Η ουρά της εταιρείας Ζίμενς είναι μεγάλη και –για να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους– προφανώς, δεν είναι υπόθεση της Μεταπολίτευσης.
Σε όσα μας αφορούν, μολονότι αρκετά ερωτήματα μένουν (ίσως μείνουν διά παντός) αναπάντητα γύρω από την εμπλοκή προσώπων της κεντρικής πολιτικής σκηνής στην «υπόθεση Χριστοφοράκου-Ζίμενς», καλό θα ήταν να είχαμε μια νωπή αναδρομή.
Αυτή λοιπόν η αναδρομή στην Ιστορία, για γεγονότα του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, για πολιτικούς της εποχής, τις πολιτικές επιλογές τους και για τις οικονομικοκοινωνικές συνέπειες των επιλογών και των δράσεών τους, επανατοποθετεί το όλο πλαίσιο σε ιδρυτική ελληνογερμανική βάση και φωτίζει, συνάμα, το περίγραμμα μιας ριζωμένης παλιάς σχέσης που, απλώς, «εκσυγχρονίστηκε».
Πριν από τρία χρόνια η Ιζαμπέλλα Παλάσκα, στο ενδιαφέρον βιβλίο της «Αγγελος ή δαίμονας: ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου…» (Λιβάνης, 2013), έδωσε τη μυθιστορηματική βιογραφία του πατέρα της, του Ιωάννη Βουλπιώτη, που, αν μη τι άλλο, υπήρξε εξόχως αποκαλυπτική για την προπολεμική παρουσία της Ζίμενς στην Ελλάδα… αλλά και για το πολιτικό παρασκήνιο της ίδρυσης των Ταγμάτων Ασφαλείας –χωρίς βέβαια αυτά τα δύο να συνδέονται άμεσα.
Το αφήγημα, που σταματάει με την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, «κλείνει» με την υποθετική συνομιλία Βουλπιώτη-Γκρέβενιτς για το κατοχικό δάνειο και «τα βεβαιωμένα ποσά ώστε να μπορεί το ελληνικό κράτος εν καιρώ να διεκδικήσει και να λάβει το οφειλόμενο ποσό»– αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
Ο Ιωάννης Βουλπιώτης (1902-1999), εγγονός του Δημητρίου Βουλπιώτη, υπουργού του Δεληγιώργη αλλά και του Χαριλάου Τρικούπη και γιος του στρατηγού Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στη Γερμανία. Ικανός, ευφυής και διακεκριμένος στην ελληνική παροικία, παντρεύτηκε την κόρη του Καρλ Φρίντριχ φον Ζίμενς, αναλαμβάνοντας –και λόγω των προσόντων του– επιτελική και διευθυντική θέση στο βιομηχανικό σύμπλεγμα AEG-Siemens-Telefunken.
Με όχημα τη γερμανική εταιρεία και μέσω των πληρεξουσίων του γερμανικού βιομηχανικού συγκροτήματος, ο γαμπρός του Ζίμενς, ο Βουλπιώτης, στην ουσία έφτασε στην Ελλάδα με συγκεκριμένους στόχους: να ελέγξει για λογαριασμό της οικογενειακής επιχείρησης τις τηλεπικοινωνίες και τη ραδιοφωνία.
«Τα πληρεξούσια του επέτρεπαν να υπεισέλθει στη μετοχική σύνθεση του κρατικού οργανισμού τηλεπικοινωνιών, της ΑΕΤΕ (Ανώνυμη Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία) και της ΑΕΡΕ (Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία)… Ως μοναδικός κυρίαρχος των δύο αυτών τομέων, θα είχε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές πηγές εσόδων:
α) τα ποσοστιαία κέρδη από τις προμήθειες υλικού, μέσω του γερμανικού συγκροτήματος Ζίμενς, β) την κερδοφορία των μετοχών, σύμφωνα με τους επίσημους ισολογισμούς, καθώς ο ίδιος θα όριζε τις υποχρεωτικές συνδρομές των καταναλωτών και, γ) τα άδηλα κέρδη από την προβολή συγκεκριμένων προσώπων ή ορισμένης πολιτικής».
Δηλαδή, και τότε υπήρχαν μίζες –«έξτρα προμήθειες» λέγονταν–, επαφές και επισκέψεις παραγόντων στη Γερμανία για προώθηση «των εθνικών συμφερόντων» και μαύρο χρήμα σε ελβετικούς λογαριασμούς. «Οι πολιτικοί προϊστάμενοι είναι πολύ πιο απαιτητικοί (φέρεται να παραδέχεται ο γαμπρός του Ζίμενς).
Εχουν αξιώσεις περίπλοκες που ξεκινούν από μεγάλα χρηματικά ποσά και φτάνουν μέχρι συνδυασμένα αιτήματα για παροχές ακινήτων, πακέτα μετοχών, αφανείς χρηματοδοτήσεις δράσεων, προσλήψεις στελεχών και ό,τι άλλο σκεφτούν, ακόμη και την επαγγελματική προώθηση των παιδιών τους».
Συνομιλητής του Μεταξά πριν από τον πόλεμο και πάντα eminence grise, ο Βουλπιώτης ήταν στην Κατοχή σε μόνιμη επαφή με τους Γερμανούς (ιδιαιτέρως με τον ναύαρχο φον Κανάρη), αλλά και στενός συνομιλητής του Πάγκαλου, του Πλαστήρα, του Γονατά, του Σοφούλη, του Ιωάννη Ράλλη, του Λογοθετόπουλου, του Ταβουλάρη, του Ζέρβα (ΕΔΕΣ) και του Δημήτρη Γληνού από το ΕΑΜ. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, μεταξύ άλλων, με τον Βασίλειο Ντερτιλή.
Ισως, προετοιμάζοντας ένα μεταπολεμικό τείχος στοιχειώδους αυτοπροστασίας, φοβούμενος –όχι άδικα– μια μεταπολεμική επικράτηση της ΕΑΜογενών αντιστασιακών αριστερών δυνάμεων.
Σίγουρα, η υπόθεση του Ιωάννη Βουλπιώτη και της Ζίμενς συνιστά μια περίπτωση που έχει να πει πολλά για τη θεμελίωση ενός χαρακτηριστικού «κορπορατισμού των ελίτ» του ελληνικού κόσμου του 20ού αιώνα, αλλά και την κινητικότητα του στρατιωτικού, οικονομικού, πολιτικού, διπλωματικού, δημοσιογραφικού, διανοητικού και καλλιτεχνικού προσωπικού της, στο φόντο του ελληνικού Μεσοπολέμου και της Κατοχής.
Ολοι τους βρέθηκαν στην πλευρά των συνεργών με κοινό παρονομαστή την εξαθλίωση της κατοχικής Ελλάδας. Εξέφρασαν τη βούλησή τους για αποτροπή, με κάθε τρόπο, της πιθανής επικράτησης των ΕΑΜογενών στην ελληνική μεταπολεμική ζωή. Οι πρωτομάστορες των εθνικοφρόνων…
Για τη γενεαλογία του πράγματος (αν αυτό έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία σήμερα), μετά τον πόλεμο, ο Βουλπιώτης υπήρξε συγκατηγορούμενος με τον πατέρα του Χριστοφοράκου, τον Νικόλαο Χριστοφοράκο, στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων του 1946 – όπου και αθωώθηκαν.
Και ο υποστράτηγος Βασίλειος Ντερτιλής που μαζί με Ράλλη και Βουλπιώτη έστησαν τα Ευζωνικά Τάγματα το 1943, υπήρξε πατέρας του πρόσφατα αποβιώσαντος τελευταίου ισοβίτη, εκ των πρωταιτίων της Απριλιανής δικτατορίας, Νικολάου Ντερτιλή.
Ερωτήματα αφελούς: Πώς μπορεί να δραστηριοποιείται στο «ίδιο πνεύμα» κατά τον 21ο αιώνα η εταιρεία που γιγαντώθηκε στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, που χρησιμοποίησε αιχμαλώτους δούλους-εργάτες, που οι επικεφαλής της συνδέθηκαν με την κατασκευή του Αουσβιτς και του Μπούχενβαλτ κ.ά.;
Και, βέβαια το αμέσως επόμενο ερώτημα: Μπορεί η πολιτική ελίτ να υποθέτει απλώς μεταπολιτευτικές λαθροχειρίες και τα μέλη της να απολαμβάνουν ξέγνοιαστα ένα τέτοιο μέρος της ιστορίας τους;
Via : www.efsyn.gr