του Αλέκου Λασκαράτου
Αυτό που λένε, ότι μερικές φορές οι συμπτώσεις στη ζωή ξεπερνούν σε φαντασία και αυτή του πιο τολμηρού σεναριογράφου ή μυθιστοριογράφου, είναι απόλυτα αληθινό.
Η πρώτη μου εμπειρία αραβο-ισραηλινού πολέμου ήταν αυτή του 1956, όταν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, σε συμμαχία με το Ισραήλ, κήρυξαν τον πόλεμο στην Αίγυπτο του Νάσερ. Ο συνταγματάρχης Γκαμάλ Άμπτελ Νάσερ ανέτρεψε το 1952 τον βασιλιά Φαρούκ της Αιγύπτου. Άσκησε φιλολαϊκή και εθνικιστική πολιτική, και υπήρξε μέχρι τον θάνατό του ήρωας για τον αιγυπτιακό λαό. Μετά την άρνηση των ΗΠΑ να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή του φράγματος του Ασσουάν στράφηκε στην ΕΣΣΔ, η οποία δέχτηκε να το χρηματοδοτήσει, και έκοψε τους δεσμούς της Αιγύπτου με τη Δύση. Στις 25 Ιουλίου του 1956, εθνικοποιεί τη διώρυγα του Σουέζ (που μέχρι τότε ήταν αγγλικών και γαλλικών συμφερόντων). Ο πόλεμος αυτός έμεινε γνωστός ως «ο πόλεμος της Διώρυγας του Σουέζ». Δεν θυμάμαι και πολλά, μιας και μόλις πύκνωσαν τα σύννεφα του πολέμου ο πατέρας μου μας έστειλε, τη μάνα μου και την αδελφή μου, στη θεία μου, εδώ στην Αθήνα, για έξι μήνες. Θυμάμαι μόνο πως είχαμε μόλις μετακομίσει στο καινούργιο μας σπίτι. Θυμάμαι επίσης πως όλα τα τζάμια του σπιτιού είχαν καλυφθεί με αυτοκόλλητες ταινίες σε σχήμα Χ για προστασία από τα θραύσματα σε περίπτωση ωστικού κύματος.
Τον πόλεμο αυτό ακολούθησε το καλοκαίρι του 1967 ο λεγόμενος «πόλεμος των έξι ημερών», κατά τον οποίο το Ισραήλ νίκησε κατά κράτος σε όλα τα μέτωπα που άνοιξε με τους Άραβες (Αίγυπτος, Συρία, Ιορδανία). Στην Αίγυπτο, κατέλαβε ολόκληρη τη χερσόνησο του Σινά, και έφτασε μέχρι την ανατολική όχθη της διώρυγας του Σουέζ. Τον πόλεμο αυτόν δεν τον έζησα, μιας και είχαμε φύγει οριστικά από την Αίγυπτο για την Ελλάδα, το 1960.
Το 1970, βρίσκομαι πια μεταπτυχιακός φοιτητής στο Παρίσι. Νοικιάζω ένα δωμάτιο στο τριάρι διαμέρισμα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού Πολωνοεβραίων, που ήρθαν στο Παρίσι ως πρόσφυγες μετά τον πόλεμο. Καλοί και διακριτικοί άνθρωποι, μη θρησκευόμενοι, δεν με ενόχλησαν ποτέ. (Εκείνη, η κακομοίρα η κ. C., έπαθε νευρικό κλονισμό, όταν σε κάποια «επίκαιρα» παρισινού κινηματογράφου αναγνώρισε την αδελφή της στην οθόνη, ζωντανή ακόμη, στο στρατόπεδο του Άουσβιτς, όπου και τελικά πέθανε. Χρειάστηκε να μείνει έξι μήνες σε νευρολογική κλινική).
Δίπλα από εκεί όπου έμενα, ήταν η φοιτητική εστία Νταρώ, όπου έτρωγα τα βράδια, στο φοιτητικό της εστιατόριο. Στην ουρά με το δίσκο σου για σερβίρισμα. Στη συνέχεια, με το δίσκο ανά χείρας, σε ένα από τα τετραθέσια τραπέζια της τεράστιας αίθουσας για να καθίσεις. Φοιτητές και φοιτήτριες απ’ όλες τις χώρες της γης. Κάποια φορά, στο τραπέζι που καθόμουν, έρχεται και κάθεται απέναντί μου, ένας νέος, γύρω στα 22 του, όπως και εγώ τότε. Ξανθός, γαλανομάτης. Με χαιρετά και αρχίζει να τρώει. Προσπαθώ να μαντέψω από ποια χώρα είναι. Είμαι από το Ισραήλ, μου λέει, και μου τείνει το χέρι του. Εγώ από την Ελλάδα του λέω, και του τείνω και εγώ το χέρι. Συνεχίζουμε να τρώμε. Έχει κάτι το παράξενο πάνω του. Έχει ένα έντονο τικ με τα μάτια του. Τον παρατηρώ διακριτικά. Αυτός το καταλαβαίνει. Έπαθα έναν νευρικό κλονισμό στον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του ’67 πριν τρία χρόνια, και μου έμεινε αυτό το τικ στα μάτια, μου εξηγεί. Ήμουν στην πρώτη γραμμή. Έπαθα σοκ, μου λέει. Πού ήσουν τον ρωτάω. Στη διώρυγα του Σουέζ, ακριβώς πάνω στην ανατολική όχθη, απέναντι από το Πορτ Τεουφίκ απ’ όπου περνά η διώρυγα. Σοκάρομαι. Εκεί ακριβώς έμενα! Του το λέω, του περιγράφω και το σπίτι που μέναμε. Ένα τριώροφο άσπρο σπίτι, μοντέρνο για τα χρόνια εκείνα, ούτε πενήντα μέτρα από την όχθη της διώρυγας. Το ξέρω, μου λέει!!! Ακριβώς δίπλα από μια καθολική εκκλησία. Ναι, του λέω. Και το σπίτι και η εκκλησία και όλο το οικοδομικό τετράγωνο αυτό, έχουν ισοπεδωθεί μου λέει. Ήμουν μπροστά όταν βομβαρδίστηκε, προσθέτει.
Δεν τον ξαναείδα. Το 1995, τριανταπέντε χρόνια μετά την προσφυγιά μας από την Αίγυπτο, την επισκέφτηκα ξανά. Πήγα εκεί που μέναμε. Ήταν όπως μου τα είπε ο ισραηλινός φοιτητής. Ούτε το σπίτι υπήρχε, ούτε η καθολική εκκλησία. Ούτε άλλο κτίσμα στη θέση τους. Μόνο γκαζόν.
Ξύπνησαν αναμνήσεις μέσα μου. Η εκπληκτική φωτεινότητα, το υπέροχο θέαμα της διώρυγας, το σπίτι μου. Η καθολική εκκλησία, ο Άγιος Ιωάννης, με ιερέα έναν ιταλό φραγκισκανό, τον πατέρα Ruffino, όπου η μάνα μου ως καθολική που ήταν, μας πήγαινε για εκκλησιασμό (προς λύσσα του πατέρα μου, ο οποίος για αντιστάθμισμα μας έστελνε κάποιες φορές στην ελληνορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στο Σουέζ).
Via : www.protagon.gr