Γράφει ο Αλέξης Πολίτης
Βράδυ και επιστρέφαμε σπίτι με την κορούλα μου μετά από ολιγοήμερο ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη πραγματικά κρύα νύχτα του φετινού χειμώνα ήταν γεγονός.
Με το πρώτο άνοιγμα της εξώπορτας το παιδί ξεχύθηκε αστραπιαία στο παιδικό δωμάτιο. Έβλεπες στα ματάκια της την αξιολάτρευτη λαχτάρα να ξανασμίξει με μια πανδαισία από αγαπημένα κουκλάκια, ξυλομπογιές, βιβλία και ένα βουνό από άλλα πολύχρωμα παιχνίδια όλων των λογιών, που τόσο στερήθηκε κατά την απουσία μας.
Η λιτή αλλά και τόσο όμορφη αυτή οικογενειακή στιγμή διήρκησε ελάχιστα. Τακτοποιώντας τις αποσκευές η όσφρησή μου άρχισε να με εμπαίζει, με μια εντονότατη μυρωδιά καμένου να πλημμυρίζει τα πνευμόνια μου. Σε όποιο δωμάτιο κι αν έμπαινα η μυρωδιά ήταν το ίδιο δυνατή, η ατμόσφαιρα βαριά. Ήλεγξα ενδελεχώς όλες τις ηλεκτρικές συσκευές και όλες τις πρίζες, προκειμένου να αποκλείσω την πιθανότητα να καίγεται κάτι εντός του σπιτιού. Η καπνίλα ήταν τόσο δυνατή που αυτό που καιγόταν σίγουρα δεν απείχε πολύ από το σπίτι.
Το παιδί άρχισε να βήχει. «Τί μυρίζει μπαμπάκα;» με ρώτησε και εγώ θέλοντας να δώσω τέλος στη δυσάρεστη αυτή ανησυχία, βγήκα στο μπαλκόνι ώστε να καταλάβω επιτέλους τί διάολο είναι αυτό που καίγεται στην πυκνοκατοικημένη μας γειτονιά και να αξιολογήσω τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Αυτό που αντίκρισα δεν ήταν κάποια πυρκαγιά, κάποιος φλεγόμενος κάδος απορριμμάτων, κάποιο ατύχημα ή κάποια τρομοκρατική ενέργεια.
Έγινα μάρτυρας ενός πρωτόγνωρου θεάματος, ενός βγαλμένου από το μακρινό παρελθόν μεσαιωνικού πίνακα ζωγραφικής με θέμα την ψυχοπλακωτική, ζοφερή σύγχρονη τραγωδία του έθνους:
Μια ολόκληρη πόλη «στις φλόγες» με τις ταράτσες της θαρρείς να «καπνίζουν», να βράζουν. Ένα πέπλο στάχτης και μαυρίλας έκρυβε τον έναστρο ουρανό και έπνιγε κάθε κύτταρο της όμορφης γειτονιάς μας. Όλες οι αποχρώσεις του γκρι παρούσες, σκέπαζαν δρόμους, πλατείες, σπίτια και πρωτίστως καρδιές.
Συγκλονιστική σκηνή μιας καπνισμένης μνημονιακής αποκάλυψης που η ταπεινότητα μου αδυνατεί να χωρέσει στις 5 αράδες αυτού του κειμένου.
Αποδυναμωμένοι άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης – μικρή σημασία έχει – δεν άντεξαν την ποινικοποίηση της θέρμανσης με τη βάρβαρη φορολόγηση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Οδηγήθηκαν εκ των πραγμάτων σε ένα πρωτοφανές πισωγύρισμα αντικαθιστώντας τους σύγχρονους τρόπους θέρμανσης που χρησιμοποιούν σε όλα τα μη τριτοκοσμικά κράτη του πλανήτη με άλλους, αναχρονιστικούς, δυνητικά επιβλαβείς για την υγεία και καταστροφικούς για το περιβάλλον, όπως τζάκια, ξυλόσομπες, σόμπες πετρελαίου και τζακόσομπες.
Για να μην κρυώνουν, για να μπορούν να κοιτάνε χωρίς τύψεις τα παιδιά τους, για τα αυτονόητα ρε γαμώτο.
Ανατριχίλα και δέος.
Δύσπνοια και ασφυξία.
Ξαναμπήκα σπίτι έχοντας λύσει το μυστήριο του καμένου. Χτύπησε το κινητό, ένας αδελφικός μου φίλος είχε στείλει μήνυμα:
«Στην Ισπανία μετά από 2 αυτοκτονίες η κυβέρνηση πήρε πίσω το νόμο για τις εξώσεις. Στην Ελλάδα μετά από 2.500 αυτοκτονίες ψήφισε Μνημόνιο 3».
Δάκρυσα. Το παιδί συνέχισε να βήχει, η πόλη συνέχισε να καίγεται…