mpageorgos 1

του Στέφανου Μπαγεώργου

Στο σχετικά σύντομο διάστημα των 7 μηνών από τις εκλογές, αποδείχθηκε, πλήρως, η αναντιστοιχία των προεκλογικών εξαγγελιών των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση, με την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική. Η κυβέρνηση Σαμαρά, συνεχίζει την πολιτική των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, ακόμα και με την ίδια ρητορική.

Είναι η πολιτική που υπαγορεύεται από την «τρόικα», η πολιτική των μνημονίων, η πολιτική της λιτότητας, που έχει σαν αποτελέσματα την ύφεση, την ανεργία, την πτώση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού, την κατάργηση ολόκληρου, σχεδόν, του θεσμικού πλαισίου που αφορά στην προστασία της εργασίας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, δικαιωμάτων που ισχύουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης..
Αυτή η πολιτική, δεν είναι αποτέλεσμα «λανθασμένης εκτίμησης» και «λάθους συνταγής». Είναι επιλογή. Μια ακραία νεοφιλελεύθερη επιλογή, που έχει στόχο την δημιουργία φθηνής αγοράς εργασίας στην Ευρώπη και μετατροπής σε Ειδική Οικονομική Ζώνη, της χώρας, στο σύνολό της. Αυτή την επιλογή υπηρετούν όλες οι δεσμεύσεις των μνημονίων (1ου, 2ου και 3ου).

Ταυτόχρονα, στο διάστημα αυτό, η κυβέρνηση βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να παρουσιάσει, έστω με τη μορφή εξαγγελίας, ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών . Επί της ουσίας, οι μόνες «μεταρρυθμίσεις», είναι οι απολύσεις, μέσω διαθεσιμότητας, στο δημόσιο τομέα , η εκποίηση των φιλέτων της δημόσιας περιουσίας και η αποδιάρθρωση του δημόσιου τραπεζικού πυλώνα. Αντίθετα, η παλαιοκομματική νοοτροπία, που θέλει το κράτος να αποτελεί λάφυρο της εκάστοτε κυβέρνησης, αναβίωσε, με τον τρόπο που έγιναν οι επιλογές για τη στελέχωση των δημόσιων οργανισμών. Η λογική των ποσοστώσεων, έστειλε στις καλένδες τις διακηρύξεις για διαφάνεια και αξιοκρατία.

Η κυβέρνηση Σαμαρά, είναι ένα κυβερνητικό σχήμα, που αναπαράγει το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα στο σημερινό αδιέξοδο. Επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι οι υπεύθυνοι των αδιεξόδων δεν είναι σε θέση να βγάλουν τη χώρα από τα αδιέξοδα, που οι ίδιοι δημιούργησαν.

Το τελευταίο διάστημα, η κυβέρνηση, μέσω «της στρατηγικής της έντασης»,επιδιώκει να αλλάξει την ατζέντα του πολιτικού διαλόγου, με αιχμή τα θέματα της τρομοκρατίας και την υιοθέτηση μιας ακροδεξιάς ρητορικής για εφαρμογή του «νόμου» και της «τάξης». Ο στόχος είναι διπλός, από τη μία η δημιουργία πολωτικού κλίματος, με τη χάραξη νέων διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά και η καλλιέργεια αισθήματος φόβου στη κοινωνία και από την άλλη, η δημιουργία ρηγμάτων στην εκλογική βάση των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής, χώρων που, εν δυνάμει, μπορούν να αποτελέσουν δεξαμενές άντλησης ψήφων για τη ΝΔ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ηγεσίας της. Η πιθανή επιτυχία αυτού του σχεδιασμού, πέρα από τον αποπροσανατολισμό από τα πραγματικά προβλήματα, οδηγεί σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης και σε περιστολή δικαιωμάτων, συνεπώς η ακύρωσή του , είναι πρώτα απ όλα, πράξη υπεράσπισης της ίδιας της δημοκρατίας και των θεσμών της.

Οι δυνάμεις της αριστεράς, όχι μόνο για λόγους τακτικής αλλά και ουσίας, πρέπει να επαναφέρουν τη συζήτηση στα πραγματικά προβλήματα της οικονομικής κρίσης και των επιπτώσεών της, αντιπαραθέτοντας την τακτική της «ήρεμης δύναμης» απέναντι στη τακτική «της πυγμής».

Την ώρα που το αίτημα για «αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής» διατηρεί την επικαιρότητά του, η αναζήτηση πολιτικής διεξόδου και η αντιμετώπιση της ύφεσης και της ανεργίας, συγκροτούν το πεδίο στο οποίο θα κριθούν οι πολιτικές δυνάμεις για την πειστικότητα και την φερεγγυότητά τους.

Όλο το τελευταίο διάστημα, βρίσκεται σε εξέλιξη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μια διευρυνόμενη αντιπαράθεση ανάμεσα στις συντηρητικές δυνάμεις που επιμένουν στη συνταγή της λιτότητας και της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και σε δυνάμεις, ενός ευρύτερου πολιτικού φάσματος, ενισχυμένες και από τις λαϊκές κινητοποιήσεις, που θεωρούν ότι σε καιρούς κάμψης της οικονομίας οι πολιτικές της λιτότητας επιδεινώνουν το πρόβλημα στο βαθμό που αυξάνουν την ύφεση, μειώνοντας έτσι τα έσοδα από τη φορολογία με αποτέλεσμα το χρέος, λόγω των περικοπών, να αυξάνεται αντί να μειώνεται.

Η διέξοδος, πρέπει να αναζητηθεί στην αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (το ακριβώς αντίθετο από αυτό που γίνεται στην Ελλάδα), με την ανάπτυξη επενδυτικών προγραμμάτων σε κοινωνικά ωφέλιμους και οικονομικά αποδοτικούς τομείς, σε συνδυασμό με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και την ανασυγκρότηση της οικονομίας.

Αυτή πρέπει να είναι και η βάση της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων των μνημονίων, από την ελληνική πλευρά. Η ενίσχυση, από τους εταίρους της με την αναγκαία χρηματοδότηση, για επενδυτικές πρωτοβουλίες και την ανάκαμψη της οικονομίας και όχι με νέα δάνεια που παράγουν νέα χρέη.

Αν σε αυτό το δύσκολο πολιτικό περιβάλλον προστεθούν η ρευστότητα που επικρατεί σε όλους τους πολιτικούς χώρους και η αδυναμία, για μια ακόμη φορά, συνεννόησης των δυνάμεων της αριστεράς, το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο.

Η ΔΗΜΑΡ, με την επιλογή της συμμετοχής στην κυβέρνηση βρίσκεται εγκλωβισμένη στην λογική του «μονόδρομου» για την αντιμετώπιση της κρίσης, υιοθετεί τη βασική επιχειρηματολογία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για την ανυπαρξία εναλλακτικής, ως προς την ακολουθούμενη, πολιτική και υλοποιεί την μνημονιακή πολιτική που επί δύο χρόνια θεωρούσε, σωστά, ότι οδηγεί σε πολλαπλασιασμό των αδιεξόδων και τη χώρα σε κίνδυνο. Οι παρεμβάσεις της έχουν περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα χωρίς να παράγουν αποτέλεσμα. Δεν μπορεί, με την συμμετοχή της, να αλλάξει την πορεία των εξελίξεων. Περιορίζεται σε παθητικό ρόλο και λειτουργεί ως αριστερό άλλοθι της κυβέρνησης Σαμαρά.
Μέσα στο, σχετικά σύντομο, χρονικό διάστημα, των επτά μηνών, υπάρχει πλήρης ανατροπή των ιδρυτικών της διακηρύξεων, των συνεδριακών θέσεων και των προγραμματικών – προεκλογικών δεσμεύσεων.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι αναστρέψιμη. Η ΔΗΜΑΡ μεταλλάσσεται, με γοργούς ρυθμούς και μοιάζει περισσότερο με κόμμα του «προοδευτικού κέντρου», ότι και αν σημαίνει αυτό. Για τον κόσμο της αριστεράς και κυρίως της ανανεωτικής, μέσα από την οποία ξεπήδησε η ΔΗΜΑΡ, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκαθαρισμένα. Υπάρχει απόσταση από τις επιλογές της ηγεσίας της ΔΗΜΑΡ. Απόσταση που δεν είναι δυνατόν να γεφυρωθεί στο μέλλον.

Αυτή η μετατόπιση της ΔΗΜΑΡ, έχει σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του ιδρυτικού της εγχειρήματος και τη δημιουργία πολιτικού κενού ανάμεσα στη κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Σημαντικές δυνάμεις που αποδεσμεύθηκαν από το ΠΑΣΟΚ και εμπιστεύθηκαν την ΔΗΜΑΡ ή ενίσχυσαν συγκυριακά τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν πείθονται από το πολιτικό σχέδιο που προτείνει το κάθε ένα από τα κόμματα αυτά, με δεδομένες τις μεταξύ τους διαφορές.

Χρειάζεται να αναληφθεί πρωτοβουλία για τη συλλογική έκφραση αυτών των δυνάμεων και την οριστική απεμπλοκή τους από τις παραδοσιακές δυνάμεις του πολιτικού συστήματος. Η διαμόρφωση μιας δημοκρατικής, αριστερής, μεταρρυθμιστικής πολιτικής πρότασης παραμένει ζητούμενο.

Δεν μπορεί, βέβαια, να αποκλειστεί η πιθανότητα ο ΣΥΡΙΖΑ, στις νέες συνθήκες που είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί να μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη. Με την προϋπόθεση ότι θα αναμετρηθεί με επιτυχία με 4 ,λιγότερο ή περισσότερο κρίσιμα θέματα.
Το πρώτο είναι η διατύπωση μιας εναλλακτικής, ρεαλιστικής πρότασης για τις δυνάμεις στις οποίες προτίθεται να απευθυνθεί για τη διακυβέρνηση της χώρας. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ουσιαστικά ένα κόμμα χωρίς συνομιλητές, από την απάντηση που θα δώσει θα κριθεί και η εκλογική του επίδοση.

Το δεύτερο, είναι η αποσαφήνιση βασικών στρατηγικών επιλογών του και η εγκατάλειψη κάθε μορφής ιδεοληψίας.
Το τρίτο, είναι η διατύπωση μιας ρεαλιστικής πολιτικής εξόδου από την οικονομική κρίση και μιας νέας αναπτυξιακής πορείας της χώρας. Η στροφή, του τελευταίου διαστήματος, στον ρεαλισμό, πρέπει να ολοκληρωθεί. Αυτό, άλλωστε, συνδέεται και με τις πιθανές μελλοντικές συμμαχίες.

Το τέταρτο, είναι η δύσκολη προσπάθεια, διαμόρφωσης κοινής γλώσσας στο δυναμικό που έχει προστεθεί στις οργανωμένες δυνάμεις του.
Οι δύσκολοι μήνες που έρχονται, θα κρίνουν, με τον τρόπο που θα αντιδράσουν οι πολιτικές δυνάμεις, τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις. Κυρίως θα κρίνουν την ικανότητα της αριστεράς, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας για αλλαγή πολιτικής, για εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και για την δρομολόγηση της πορείας της χώρας σε προοδευτική κατεύθυνση. Είναι στο χέρι της να μην χάσει, και αυτή, την ιστορική ευκαιρία.

* Ο Στέφανος Μπαγεωργος ήταν μέχρι πρόσφατα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ και αποχώρησε 

Via : tvxs.gr