του Δημήτρη Σεβαστάκη
Η Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ ιδίως, εμφανίζει μια ανασφαλή έπαρση. Νικάει και χάνει συγχρόνως. Κερδίζει εκλογικά, σταθεροποιεί μια κρίσιμη «ψηφοφορική» μάζα, συγκροτεί πολιτικό μέγεθος και συγχρόνως τρεμουλιάζει αντιφατικός, ανασφαλής, εύθραυστος. Δεν έχει κατορθώσει να αφομοιώσει την κοινωνική διαπλάτυνσή του και πέρα από τα προβλήματα οργανωτικής ποιότητας, πειθαρχιών κ.λπ. εμφανίζει και πρόβλημα ιδεολογικής συνοχής και ταυτότητας.
Ε, και; Μήπως γι’ αυτό δεν ψηφίζεται στην έκταση που πρέπει και γι’ αυτό εμφανίζει αυτή την ευαισθησία στους πλάγιους ανέμους; Σε τι ακριβώς χρειάζεται η ιδεολογική συνοχή όταν βρίσκεσαι σε συνθήκες πολέμου; Τι είναι ιδεολογία; Ανενεργές ρητορικές και επικλήσεις, τις οποίες η διοίκηση, η ευρωπαϊκή και ελληνική γραφειοκρατία, τα λαϊκά χούγια, οι κοινές αντιλήψεις, οι παραδοχές, τα συμφέροντα… μπορούν να την κάνουν κιμά. Πού βλάπτεται (π.χ.) η Δεξιά, η οποία έχει ακόμα μεγαλύτερες αντιφάσεις και προβλήματα ιδεολογικής ταυτότητας σε σχέση με την Αριστερά και η οποία μια χαρά νέμεται τους καρπούς της εξουσίας και της ηγεμονίας; Σε τι έχασε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο κινήθηκε με skate board από τον αντιιμπεριαλισμό στον νεοφιλελευθερισμό; Τρεις δεκαετίες είναι στα πράγματα και «με τούτα ή με εκείνα» προσκολλάται, επιβιώνει και χαίρεται. Άρα η ιδεολογία είναι ανενεργό περικάλυμμα, αφού δεν επηρεάζει;
Περίπου μια τέτοια υποφώσκουσα αντίληψη φαίνεται ότι ενδημεί, επηρεάζει, τρέφει άσιτα και συστρέφει την Αριστερά, δεν την ωθεί στην πραγματικότητα. Ο ρεαλισμός, άλλωστε, και η ανάλυση του συγκεκριμένου δεν βρίσκονται στις παραδόσεις της.
Στην Αριστερά το πρόβλημα ιδεολογικής συνεκτικότητας δεν εκφράζεται μόνο ως έλλειψη αφηγηματικής ακρίβειας, αλλά κυρίως ως αδυναμία στο να μορφοποιήσει και να ενσωματώσει την καθημερινή πολιτική πρακτική μέσα σε ένα κοινωνικό, πολιτισμικό στρατήγημα και σε μια στοιχειωδώς αποσαφηνισμένη πολιτική επιθυμία. Και το αντίστροφο: ο μεγάλος οραματικός ισχυρισμός, κάτω από την επιρροή ενός ρηχότατου εμπειρισμού, δεν ανακαθορίζεται, δεν αιμοδοτείται από την καθημερινή μικροπράξη. Το όραμα μένει αιχμάλωτο των αστρολόγων και της ασάφειας, πραξιακά ορφανό.
Η σκέτη επιθυμία για εξουσία, στην οποία αιχμαλωτίζονται αρκετοί (όχι, ευτυχώς, όλοι) και δίνουν τέμπο, δεν αποτελεί πολιτική από μόνη της. Ο πολιτικός εμπειρισμός βέβαια έτσι ακριβώς παρήγαγε πολιτική στον τόπο μας. Βλέποντας και κάνοντας. Πιέσεις ομάδων και ιδιωτικών ή συνεννοημένων συμφερόντων, διαμόρφωναν πάντα τις αποφάσεις και τις διοικητικές πράξεις και καθόριζαν την «πραγματική πραγματικότητα». Έτσι η Αριστερά, ενώ πάντα διακρινόταν από τα κόμματα εξουσίας και για τις υψηλές ιδεολογικές αναφορές, περιέπιπτε στις ανακολουθίες μιας στιγμιαίας ορμής, υποχωρούσε στην πίεση της μικρής ανάγκης και στις καθηλώσεις σε όλο και πιο άσαρκα οράματα. Κινούνταν (π.χ.) ανάμεσα στον σοσιαλισμό και την «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής» και στη μισθολογική αύξηση τόσο τοις εκατό που αποτελούσε πάντοτε «νίκη του λαϊκού και εργατικού κινήματος». Λόγω της μικροαστικής ανόδου που σκέπαζε αντιφάσεις και σκοτεινά σημεία, αυτή την αποσύνδεση ανάμεσα στη νεφελώδη, μακρινή αναφορά και τις τρεϊντγιουνίστικες, συντεχνιακές επιβεβαιώσεις, για πολλά χρόνια η Αριστερά την θεωρούσε και ιδεολογική ταυτότητα και μάλιστα με τη βολική θεωρεία των «σταδίων». Σήμερα βέβαια τέτοια τεχνάσματα δεν περνάνε.
Δεν γίνεται πάντα καθαρό τι θέλει, τι μπορεί και τι λέει ότι θέλει και μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Λείπει πλέξη. Αφήγηση και επιθυμία είναι αποσυνδεδεμένες ζώνες που ενώνονται μόνο από τον τυφλό και ανεξήγητα αφελή πόθο ορισμένων για εξουσία, από κεκτημένα αριστερόμορφα στερεότυπα, αλλά και από την υγιή συλλογική ελπίδα και τις σκόρπιες υψηλές ποιότητες. Ανάκατα. Καλό και άρρωστο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, λοιπόν, ελαττωματικό τέκνο της ιστορικής ροής που ψιλο-ισορροπεί στις αντιφάσεις του μέχρι να τον καταπιούν; Ελπίζω όχι. Είναι σίγουρο ότι κάνει επιπολαιότητες, ότι συχνά στερείται βάθους, συχνά άγεται από προφάνειες, επιπολαιότητες και εγωισμούς. Συχνά φαίνεται να μην πηγαίνει εκεί που θέλει ο ίδιος, αλλά ετεροκαθορίζεται, κάθεται παθητικός πίσω από την κυβερνητική κοινοβουλευτική παραγωγή. Συχνά αμύνεται άδεια, φοβισμένα, ενίοτε αμόρφωτα. Κωλώνει με τα εύκολα, βγάζει μια επιθετικότητα αβλεψίας στα δύσκολα. Αντιμετωπίζει με κεκτημένη επιθετικότητα (όπως για παράδειγμα την πρόσφατη, υπόγεια διάθεση του κ. Λοβέρδου και άλλων για κάποια συνεννόηση) ή βραδυπορεί μπροστά σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, διοίκησης, κοινωνικών εγγραφών. Όμως από την άλλη υπάρχουν ορισμένα ενθαρρυντικά: κείμενα πολύ σοβαρής κριτικής ανάλυσης, σημαντικές εργασίες, ατελή αλλά ενδιαφέροντα διαβήματα που συντελούνται εντός της Αριστεράς. Μένουν βέβαια αφανή, σαρωμένα από επιπολαιότητες και μια πολιτική ακαταστασία.
Εάν η παραγωγική ανασυγκρότηση σχετίζεται με χιλιάδες νομικές, διοικητικές και πολιτικές ρυθμίσεις, πρέπει να εργάζεσαι μαζί με τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας για την ορθολογική υπέρβασή τους. Εάν αυτό προϋποθέτει συγκρούσεις, πρέπει να τις κάνεις. Εάν προϋποθέτει διακαϊκές αναγωγές, επίσης. Ειδάλλως θα εγκλωβίζεσαι εκεί που είναι και οι άλλοι.
Η πολιτική δεν είναι δημόσιες σχέσεις και ευκολίες. Ούτε επαναστατικός φαφλαταδισμός. Τουλάχιστον πλέον. Δεν πείθει η πληθωριστική μεγαλοστομία, αφού η αλήθεια είναι σπάνια. Ο κόσμος πείθεται από επιχειρήματα, λογικές ακολουθίες και χαμηλή φωνή, σίγουρη για το δίκιο της.
Βλέπουμε το νέο τέρας που γεννιέται: Τη στροφή από την πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή στις «υπηρεσίες» την αντικαθιστά η απέραντη γραφειοκρατία και ευνοιοκρατία του ΕΣΠΑ και των λυσσασμένων. Αν αιχμαλωτιστεί η Αριστερά σε μια ακόμα παραγωγική (και πολιτική) παρεκτόπιση, θα εξαφανιστεί. Υπάρχουν καταλληλότεροι γι’ αυτές τις δουλειές.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ
Via : www.avgi.gr