Ενίσχυση της εκλογικής επιρροής των δύο μεγάλων κομμάτων -ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ.- καταγράφεται στην έρευνα «Σφυγμός» της Prorata για την «Εφ.Συν.» σε μια περίοδο κατά την οποία η διαπραγμάτευση μοιάζει να καρκινοβατεί, με τους δανειστές να ασκούν πιέσεις για νέα μέτρα και την πολιτική πόλωση να αυξάνεται στο εσωτερικό, σε πεδία όπως η οικονομία και τα φαινόμενα διαπλοκής αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.
Σε επίπεδο δυνητικής εκλογικής επιρροής ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται έως το 21% (18% τον Νοέμβριο), η Ν.Δ. έως το 33% (29%), η Χρυσή Αυγή έως το 8% (10%), η Δημοκρατική Συμπαράταξη έως το 14% (10%), το ΚΚΕ 12% (14%), το ΠΟΤΑΜΙ 8% (8%), οι ΑΝ.ΕΛΛ. 4% (5%), η Ενωση Κεντρώων έως το 7% (8%), η Λαϊκή Ενότητα έως το 4% (3%) και η Πλεύση Ελευθερίας έως το 7% (7%) (βλ. και διπλανή στήλη).
Στο ερώτημα εάν επιθυμούν πρόωρες εκλογές μέσα στους επόμενους έξι μήνες, οι συμμετέχοντες απαντούν 56% «όχι», 38% «ναι» (μεγαλύτερο κατά έξι μονάδες από τον Δεκέμβριο) και 6% «Δ.Ξ./Δ.Α.».
Ως προς τα στερεότυπα για τα κόμματα, το 66% των ερωτηθέντων συμφωνεί ότι «η Ν.Δ. είναι το κόμμα του συστήματος», το 62% ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια αντι-συστημικός», το 61% ότι «η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση» (το 14% διαφωνεί), το 62% ότι οι ΑΝ.ΕΛΛ. «δεν ταιριάζουν ιδεολογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ», το 49% «ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να διασωθεί με προσπάθειες όπως αυτή των Διαμαντοπούλου, Ραγκούση, Φλωρίδη», το 42% ότι «το Ποτάμι δεν είναι πλέον παρά η ουρά της Ν.Δ.» και το 38% ότι «το Ποτάμι δεν είναι πλέον παρά ουρά του ΠΑΣΟΚ».
Στο ερώτημα για το πώς εκτιμούν την οικονομική κατάσταση της χώρας τους επόμενους 12 μήνες, το 72% λέει ότι αυτή θα χειροτερέψει λίγο ή σημαντικά, το 18% ότι θα μείνει ίδια, το 8% ότι θα βελτιωθεί λίγο, ενώ το 2% «Δ.Ξ./Δ.Α.».
Ως προς τα συναισθήματα, το 61% δηλώνει ότι αισθάνεται μεγάλο και υπερβολικό φόβο, το 74% μεγάλο και υπερβολικό θυμό, ενώ το 49% καθόλου ελπίδα (μικρή το 26%).
Σχετικά με τις ιδιότητες των πολιτικών αρχηγών:
► Το 50% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι το επίθετο «έντιμος» δεν ταιριάζει σε κανέναν από τους Τσίπρα – Μητσοτάκη
► Το 26% επιλέγει τον αρχηγό της Ν.Δ. και το 18% τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
► Στο «απόμακρος» το 26% λέει «και οι δύο το ίδιο», το 24% ο Μητσοτάκης και το 22% ο Τσίπρας.
► Στο «αποτελεσματικός», το 51% δηλώνει «κανένας από τους δύο», το 28% ο Μητσοτάκης και το 11% ο Τσίπρας.
Σε θέσεις μάχης
Του Γιάννη Κωνσταντινίδη*
Ο τελευταίος «Σφυγμός», η μηνιαία έρευνα καταγραφής της δυνητικής εκλογικής επιρροής των κομμάτων από την Prorata, συναντά τους πολίτες στην αρχή μιας φάσης αποσαφήνισης των στάσεών τους έναντι των δύο κομματικών πρωταγωνιστών του λεγόμενου «νέου ελληνικού δικομματισμού».
Τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ αυξάνουν ορατά την εκλογική τους επιρροή σε σύγκριση με τις αντίστοιχες μετρήσεις του φθινοπώρου, με τρόπο που παραπέμπει χρονικά στην έναρξη της τελευταίας φάσης του εκλογικού κύκλου, κατά την οποία παραδοσιακά τα δύο μεγάλα κόμματα αυξάνουν τις συσπειρώσεις τους, αλλά και τις εισροές τους από τρίτα κόμματα στα οποία πολλοί ψηφοφόροι είχαν καταλήξει προσωρινά κατά το μέσο του εκλογικού κύκλου.
Με το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών να συζητείται περισσότερο και να γίνεται περισσότερο αποδεκτό σήμερα –υπέρ των πρόωρων εκλογών τάσσεται τον Ιανουάριο το 38% του δείγματος (+6% από τη μέτρηση του Δεκεμβρίου)–, οι πολίτες μοιάζουν να «επιλέγουν στρατόπεδο».
Ετσι, η Ν.Δ. διευρύνει τη δυνητική εκλογική επιρροή της κατά 4 μονάδες, καθώς πλέον πιθανότητα άνω του 50% να την επιλέξουν δηλώνουν ότι έχουν το 33% των ψηφοφόρων, και ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ διευρύνει τη δική του κατά 3 μονάδες, καθώς πιθανότητα άνω του 50% να τον επιλέξουν δηλώνουν ότι έχουν το 21% των ψηφοφόρων.
Τι ώθησε προς τα πάνω τα επίπεδα απήχησης των δύο κομμάτων;
Θα πρέπει πάντως πρώτα να υπογραμμιστεί ότι οι δύο αυτές αυξήσεις ποσοστών είναι ποιοτικά διαφορετικές.
Η διεύρυνση της επιρροής της Ν.Δ. μοιάζει να έχει μια φυσική στον χρόνο εξέλιξη, κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης του ποσοστού των εκλογέων που δίνουν μια μέση πιθανότητα (50% έως 70%) να την επιλέξουν.
Οι ψηφοφόροι αυτοί, προερχόμενοι τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από το Ποτάμι, τείνουν προς την επιλογή της Ν.Δ. χωρίς όμως τον ενθουσιασμό που θα τους οδηγούσε στην έκφραση βεβαιότητας για την επιλογή τους.
Πρόκειται για μια τάση που εκδηλώνεται σε δικομματικά συστήματα σε συνθήκες μεγάλης δυσαρέσκειας από την κυβέρνηση, συναίσθημα που οδηγεί τους δυσαρεστημένους ευθέως, πλην όμως χλιαρά, από τον έναν στον άλλο πυλώνα του δικομματισμού.
Από την άλλη, η διεύρυνση της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο απότομη και προέρχεται κατά βάση από την αύξηση του ποσοστού των εκλογέων που δίνουν υψηλή πιθανότητα (άνω του 80%) να τον επιλέξουν στην επόμενη κάλπη.
Πρόκειται για ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, οι οποίοι μοιάζουν να εγκαταλείπουν τη σκέψη να στηρίξουν κόμματα που τοποθετούνται στο αντι-μνημονιακό άκρο, όπως το ΚΚΕ και η Πλεύση Ελευθερίας, και επιστρέφουν κατά μία έννοια στη στέγη τους.
Η επιστροφή αυτή, ή για την ακρίβεια η αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, αξίζει να επισημανθεί, καθώς αποδεικνύει ότι οι σημαντικότατες απώλειες του κόμματος από τα τέλη του 2015 μέχρι σήμερα είναι θεωρητικά αναστρέψιμες.
Πώς όμως ερμηνεύεται αυτή η ενίσχυση;
Η χρονική στιγμή στην οποία καταγράφεται η αύξηση της δυνητικής εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπει στην κυβερνητική επιλογή αξιοποίησης μέρους του πλεονάσματος μέσω της διανομής του επιδόματος στους χαμηλοσυνταξιούχους στο τέλος της περασμένης χρονιάς.
Η κίνηση αυτή επανέφερε στη μνήμη μερίδας των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν δυσαρεστηθεί από την ουσιαστική ευθυγράμμιση της κυβέρνησης με τις μνημονιακές πολιτικές των προκατόχων της, τη διεκδικητικότητα της πρώτης περιόδου της θητείας της όταν οι μονομερείς αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης στα ζητήματα εφαρμογής των όρων των Μνημονίων εκλαμβάνονταν ως τεκμήρια αποκατάστασης αδικιών σε βάρος του ελληνικού λαού. Υπό αυτήν την έννοια, η διαφαινόμενη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ να τηρεί, ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο, αποστάσεις από τους θεσμούς δείχνει αποτελεσματική.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η απήχηση της κυβερνητικής αυτής κίνησης ευνοήθηκε πιθανώς από την άρνηση της Ν.Δ. να στηρίξει την επιλογή της κυβέρνησης, στάση που επιδείνωσε σημαντικά τον δείκτη εγγύτητας του ίδιου του κ. Μητσοτάκη προς τον ψηφοφόρο (αύξηση του ποσοστού εκείνων που επέλεξαν τον αρχηγό της Ν.Δ. ως τον πλέον απόμακρο από 19% σε 24%), καθώς η μη ψήφιση του επιδόματος εξελήφθη ως ένδειξη αναλγησίας.
Η δημοσκοπική εικόνα των δύο κομμάτων μετά την παροχή του επιδόματος δείχνει ότι η επίκληση της ανάγκης δικαίωσης είναι μια στρατηγική αποδεδειγμένα επιτυχημένη για τον ΣΥΡΙΖΑ και υπό αυτήν την έννοια αποτελεί την «τυφλή γωνία» της οδήγησης της Ν.Δ. προς την επόμενη κάλπη.
Παράλληλα, η προκαλούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ συναισθηματική ένταση «κλείνει τον δρόμο» σε ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του 2015 που έδειχναν ενδιαφέρον προς επιλογές όπως το ΚΚΕ, η Πλεύση Ελευθερίας ή και το ΠΑΣΟΚ, δημιουργώντας συνθήκες απόλυτης αντιπαράθεσης για δύο.
*Επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και επιστημονικά υπεύθυνος της εταιρείας Prorata
Via : www.efsyn.gr