Η υπεράσπιση της ελευθερίας των Μέσων δεν ήταν ποτέ πριν τόσο σημαντική. Οι κυβερνήσεις γίνονται όλο και πιο δαιμόνιες στην προσπάθειά τους να κρύψουν την αλήθεια. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να γίνουν επίσης πιο δαιμόνιοι για να την αποκαλύψουν.
Δημοσιεύτηκε στα ελληνικά στο 10ο τέυχος του περιοδικού ΖΗΝ του TPP
«Πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι κάθε μετριότητα, κάθε παραίτηση, κάθε πράξη εφησυχασμού θα μας βλάψει τόσο, όσο τα τουφέκια του εχθρού».– Αλμπέρ Καμύ
Το να είσαι δημοσιογράφος στην Τουρκία ή στην Αίγυπτο μπορεί να σου κοστίσει την ελευθερία σου. Στη Συρία ή το Μεξικό, μπορεί να σου κοστίσει τη ζωή σου. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου του 2017, ο κόσμος γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος για τους δημοσιογράφους που θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους.
Κυβερνήσεις και μη κρατικοί φορείς περιορίζουν την ελευθερία του Τύπου για διάφορους λόγους. Οι Ομπιάνγκ και οι Μπερντιμουχαμέντοφτο το κάνουν απλά για να μείνουν στην εξουσία. Οι Ροχανί και οι Σαλμάν Μπιν Αμπντουλαζίζ, για να «υπερασπιστούν την ηθική». Και οι Ερντογάν και Μαδούρο για να καταπνίξουν την αντιπολίτευση, χρησιμοποιώντας την κοινωνική αναταραχή ως δικαιολογία. Το πρόβλημα, ωστόσο, ξεπερνά τις δικτατορίες της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, τα αυταρχικά καθεστώτα και τον θρησκευτικό φανατισμό. Σύμφωνα με το Freedom House, μόνο το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού απολαμβάνει ελευθερία του Τύπου, και η ελευθερία των Μέσων μειώνεται όλο και περισσότερο στις σύγχρονες, πλουραλιστικές δημοκρατίες, όπως ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία. Ακόμη και στην Ευρώπη, την ήπειρο με το χαμηλότερο επίπεδο παραβιάσεων της ελευθερίας των Μέσων στον κόσμο, χάνεται έδαφος: τα τελευταία πέντε χρόνια οι επιθέσεις στην ελευθερία του Τύπου αυξήθηκαν κατά 17,5%. Εάν νομίζετε ότι η Πολωνία και η Ουγγαρία είναι τα μόνα κράτη που ευθύνονται για τη μείωση του ποσοστού στην περιοχή, ξανασκεφτείτε το.
Μόνο το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού απολαμβάνει ελευθερία του Τύπου.
Μια παγκόσμια επιδημία
Οι επιθέσεις στην ελευθερία των Μέσων δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε καν στις χώρες που θεωρούνται δημοκρατικές. Αυτό που αλλάζει είναι η φύση των επιθέσεων. Κυβερνήσεις, εγκληματίες και άλλοι μη κρατικοί φορείς πάντα προσπαθούσαν να σταματήσουν τους δημοσιογράφους από το να τους υποχρεώνουν να λογοδοτούν. Η θεσμοθετημένη λογοκρισία, η πολιτική πίεση και η σωματική βία δεν είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Η Τουρκία, η μεγαλύτερη φυλακή στον κόσμο για τους δημοσιογράφους, αποτελεί μια καλή υπενθύμιση αυτής της πραγματικότητας. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (Reporters Without Borders) και το Freedom House, τα κράτη χρησιμοποιούν νέες, πιο διακριτικές και πιο εξελιγμένες τεχνικές για να εκφοβίσουν, να παρενοχλήσουν και να απονομιμοποιήσουν τους δημοσιογράφους. Αυτές οι πρακτικές αποδυναμώνουν τις δημοκρατίες μας και τις καθιστούν επιρρεπείς στη χειραγώγηση και την παραπληροφόρηση. Η αλήθεια, όπως πρόβλεψε ο Όργουελ, βρίσκεται καθ’ οδόν στο να γίνει αυτό που θέλουν οι ηγέτες μας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι αδιαμφισβήτητα ο πρωταθλητής στην αντίδραση εναντίον της δημοσιογραφίας παγκοσμίως. Η εκστρατεία του ενάντια στους δημοσιογράφους όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο τη μακρόχρονη παράδοση της χώρας του στην υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας των Μέσων, αλλά ανοίγει την πόρτα και για άλλους πολιτικούς ώστε να κάνουν το ίδιο. Οι αυταρχικοί ηγέτες πιστεύουν τώρα ότι είναι φυσιολογικό να δυσφημίζουν και να εκφοβίζουν τον Τύπο. Η αιγυπτιακή κυβέρνηση, για παράδειγμα, βασίστηκε στη ρητορική ψευδών ειδήσεων για να επικρίνει την κάλυψη του CNN για την τρομοκρατική επίθεση σε ένα τζαμί στο Σινά. Η Λιβύη έκανε το ίδιο για να δυσφημίσει μια έκθεση του CNN για τη δουλεία. Ο Νάιτζελ Φάρατζ στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία είναι μερικοί από τους θαυμαστές της ιδανικής αυτής μεθόδου για να αποσπούν την προσοχή των πολιτών και να την απομακρύνουν από τα πραγματικά ζητήματα, κάτι που γίνεται με την εστίαση στον αγγελιοφόρο και όχι στο μήνυμα. Αυτό είναι το μέσο με το οποίο οι λαϊκιστές όλων των χώρων προσπαθούν να συνδέσουν τους δημοσιογράφους με το «Κατεστημένο», υποβιβάζοντας έτσι τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης σε προστάτες της εξουσίας.
Οι επιθέσεις στην ελευθερία των Μέσων δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε καν για τις χώρες που θεωρούνται δημοκρατικές. Αυτό που αλλάζει είναι η φύση των επιθέσεων.
Άλλες χώρες ακολουθούν διαφορετικές τακτικές για να εμποδίσουν την ελευθερία των Μέσων. Ο Αντρέι Ντούντα στην Πολωνία και ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, για παράδειγμα, συνδυάζουν πολιτική και οικονομική πίεση για την υπονόμευση των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης: τους στραγγαλίζουν καταργώντας τη διαφήμιση του δημόσιου τομέα, ενώ ταυτόχρονα προωθούν τις φιλικές προς το δημόσιο ιδιωτικές επιχειρήσεις και περιορίζουν έτσι την ελευθερία των Μέσων. Στην Πολωνία, επιπλέον, οι εξυγιάνσεις στα δημόσια μέσα ενημέρωσης γίνονται όλο και πιο συνηθισμένες και η πρόσβαση των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης στο Κοινοβούλιο έχει περιοριστεί. Στην Ουγγαρία, μια μεγάλης κυκλοφορίας αριστερή εφημερίδα της αντιπολίτευσης έπρεπε να κλείσει αφού είδε την κυκλοφορία της να περιορίζεται, τις συνδρομές της να ακυρώνονται και τις διαφημίσεις της να πέφτουν με δραματικό ρυθμό, αφού είχε αποκαλύψει αρκετές περιπτώσεις διαφθοράς στην κυβέρνηση Όρμπαν.
Όμως, ενώ οι έμμεσες μέθοδοι καταστολής φαίνεται να έχουν γίνει το νέο φυσιολογικό στις ανελελεύθερες δημοκρατίες, οι φιλελεύθερες, όπως η Γερμανία ή η Νέα Ζηλανδία, υιοθετούν μέτρα που απειλούν τη δυνατότητα των δημοσιογράφων να βρίσκουν και να προστατεύουν τις πηγές τους: οι διώξεις κατά των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος και οι νόμοι-φίμωτρα είναι άμεσες επιθέσεις κατά της ελευθερίας των Μέσων και της ικανότητάς τους να προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον. Ο νόμος για τις ερευνητικές εξουσίες (Investigatory Powers Act) που θεσπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι άλλο ένα παράδειγμα.
Οι αμαρτίες της Λατινικής Αμερικής
Όσο εξελιγμένες και αν είναι οι νέες μέθοδοι που δυσκολεύουν τη δουλειά των δημοσιογράφων, οι περισσότερες από αυτές δεν συνιστούν απειλή κατά της ζωής των δημοσιογράφων. Μπορεί τελικά να σκοτώσουν τις δημοκρατίες μας, αλλά οι δημοσιογράφοι στον Καναδά, τη Ναμίμπια ή τη Νέα Ζηλανδία είναι λιγότερο πιθανό να πυροβοληθούν, από ό,τι οι συνάδελφοί τους στο Μεξικό ή τη Συρία. Στην πραγματικότητα, η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική ήταν οι πιο θανατηφόρες περιοχές στον κόσμο για τους δημοσιογράφους το 2017.
Μεξικανοί δημοσιογράφοι που καλύπτουν περιπτώσεις πολιτικής διαφθοράς και οργανωμένου εγκλήματος παρενοχλούνται συστηματικά, στοχοποιούνται και δολοφονούνται.
Περισσότεροι δημοσιογράφοι πέθαναν στο Μεξικό απ’ ό,τι στη Συρία ή στο Ιράκ, παρόλο που ο συνολικός αριθμός των θυμάτων σε όλο τον κόσμο μειώθηκε λίγο πέρυσι. Το χειρότερο είναι ότι η δικαιοσύνη δεν αναμένεται να αποδοθεί σύντομα, καθώς η διαφθορά και η ατιμωρησία διεισδύουν στην τοπική εξουσία. Μεξικανοί δημοσιογράφοι που καλύπτουν περιπτώσεις πολιτικής διαφθοράς και οργανωμένου εγκλήματος παρενοχλούνται συστηματικά, στοχοποιούνται και δολοφονούνται. Η δολοφονία του Γκουμάρο Πέρεζ Αγκουιλάντο, ο οποίος πυροβολήθηκε ενώ παρακολούθησε τη σχολική εκδήλωση του γιου του, μιλάει από μόνη της. Οι εγκληματίες κυκλοφορούν ελεύθεροι στο Μεξικό, ενώ οι δημοσιογράφοι σκοτώνονται χωρίς να υπάρχει τιμωρία.
Η βία κατά των δημοσιογράφων αποτελεί επιδημία για πολλές χώρες της περιοχής. Το να κάνεις ρεπορτάζ σχετικά με τις κακοποιήσεις από την αστυνομία και τη διαφθορά της κυβέρνησης είναι μια πολύ επικίνδυνη δραστηριότητα στο Ελ Σαλβαδόρ ή την Ονδούρα και η έλλειψη μηχανισμών προστασίας, η διαφθορά και η πολιτική αστάθεια στη Βραζιλία εξηγούν γιατί εξακολουθεί να είναι μια από τις πιο βίαιες χώρες της Λατινικής Αμερικής για τους δημοσιογράφους. Όσον αφορά την Κολομβία, έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της για να καταπολεμήσει τη σχετιζόμενη με τα ναρκωτικά βία ενάντια του προσωπικού των Μέσων.
Η σοβαρή δημοσιογραφία που στηρίζεται σε γεγονότα, δεν είναι απλώς μια απαίτηση, αλλά ένα υπαρξιστικό αντίδοτο ενάντια στον ναρκισσιστικό εθνικισμό, τον μηδενισμό και τη μνησικακία.
Η ελευθερία των Μέσων στη Βενεζουέλα είναι πολύ περιορισμένη, καθώς ο Νικολάς Μαδούρο κάνει ό,τι μπορεί για να φιμώσει τα τοπικά μέσα ενημέρωσης και του αρέσει να εκδιώκει ξένους δημοσιογράφους. Αλλά και στη Βολιβία οι δημοσιογράφοι έχουν στοχοποιηθεί και δέχονται απειλές για να μην εκφράσουν κριτική στην κυβέρνηση, η οποία φαίνεται ότι δυσκολεύεται να χωνέψει την ήττα της στο δημοψήφισμα που θα επέτρεπε στον πρόεδρο Έβο Μοράλες να θέσει υποψηφιότητα για άλλη μια θητεία το 2019.
Όσον αφορά την Αργεντινή, η νομοθεσία που θέσπισε ο πρόεδρος Μάκρι ενθαρρύνει ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση στην ιδιοκτησία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο οποίος είναι ήδη τεράστιος, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τον πλουραλισμό και φέρνοντας τελικά την εξαφάνιση των τοπικών μέσων ενημέρωσης. Εν τω μεταξύ, η Κούβα παραμένει ο χειρότερος παραβάτης της ελευθερίας των Μέσων και η Κόστα Ρίκα είναι, ξανά, η εξαίρεση, σε μια περιοχή που μαστίζεται από διαφθορά και βία.
Προστατεύοντας τη δημοκρατία
Ο Γουόλτερ Κρόνκαϊτ, όπως είναι ευρέως γνωστό, είχε πει ότι «η ελευθερία του Τύπου δεν είναι μόνο σημαντική για τη δημοκρατία, είναι δημοκρατία». Σύμφωνα με την άποψή του, σήμερα κινούμαστε, αργά αλλά σταθερά, προς ένα σύστημα διακυβέρνησης που μπορεί να μοιάζει με δημοκρατία, αλλά δεν είναι.
Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας δεν είναι το αν μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, αλλά το τι θα συμβεί στις κοινωνίες μας, αν αποτύχουμε.
Οι αυτοκράτορες και οι δικτάτορες δεν είναι μόνοι τους πλέον στην προσπάθειά τους να βρουν τρόπους να περιορίσουν την ελευθερία των Μέσων δυσφημίζοντας τους αγγελιοφόρους, υπονομεύοντας τις εφημερίδες μέσω οικονομικών πραξικοπημάτων και υιοθετώντας νόμους κατά των δημοσιογράφων και των πηγών τους – το κάνουν και οι σύγχρονες δημοκρατίες.
Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας δεν είναι το αν μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, αλλά το τι θα συμβεί στις κοινωνίες μας, αν αποτύχουμε. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να γνωρίζουν ότι στον σημερινό κόσμο, αυτοί είναι η τελευταία άμυνα κατά της χειραγώγησης και της παραπληροφόρησης. Η σοβαρή δημοσιογραφία που στηρίζεται σε γεγονότα, δεν είναι απλώς μια απαίτηση, αλλά ένα υπαρξιστικό αντίδοτο ενάντια στον ναρκισσιστικό εθνικισμό, τον μηδενισμό και τη μνησικακία. Η ελευθερία του Τύπου δεν είναι κάτι που μπορείς να το παρατήσεις μια μέρα και να το διεκδικήσεις την επόμενη. Είναι το μέσο με το οποίο οι δημοσιογράφοι κάνουν την εξουσία να λογοδοτήσει. Την ημέρα στην οποία θα σταματήσουμε να τη χρησιμοποιούμε, οι δημοκρατίες μας θα γίνουν ανούσιες έννοιες, χωρίς κανένα πραγματικό νόημα.
Η υπεράσπιση της ελευθερίας των Μέσων δεν ήταν ποτέ πριν τόσο σημαντική. Οι κυβερνήσεις γίνονται όλο και πιο δαιμόνιες στην προσπάθειά τους να κρύψουν την αλήθεια. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να γίνουν επίσης πιο δαιμόνιοι για να την αποκαλύψουν. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία με έναν Τύπο χωρίς φωνή.