τη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικοπολιτικής ιστορικής (αν ακόμη μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο) συμμαχίας.
Η μόνη απάντηση στο ρητορικό ερώτημα είναι: «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Εκτός βέβαια αν η ηγετική ομάδα, στις διάφορες εκφράσεις της και βασικά στην κυρίαρχη προσωποκεντρική της, έχει να αντιπαραθέσει σε ό,τι παραμένει ακόμη ζωντανό από την τολιατική θεώρηση του Δημοκρατικού Δρόμου μια καινούργια θεωρητική επεξεργασία. Και για να μη δημιουργούνται προφάσεις:
α. η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και κατά συνέπεια η «αφαίρεση» αυτής της προοπτικής,
β. η κρίση της σοσιαλδημοκρατικής «εκδοχής», μια και στη σημερινή κρίση και αυτή συνέβαλε,
φέρνουν στην επιφάνεια αυτό που πολλοί μελετητές του τολιατισμού υπογραμμίζουν ότι επρόκειτο για «βαριά» και διαφορετική σοσιαλιστική εκδοχή. Και σωστό θα ήταν να την παρουσιάσουν στα σοβαρά στο συνέδριο.
Ο Στάθης Λουκάς είναι μέλος της Κ.Ε της ΔΗΜΑΡ