Στη μεγαλύτερη ηλεκτρονική ψηφοφορία στον κόσμο, ο κεντροαριστερός Λούλα επικράτησε έναντι του Μπολσονάρο με 48,4%. Ο δεύτερος γύρος των εκλογών αναμένεται στις 30/10 αλλά ο απερχόμενος πρόεδρος μοιάζει αποφασισμένος να μη δεχτεί την ήττα του.
Στο μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο έθνος της Λατινικής Αμερικής, δύο φυσιογνωμίες που εκπροσωπούν δύο αντίθετες πτυχές του πολιτικού φάσματος βρέθηκαν στο επίκεντρο της αναμέτρησης στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών που διεξήχθη την Κυριακή στη Βραζιλία. Σε μία βραδιά που – δικαίως – χαρακτηρίστηκε ως θρίλερ, ο απερχόμενος Πρόεδρος της χώρας, Jair Bolsonaro και ο Luiz Inacio Lula da Silva, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα από το 2003 έως το 2010, έστρεψαν αποκλειστικά πάνω τους τα βλέμματα, αφού οι εννέα ακόμη υποψήφιοι του εκλογικού αγώνα δεν παρουσίαζαν εξαρχής ρεαλιστικές πιθανότητες να κερδίσουν.
Για τις φετινές εκλογές στη χώρα, χρησιμοποιούνται περισσότερες από 577 χιλιάδες ηλεκτρονικές κάλπες σε περισσότερα από 496.000 εκλογικά τμήματα, ενώ η διαδικασία θεωρείται η μεγαλύτερη ηλεκτρονική ψηφοφορία (πραγματοποιείται αποκλειστικά στο ψηφιακό περιβάλλον), που έχει ποτέ υπάρξει στον κόσμο. Δικαίωμα ψήφου έχουν περισσότεροι από 156 εκατομμύρια άνθρωποι, με τον πληθυσμό που έχει το δικαίωμα να έχει αυξηθεί κατά 6% μέσα σε 4 χρόνια.
Όμως, σύμφωνα με το PoderData, το τμήμα δημοσκοπήσεων του ειδησεογραφικού ιστότοπου Poder360, μεταξύ των Βραζιλιάνων που σκέφτονταν να μην παραστούν στις κάλπες, το 54% ήταν υποστηρικτές του Λούλα, σε σύγκριση με το μόλις 22% που ήταν υποστηρικτές του Μπολσονάρο, καθώς τα λαϊκά στρώματα των ψηφοφόρων του είχαν δυσκολίες στη μετακίνηση προς τις κάλπες. Το γεγονός αυτό πιστεύεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αδυναμία του Λούλα να εξασφαλίσει το πολυπόθητο 50%.
Έτοιμος για τον δεύτερο γύρο των εκλογών ο Λούλα ντα Σίλβα
Εάν ο Λούλα επικρατήσει και στον δεύτερο γύρο των Προεδρικών εκλογών, η χώρα θα μπορούσε να ξεκινήσει τη διαδικασία ανοικοδόμησης της πληγωμένης δημοκρατίας της, ύστερα από την τετραετή διακυβέρνησή της από τον πιο αυταρχικό ηγέτη στη σύγχρονη ιστορία της Βραζιλίας. Μπροστά σε μία ηγεσία, υπαίτια για τον θάνατο 700.000 ανθρώπων από τον Covid και για τις συνθήκες πείνας και εξαθλίωσης περισσότερων από 30 εκατομμυρίων ανθρώπων, αυτή μοιάζει να είναι η αρχή μιας μακράς – και σίγουρα όχι στρωμένης με ροδοπέταλα – διαδρομής για τον Λούλα.
«Θέλουμε η Βραζιλία τουλάχιστον να μπορεί να ονειρεύεται ξανά το μέλλον. Δεν θέλουμε άλλο μίσος, άλλους καβγάδες, θέλουμε μια χώρα που θα ζει ειρηνικά», δήλωσε λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες ο 76χρονος υποψήφιος Πρόεδρος στους δημοσιογράφους στο São Bernardo do Campo, στην πόλη όπου ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως συνδικαλιστής τη δεκαετία του 1970.
«Θα κερδίσω αυτές τις εκλογές για να δώσω στους ανθρώπους το δικαίωμα να είναι ξανά χαρούμενοι. Ο κόσμος χρειάζεται, αξίζει και έχει το δικαίωμα να είναι ευτυχισμένος για άλλη μια φορά», τόνισε ο Λούλα στους δημοσιογράφους καθώς ολοκλήρωνε την προεκλογική εκστρατεία του το Σάββατο με μία παρέλαση στους δρόμους.
Αποφασισμένος να μη δεχτεί την ήττα του ο Μπολσονάρο
Ο 67χρονος όμως πρώην λοχαγός του στρατού, που μαχαιρώθηκε ενώ βρισκόταν στην προεκλογική του εκστρατεία το 2018 και έχει νοσηλευτεί αρκετές φορές ως αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης, φαίνεται αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει ειρηνικά τον αγώνα. Αν και ξόδεψε αρκετά χρήματα για να μειώσει τον αντίκτυπο του Covid-19, ύστερα από την κατακραυγή του κόσμου και, πιο πρόσφατα, για να μετριάσει το αυξανόμενο κόστος ζωής για τους ευάλωτους Βραζιλιάνους και παρά το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο η δημοτικότητά του έφτασε σε υψηλά επίπεδα, φαίνεται πως η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων του έχει κλονιστεί, όπως επισημαίνεται και στο περιοδικό The Economist.
Ο ίδιος, είχε δεσμευτεί ότι, εάν επανεκλεγεί, θα ιδιωτικοποιήσει την κρατική εταιρεία πετρελαίου Petroleo Brasileiro SA και την εθνική ταχυδρομική υπηρεσία, θα μειώσει τους εταιρικούς φόρους σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τις επενδύσεις, θα ψηφίσει νόμους υπέρ των όπλων και θα δυσκολέψει τις γυναίκες να κάνουν ασφαλείς εκτρώσεις.
Αυτή τη στιγμή, η αυταρχική στάση του ακροδεξιού προέδρου και η έντονη αμφισβήτησή του για το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας της Βραζιλίας έχουν τροφοδοτήσει ανησυχίες ότι μπορεί να μην δεχτεί την ήττα του από τον Λούλα και να επιχειρήσει να διατηρήσει την εξουσία παράνομα. Αρκετοί τον έχουν ικανό να υποκινήσει αναταραχή παρόμοια με την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου του 2021 στο Καπιτώλιο στις ΗΠΑ, ή ακόμη και ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Αν και έχει ήδη ασκήσει πιέσεις για στρατιωτική υποστήριξη, δεν είναι σαφές αν έχει την υποστήριξη ολόκληρων των ενόπλων δυνάμεων για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Και μιας που μιλάμε για την εισβολή στο Καπιτώλιο, ο Τραμπ υποστήριξε τον Μπολσονάρο την παραμονή της ψηφοφορίας της Κυριακής, στέλνοντας ένα βιντεοσκοπημένο μήνυμα προς τους Βραζιλιάνους. «Έχει κάνει απίστευτη δουλειά, είναι ένας από τους σπουδαίους προέδρους οποιασδήποτε χώρας στον κόσμο», είπε για τον Μπολσονάρο.
Πώς φτάσαμε όμως ως εδώ;
Πριν από μια δεκαετία περίπου, η Δημοκρατία στη Βραζιλία έμοιαζε να εδραιώνεται. Υπό τη διακυβέρνηση του Λούλα (2003-2011), τα καινοτόμα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας όπως το Bolsa Familia, η διατήρηση της μακροοικονομικής σταθερότητας και η δυναμική και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, έδωσαν στον λαό την αίσθηση ότι, οι μακρές περίοδοι δικτατορικής διακυβέρνησης (1964-1985) αποτελούσαν πια παρελθόν. Ωστόσο, αυτή η πολλά υποσχόμενη δυναμική περιορίστηκε απότομα από την αναταραχή που κυρίευσε τη χώρα το 2013, η οποία βρισκόταν πλέον υπό της ηγεσία της Dilma Rousseff.
Ήταν τότε που η εξάπλωση του δεξιού λαϊκισμού (right-wing populism) ανά τον κόσμο έφτασε στη Βραζιλία και ισχυρές συντηρητικές δυνάμεις άρχισαν να επιβάλλονται, συχνά με μη δημοκρατικά μέσα. Το 2014 χαρακτηριστικά, οι συντηρητικοί αρνήθηκαν να δεχτούν τη νίκη της Rousseff στις προεδρικές εκλογές του 2011. Αυτή η πρωτόγνωρη ενέργεια συντονίστηκε από μια συμμαχία μεταξύ δεξιών πολιτικών, επιχειρηματιών και ΜΜΕ, αλλά και ενός αυτοοργανομένου κινήματος βάσης που βγήκε στους δρόμους και απαίτησε την παραπομπή της πρώτης γυναίκας προέδρου της χώρας.
Μέχρι το 2014, η χώρα είχε βυθιστεί στην οικονομική κρίση και το σκάνδαλο διαφθοράς των πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων της Petrobras εκτυλισσόταν, προκαλώντας ευρεία απογοήτευση στους ψηφοφόρους. Ακόμη και η υφιστάμενη διοίκηση του κόμματος – το οποίο είχε προσφέρει πολλά ειδικά στους τομείς χαμηλότερου εισοδήματος – είδε τη θέση της να καταρρέει. Η Ρούσεφ τελικά παραπέμφθηκε το 2016 για φερόμενη κατάχρηση κρατικών πόρων – παρά την έλλειψη στοιχείων που να δείχνουν την άμεση εμπλοκή της.
Μετά την απομάκρυνσή της, ανέλαβε καθήκοντα ο αντιπρόεδρος Μάικλ Τέμερ. Υπό την ηγεσία του, ένας νέος συνασπισμός πολιτικών και στρατιωτικών ελίτ ξεκίνησε να αναβιώνει την παραδοσιακή νεοφιλελεύθερη ατζέντα της δεκαετίας του 1990.
Η ανάληψη της εξουσίας από τον Μπολσονάρο και η αντιλαϊκή πολιτική του
Με την κατάσταση να βρίσκεται σε αναβρασμό και δεδομένου ότι ο Μάικλ Τέμερ δεν είχε εκλεγεί νόμιμα από τον λαό, φτάνουμε στις προεδρικές εκλογές του 2018. Τα κυρίαρχα συντηρητικά κόμματα δεν μπόρεσαν να προσελκύσουν τα δυσαρεστημένα λαϊκά στρώματα και η μόνη πραγματικά δημοφιλής προσωπικότητα, ο πρώην πρόεδρος Λούλα, είχε αποκλειστεί από το να είναι υποψήφιος λόγω καταδίκης για διαφθορά που τελικά ακυρώθηκε το 2021. Αυτό επέτρεψε στον επί ετών βουλευτή Μπολσονάρο να κατέβει ως υποψήφιος στις εκλογές «κατά του κατεστημένου» – τουλάχιστον όπως εκείνος φάνηκε τελικά να το εννοεί.
Ερχόμενος στην εξουσία και έχοντας νικήσει τις εκλογές με ποσοστό 55.1%, ο Μπολσονάρο εξέφρασε μερικές από τις πιο απροκάλυπτα μισογυνικές, εθνικιστικές και κατά των μειονοτήτων πολιτικές στην πρόσφατη μνήμη της χώρας.
Στράφηκε κατά του περιβάλλοντος και προώθησε πολιτικές κατά των ιθαγενών του Αμαζονίου (οι ειδικοί τον θεωρούν υπεύθυνο για την εκθετική αύξηση της αποψίλωσης των δασών στο μεγαλύτερο τροπικό δάσος του κόσμου), αρνήθηκε την απειλή για τη δημόσια υγεία από τον Covid-19 και εργάστηκε για να αποτρέψει την αγορά εμβολίων. Ακόμη, επιτέθηκε στους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας και έκανε έκκληση στους πιο ένθερμους υποστηρικτές του να τον βοηθήσουν να δημιουργήσει μια απροκάλυπτα αυταρχική κυβέρνηση.
Οι προκλήσεις που θα συναντήσει η κυβέρνηση Λούλα
Μετά την επί δύο σχεδόν χρόνια παραμονή του στη φυλακή, ο Λούλα είναι τώρα πίσω στην πολιτική γραμμή και ηγείται μιας συμμαχίας δυνάμεων, ευρύτερης του 2018. Όπως επισημαίνει ο Guardian, ο Λούλα έχει υποσχεθεί ότι θα ανατρέψει πολλές από τις αντεργατικές νομοθεσίες που προωθήθηκαν από τον Μπολσονάρο, θα αναζωογονήσει τις κοινωνικές δαπάνες που επλήγησαν τα τελευταία χρόνια και θα θέσει τέλος στην περιβαλλοντική καταστροφή που προκάλεσε η απερχόμενη κυβέρνηση.
Ωστόσο, ακόμα κι αν η δημοκρατία αποκατασταθεί στη χώρα, η νέα κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει τεράστιες προκλήσεις σε εθνικό και διεθνές μέτωπο, όπως αναλύει το Conversation. Εσωτερικά, μεγάλες οικονομικές δυσκολίες είναι πιθανό να επιμείνουν εξαιτίας των αντεργατικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια. Αντίστοιχα, τα έκτακτα μέτρα κατά της φτώχειας που έθεσε ο Μπολσονάρο (έστω και απρόθυμα), πιθανόν θα προκαλέσουν δημοσιονομικό έλλειμμα το οποίο θα κληθεί να διαχειριστεί ο Λούλα.
Παράλληλα, σύμφωνα με το openDemocracy, η ικανότητά του να εφαρμόζει κοινωνικά προγράμματα υπέρ των φτωχών φαίνεται ότι θα περιοριστεί, όχι μόνο εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών που αναφέρθηκαν, αλλά και από μέλη του κεντρώου συνασπισμού του, γεγονός το οποίο πιθανότατα θα οδηγήσει τους πιστούς ψηφοφόρους του σε αυξανόμενη απογοήτευση. Επιπλέον, με τον νεοφασισμό καλά να κρατεί στη Βραζιλία, καθώς η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος στους νομοθετικούς και δικαστικούς θεσμούς, η νίκη του Λούλα πιθανώς δεν θα αποβεί αρκετή για να αντιμετωπιστεί ριζικά αυτό το συντηρητικό κύμα.
Σε διεθνές επίπεδο, ο Λούλα αναμένεται να συναντήσει δυσκολίες που δεν αντιμετώπισε κατά την πρώτη του θητεία, όπως αυτές παρουσιάζονται σε σχετική ανάλυση του Time. Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη Λατινική Αμερική εξαιτίας του Covid-19 είναι εκτροχιασμένη, ενώ η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ειδικά στη Λατινική Αμερική, αποτελούν νέες προκλήσεις.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να δοκιμάζεται, με πολλές χώρες να έρχονται αντιμέτωπες με τον αυξανόμενο πληθωρισμό – ιδίως όσον αφορά τις τιμές της ενέργειας – οι οποίες μάλιστα στη Βραζιλία παραμένουν από τις υψηλότερες στον κόσμο ακόμη και μετά τη μείωση του πληθωρισμού στη χώρα στο 3,3%.
Πηγή : https://popaganda.gr