Συντάκτης: Βίκυ Καπετανοπούλου
Δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους τρεις βδομάδες τώρα, πυρ ομαδόν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αυστηρές επικρίσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατακραυγή από διεθνείς οργανώσεις και κινήματα πολιτών που μιλούν για το «τέλος της δημοκρατίας» στην Πολωνία.
Πώς κατάφερε το κυβερνών υπερσυντηρητικό και εθνικιστικό Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης να στρέψει σχεδόν τους πάντες εναντίον του και να βυθίσει τη χώρα σε πολιτική και θεσμική κρίση, λιγότερο από δύο μήνες μετά την πανηγυρική εκλογή του; Με μια άκρως αμφιλεγόμενη νομοθεσία-εξπρές για τη λειτουργία και τη σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που ουσιαστικά περιορίζει τον έλεγχο που θα μπορεί να ασκεί το σώμα των ανώτατων δικαστών στην ίδια την κυβέρνηση, αποφαινόμενο για τη συνταγματικότητα ή μη των νόμων που εκείνη προωθεί.
Η μεταρρύθμιση τίθεται άμεσα σε ισχύ, αφού υπερψηφίστηκε με τη γνωστή και μη εξαιρετέα διαδικασία του κατεπείγοντος στη Βουλή και φέρει πλέον την υπογραφή και του προέδρου της Πολωνίας, Αντρέι Ντούντα, που προέρχεται επίσης από το κυβερνών κόμμα. Εφεξής λοιπόν για τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου απαιτείται ενισχυμένη πλειοψηφία δύο τρίτων, αντί απλής που ίσχυε μέχρι πρότινος, ενώ για τις «σοβαρές» υποθέσεις θα πρέπει να παρίστανται 13 από τους 15 δικαστές, αντί για 9 όπως συνέβαινε ώς τώρα.
Εκτός από τις μεγάλες καθυστερήσεις που θα γίνουν πια κανόνας για τη λήψη αποφάσεων, η διαμάχη αφορά και τη σύνθεση του σώματος.
Η αυτοδύναμη κυβέρνηση της Μπεάτα Σίντλο όχι μόνο διόρισε πέντε νέους ανώτατους δικαστές δικής της επιλογής, που εγκρίθηκαν τυπικά από τη Βουλή, αλλά μπλόκαρε τον διορισμό των τριών από τους πέντε δικαστές που είχε εκλέξει το προηγούμενο Κοινοβούλιο υπό την κυβερνητική πλειοψηφία τής -αντιπολιτευόμενης πλέον- Πλατφόρμας Πολιτών.
Εγείροντας διαδικαστικά προσχήματα, ο πρόεδρος Ντούντα αρνήθηκε να τους ορκίσει, σε αντίθεση με τους πέντε εκλεκτούς δικαστές της κυβέρνησης, στους οποίους όμως το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο αρνείται να αναθέσει την εξέταση υποθέσεων. Μύλος, μ’ άλλα λόγια, και θεσμικό αδιέξοδο που απειλεί την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και οδηγεί τη χώρα σε ατραπούς αυταρχισμού, όπως καταγγέλλουν σύσσωμη η αντιπολίτευση και η κοινωνία των πολιτών.
«Είναι το τέλος της δημοκρατίας στην Πολωνία. Διέλυσαν τη χώρα», ξέσπασε στην Guardian o Ματέους Κιζόφσκι, από τους πρωτεργάτες των μαχητικών αντικυβερνητικών συλλαλητηρίων. «Αυτή είναι μόνο η αρχή. Το επόμενο βήμα θα είναι ο έλεγχος των ΜΜΕ και ο διορισμός του γενικού εισαγγελέα απευθείας από το υπουργείο Δικαιοσύνης», τόνισε θορυβημένη η ηγέτιδα του συνασπισμού της Ενωμένης Αριστεράς, Μπάρμπαρα Νοβάκα, υποστηρίζοντας πως το κυβερνών κόμμα βαδίζει στα χνάρια του ομοϊδεάτη του, εθνικιστική πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπαν, σε επίπεδο όχι μόνο αυταρχισμού αλλά και προώθησης σκληρής ατζέντας για σειρά ευαίσθητων θεμάτων.
Εκτός από την εξαγγελθείσα «αναδιοργάνωση» των δημόσιων ΜΜΕ, κρατικών υπηρεσιών και στρατού, η κυβέρνηση Σίντλο έχει φέρει στη Βουλή νέο αντιτρομοκρατικό νόμο, που επικρίνεται σφοδρά για περιστολή ελευθεριών και δικαιωμάτων. Στην κρίση παρενέβη και ο πρώην πρόεδρος Λεχ Βαλέσα, ο οποίος ζήτησε να γίνει δημοψήφισμα για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι υπονομεύει τα συμφέροντα της χώρας και τις δημοκρατικές αξίες.
Ομως ο ισχυρότερος πολιτικός στην Πολωνία, που πιστεύεται ότι κινεί παρασκηνιακά τα νήματα της εξουσίας, δεν είναι ούτε η πρωθυπουργός Σίντλο ούτε ο πρόεδρος Ντούντα, αλλά ο άνθρωπος που τους επέλεξε και δρομολόγησε την εκλογή τους: ο υπερσυντηρητικός Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, πρόεδρος του Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης, που είχε φροντίσει προεκλογικά να προϊδεάσει για τις σαρωτικές αλλαγές στο Συνταγματικό Δικαστήριο, αποκαλώντας τα μέλη του «συμμορία διαπλεκομένων», η οποία βάζει εμπόδια στην κυβερνητική πολιτική! Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε και χθες «ανησυχία» για τις εξελίξεις στην Πολωνία, τις οποίες θα συζητήσει στις 13 Ιανουαρίου.
Ο αντιπρόεδρος Φρανς Τίμερμανς, με επιστολή του στους Πολωνούς υπουργούς Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, έχει ζητήσει να παγώσει η εφαρμογή της δικαστικής μεταρρύθμισης «μέχρι να απαντηθούν όλες οι ερωτήσεις σχετικά με τις επιπτώσεις για την ανεξαρτησία και τη λειτουργικότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου». Για να λάβει αποστομωτική απάντηση από τον υπουργό Δικαιοσύνης περί «εθνικής περηφάνιας» και «κυρίαρχης κυβέρνησης», που δεν επιτρέπει σε «εξωτερικούς θεσμούς να της επιβάλλουν το οτιδήποτε»…
Via : www.efsyn.gr