Μια ελληνοαμερικανίδα συγγραφέας, ψάχνοντας έμπνευση για το βιβλίο της κατέφυγε στην ιστορία της γιαγιάς της που, πριν από 70 χρόνια, φυγάδευσε μια εβραϊκή οικογένεια στην Ερεικούσα, το βορειότερο κατοικήσιμο νησάκι του Ιονίου πελάγους. Η βραβευμένη με ΕΜΜΥ, Ιβέτ Μάνεσις Κορπορόν, αναμόχλευσε ανείπωτες ιστορίες και αφηγήθηκε στα παιδιά των επιζώντων του Ολοκαυτώματος την ιστορία τους που δεν είχαν ξανακούσει. Το TPP συνάντησε την ελληνοαμερικανίδα τηλεοπτική παραγωγό και συγγραφέα -όχι μακριά από την Ερεικούσα- στην Κέρκυρα.
Συνέντευξη στον Δημήτρη Λαμπρόπουλο
Το ελληνικό κοινό δεν γνωρίζει πολλά για σένα. Ποια είναι η Ιβέτ;
Ποια είναι η Ιβέτ; Είμαι μητέρα, σύζυγος, δημοσιογράφος, τηλεοπτική παραγωγός, συγγραφέας ενός best seller (σ.σ.Ο Ψίθυρος των Κυπαρισσιών) και σεναριογράφος, βραβευμένη 3 φορές με ΕΜΜΥ.
Έγραψες ένα βιβλίο για τη γιαγιά σου και για το πώς αυτή βοήθησε μια οικογένεια Εβραίων στον Δεύτερο Παγκόσμιο. Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο σου «Something Beautiful Happened», που θα κυκλοφορήσει αυτό τον Σεπτέμβριο. Πες μας δυο λόγια για αυτή την ιστορία.
Είναι η πραγματική ιστορία του τι έγινε στην Ερεικούσα εκείνη την εποχή. Το πώς, δηλαδή, σώθηκε μια οικογένεια Εβραίων και την ιστορία γενικότερα της εβραϊκής κοινότητας στην Κέρκυρα, επειδή αισθάνονται ότι έχουν ξεχαστεί. Μετά τον πόλεμο, επέζησε ένας πολύ μικρός αριθμός ανθρώπων στους οποίους είπαν να ξεχάσουν τι συνέβη, να ξεχάσουν τις οικογένειες τους που δολοφονήθηκαν, να παντρευτούν τους επιζώντες, ξεκινώντας μια καινούρια ζωή χωρίς να κοιτάζουν πίσω. Πολλοί δεν μίλησαν ποτέ για το τι συνέβη, ενώ ήθελαν να μιλήσουν. Οι άνθρωποι, όμως, δεν ήθελαν να τους ακούσουν, δεν τους πίστευαν κι ένιωσαν πολύ ξεχασμένοι. Έτσι, ανάμεσα στο να μάθουμε τι συνέβη στην Ερείκουσα και στο να μάθουμε για την εβραϊκή κοινότητα της Κέρκυρας, συνέβη αυτό το όμορφο πράγμα. Όλο το νησί δούλεψε μαζί για να σώσει την οικογένεια. Κατόπιν συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι που επέζησαν δεν είχαν καμία υποστήριξη και βοήθεια. Έτσι αισθάνθηκα ότι αυτή η ιστορία έπρεπε να ειπωθεί.
Στο πρώτο σου βιβλίο, «Ο Ψίθυρος των Κυπαρισσιών», μας σύστησες τη Δάφνη, μια κόρη Ελλήνων μεταναστών που κυνηγά το αμερικανικό όνειρο, παγιδευμένη ανάμεσα στις οικογενειακές παραδόσεις και τις απαιτήσεις της καριέρας της. Μόνο της απάγκιο, η αγαπημένη της γιαγιά στην άλλη άκρη του ωκεανού, στην Ερεικούσα. Το δεύτερο βιβλίο είναι η συνέχεια του νήματος;
Το πρώτο βιβλίο, «Ο Ψίθυρος των Κυπαρισσιών», είναι μυθιστόρημα. Για το δεύτερο, προσπαθούσα να σκεφτώ τι είδους βιβλίο θέλω να γράψω, ποια ιστορία θα πω, ποια ιστορία είναι μοναδική για μένα. Ξέρω τι είναι να είσαι ελληνοαμερικανίδα γυναίκα, ξέρω τι είναι να είσαι από αυτό το όμορφο μικρό νησί, από αυτόν τον μαγικό μικρό παράδεισο όπου οι άνθρωποι είναι τόσο ευγενικοί και υπέροχοι και στη συνέχεια θυμήθηκα την ιστορία τής γιαγιάς μου και είπα «Αυτή η ιστορία είναι υπέροχη». Ήταν κάτι εντελώς ξεχασμένο. Οπότε άρχισα να το ψάχνω.
Είναι όντως μια πάρα πολύ ωραία ιστορία και αυτό που έκανε η γιαγιά σου είναι αξιοθαύμαστο.
Είναι καταπληκτική. Ήταν απλοί, αμόρφωτοι άνθρωποι, με τα μαύρα, με τα μαντίλια μέσα στο σπίτι. Ήταν άνθρωποι της επαρχίας, νησιώτες. Ποτέ δεν έμαθαν να διαβάζουν και να γράφουν. Ήταν απλές γυναίκες αλλά είχαν αυτήν τη γενναιότητα κι έκαναν αυτά τα εξαιρετικά πράγματα.
Η οικογένεια των Εβραίων κρυβόταν στο σπίτι του ιερέα και τη νύχτα έβγαιναν και πήγαιναν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ο πατέρας μου θυμάται να ακούει το χτύπημα στην πόρτα. Ο παππούς μου τότε ήταν στην Αμερική και η γιαγιά μου ήταν μόνη με την οικογένειά της. Χαμογέλαγε και άνοιγε την πόρτα, τους έβαζε μέσα στο σπίτι και έμενε να μιλάει με την κόρη των Εβραίων, ένα μικρό κορίτσι τότε, όλη τη νύχτα.
Αυτή τη μικρή εβραιοπούλα τη συναντάμε ως ηρωίδα στο καινούριο σου βιβλίο. Έχεις μάθει τι απέγινε εκείνο το κορίτσι;
Αυτό ήταν που έψαχνα. Την αναζητούσα για χρόνια και χρόνια… Πήγα στην εβραϊκή συνοικία, χτύπησα τις πόρτες, ρώτησα τους συγγενείς μου και στο τέλος κατάφερα να βρω τις κόρες της. Οι κόρες της, η Ρόζα και η Σπέρα, δεν γνώριζαν τίποτα για την ιστορία της οικογένειάς τους. Τους είπα για τη γιαγιά μου και μου απάντησαν «Για τι πράγμα μιλάς;». Δεν είχαν ιδέα, επειδή, όπως και πολλοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος, η μάνα τους δεν τους μίλησε ποτέ για αυτό. Δεν έμαθαν ποτέ τι είχε συμβεί στην Κέρκυρα. Τελικά, ήρθαν στην Κέρκυρα, στην Ερεικούσα και είδαν πού έζησε η μητέρα τους και έμαθαν πώς επέζησαν οι γονείς τους. Εδώ που βρισκόμαστε τώρα συνάντησα για πρώτη φορά τη Ρόζα και τη Σπέρα. Κάναμε και μια όμορφη γιορτή προς τιμήν όλης αυτής της επανασύνδεσης.
Περίμενες όλη αυτή την επιτυχία; Περίμενες να γίνει best seller;
Όχι. Όταν έγραφα, δεν ήξερα καν αν κάποιος θα διάβαζε το βιβλίο. Διότι όταν έγραφα το πρώτο μου βιβλίο, είχα και τη δουλειά μου στην τηλεόραση, δεν ήμουν συγγραφέας. Ο σύζυγός μου με κοίταγε και μου έλεγε: «Ακόμα κάθεσαι και γράφεις αυτό το βιβλίο;». Κάθε διαθέσιμο λεπτό που είχα, καθόμουν και έγραφα. Όταν γράφεις ένα βιβλίο δεν ξέρεις αν τελικά όλες αυτές οι ώρες θα πάνε χαμένες. Δεν ήξερα ότι θα πωλούσε σε δεκατέσσερις γλώσσες. Εγώ απλώς ήθελα να πω την ιστορία. Ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη.
Είσαι επίσης παραγωγός και δημοσιογράφος. Δένουν κάπως όλα αυτά, έτσι δεν είναι;
Ναι, και αυτή ήταν η προπόνησή μου. Οι δημοσιογραφικές μου δεξιότητες με βοήθησαν και με το νέο μου βιβλίο. Πώς να βρω πληροφορίες, πώς να κάνω έρευνα, πώς να καθίσω με τους ανθρώπους και να με εμπιστευτούν, να μου πουν την ιστορία τους.
Πιστεύεις ότι συνέβαλες στο να γίνει γνωστό το νησί της Ερεικούσας στον κόσμο;
Ναι, κι αυτή ήταν μια από τις πιο όμορφες εκπλήξεις. Ήμουν στην Ερεικούσα πριν δυο χρόνια με την οικογένειά μου. Περπατούσαμε με τον άντρα μου, όταν μας πλησίασε μια γυναίκα από τη Νορβηγία και μου είπε: «Διάβασα το βιβλίο σου και με ενέπνευσε να έρθω στο νησί». Έψαξε στο Google και είδε ότι υπάρχει μια πραγματική Ερεικούσα με πραγματικό ξενοδοχείο για να μείνεις κι έτσι έκλεισε εισιτήρια και ήρθε, όπως έκαναν και μερικοί ακόμα αναγνώστες. Την πήγαμε να δει το σπίτι της γιαγιάς μου και την ξεναγήσαμε στην Ερεικούσα, εξηγώντας της πού διαδραματίστηκε το καθετί. Τώρα επικοινωνούμε μέσω email και έρχεται τα καλοκαίρια στο νησί.
Πώς νιώθεις γι΄ αυτό;
Νιώθω τόσο περήφανη… Η Ερεικούσα είναι ένα τόσο όμορφο νησί και, όπως παντού στην Ελλάδα, και εκεί η οικονομική κατάσταση είναι πολύ δύσκολη τώρα, οπότε, όπως είπα και πριν, το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαβάζουν το βιβλίο μου, βλέπουν στο χαρτί την ομορφιά της Ερεικούσας και μετά θέλουν να την δουν με τα ίδια τους τα μάτια, είναι απίστευτο. Ένα νησί που καλά-καλά δεν υπάρχει σε όλους τους χάρτες.
Το βιβλίο σου, λοιπόν, βγαίνει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων τον επόμενο μήνα στις ΗΠΑ. Ποιες είναι οι προσδοκίες σου;
Έχω μάθει ότι καλό είναι να μην έχω προσδοκίες. Εσύ βγάζεις το βιβλίο και μετά ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Διαβάζω τώρα τις κριτικές πριν την κυκλοφορία του και ευτυχώς, είναι πολύ καλές. Ο εκδότης μου αυτή τη στιγμή που είμαστε εδώ και μιλάμε κανονίζει σε ποιες γλώσσες θα μεταφραστεί.
Εσύ τι διαβάζεις στον ελεύθερό σου χρόνο;
Διαβάζω πολλές εφημερίδες, πολλή μυθοπλασία αλλά και βιβλία που δεν είναι λογοτεχνικά. Πέραν του να είμαι συγγραφέας, εργάζομαι και ως τηλεοπτικός παραγωγός και μου στέλνουν πολύ υλικό για διάβασμα. Μ’ αρέσουν πολύ τα βιβλία μυστηρίου και η ιστορική μυθοπλασία.
Και μια τελευταία ερώτηση Ιβέτ. Πώς αποφάσισες, αλήθεια, να γίνεις συγγραφέας; Βάζεις κομμάτια του εαυτού σου στις ηρωίδες σου;
Ως δημοσιογράφος, παίρνω συνεντεύξεις από κάθε λογής ανθρώπους, διάσημους, προέδρους χωρών κλπ. Μιλώντας, λοιπόν, με ανθρώπους που βλέπω ότι κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα, είπα ότι θέλω να κάνω κι εγώ κάτι για μένα, κάτι για το οποίο θα είμαι περήφανη. Αυτό που ήξερα να κάνω ήταν να γράφω και αποφάσισα μέσα από αυτό να δημιουργήσω μια πρόκληση για τον εαυτό μου – να προσπαθήσω να γράφω βιβλία. Και όσο για τις ηρωίδες μου, σίγουρα τους μεταφέρω κομμάτια της δικής μου ζωής, όπως η Δάφνη στο πρώτο μου βιβλίο, που αγαπάει τον αμερικάνικο εαυτό της αλλά αγαπάει και τον ελληνικό εαυτό της.
Via : www.thepressproject.gr