Αντίθετα, ίσως, απ’ ότι ορίζει το φαντασιακό μας, οι αλλαγές δεν πραγματώνονται σχεδόν ποτέ σε μια στιγμή. Οι αλλαγές δεν είναι ένα μαγικό κλικ που διακόπτει το χρόνο σε «πριν» και «μετά». Ακόμη και στο συλλογικό επίπεδο, οι Αλλαγές είναι αποτέλεσμα παρατεταμένων μικρών, ασήμαντων, αλλαγών που συνήθως περνούν απαρατήρητες και δεν λογαριάζονται καν για αλλαγές. Ώσπου γίνονται!

του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Πιθανόν, κάποιος εσωτερικός μηχανισμός μας προστατεύει από την αιφνίδια αλλαγή. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις αλλαγές στα εξωτερικά μας χαρακτηριστικά, καθώς προχωράμε από τη γέννηση προς την ωριμότητα. Σχεδόν τίποτα δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη, κι’ όμως αλλάζει. Και χρειάζεται πάντα μια φωτογραφία κάποιας περασμένης πρωτοχρονιάς για να φανερωθεί η Αλλαγή. Αλλιώς, δεν ξέρω ποιος θα άντεχε να δει τη φάτσα του στον καθρέφτη να γερνάει κατά ένα ολόκληρο χρόνο, μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, εκεί κάπου στο βράδυ της αλλαγής της χρονιάς.

Υπάρχουν βέβαια και οι αλλαγές που γίνονται για να μην αλλάζουν τα πράγματα, όπως προφητεύει -ήδη από το 1963- ο αστός πρωταγωνιστής στην ταινία Il gatopardo του Λουκίνο Βισκόντι. «Τα πράγματα χρειάζεται να αλλάξουν καμιά φορά, για να μην αλλάξει τίποτα».  Και από τέτοιες «αλλαγές» είμαστε όλοι χορτασμένοι, αφού συνήθως συνοδεύονται και από το γνωστό «καρτελάκι αλλαγής» σε συγκεκριμένες ώρες και μέρες λειτουργίας του «καταστήματος», που όμως κανείς μας δεν μπαίνει στον κόπο να πεταχτεί ως εκεί. Γιατί, πού να τρέχεις τώρα! Κι έτσι μένουμε συνήθως με το «δώρο που δεν μας κάνει», αν με εννοείς.

Παρ’ όλα αυτά, κάθε πρωτοχρονιά, κάθε γενέθλιος ημέρα, κάθε εορταστικό ορόσημο, επενδύεται με μια προοπτική αλλαγής. Και ξέρω πολλούς καπνιστές που κάποια Χριστούγεννα αποφάσισαν πως την Πρωτοχρονιά «δεν πάει άλλο, θα το κόψουν το ρημάδι», αλλά των Φώτων άναψαν και πάλι ένα, γιατί «’ντάξει ένα τσιγάρο θα κάνω με τον καφέ». Στο τέλος-τέλος, αλλαγή δεν γίνεται χωρίς υποτροπή, όπως κάποτε δεν γινότανε χωρίς το Κ.Κ.Ε.

Κάθε Αλλαγή είναι «ένα βήμα μπρος και δυο βήματα πίσω», που όμως παρ’ όλα αυτά το τελικό της ισοζύγιο είναι ένα βήμα, όχι απαραίτητα μπροστά, αλλά κάπου αλλού, πιο κει. Κάθε αλλαγή, που σέβεται τον εαυτό της, είναι στην πραγματικότητα μια αλλαγή «θέσης», που όμως έχει μερικές παραδοχές. Κάποια βασικά προαπαιτούμενα, που είναι αναγκαίο να τα δεχτεί κανείς ως αληθινά.

Πρώτη παραδοχή, ότι όλοι μας έχουμε ένα μέρος, μια πτυχή, του Εαυτού μας που θέλει να είναι ευτυχισμένος και ολοκληρωμένος, παρά το γεγονός ότι συχνά-πυκνά του συμπεριφερόμαστε με έναν τρόπο κάπως «συριζέϊκο». Πολλές δικαιολογίες για τόση προκλητική αδιαφορία, δηλαδή. Αληθινή αλλαγή, επομένως, είναι το να ξεθάβει κανείς τον εαυτό του από τη χρόνια παραμέληση, την υποταγή, την κακομεταχείριση και την επίκριση.

Δεύτερη παραδοχή, ότι όλοι μας έχουμε βασικές ανάγκες που αν εκπληρωθούν θα είμαστε πιο ολόκληροι, ακέραιοι και λιγότερο ακρωτηριασμένοι. Η ανάγκη να νιώθουμε κοντά με τους άλλους, η ανάγκη για προσωπική ανεξαρτησία, η ανάγκη να νιώθουμε επιθυμητοί και άξιοι γι’ αυτό που είμαστε, η ανάγκη να εκφράζουμε αυτό που νιώθουμε στους άλλους και να διεκδικούμε αυτό που μας αξίζει, η ανάγκη για χαρά, δημιουργικότητα και ικανοποίηση, η ανάγκη να δείχνουμε στους άλλους τη φροντίδα και την αγάπη μας. Η ανάγκη, τέλος, να νιώθουμε ασφαλείς σωματικά και συναισθηματικά.

Τρίτη παραδοχή, ότι μπορούμε να αλλάξουμε σε σημαντικό βαθμό και αυτό δεν εξαντλείται μονάχα στην αλλαγή  της οπτικής μας για τον κόσμο, αλλά στην αλλαγή του κόσμου μας. Όσο η ανθρώπινη ύπαρξη θα παραμένει να διακρίνεται απ’ αυτήν του πιθήκου με το γεγονός ότι στον άνθρωπο η ανάπτυξη του εγκεφάλου του εξαρτάται κατά 75% από το περιβάλλον και όχι από γενετικούς παράγοντες -ενώ στον πίθηκο μόνο κατά 50%- όλα είναι ανοιχτά. Στην πραγματικότητα, αλλάζουμε όταν εκπληρώνονται οι ανάγκες μας και όχι όταν «καβατζώνουμε» μερικές επιθυμίες, που διατίθενται σε τιμές ευκαιρίας στα ράφια του Καπιταλισμού.  Ξέρουμε, βέβαια, ότι η έμφυτη ιδιοσυγκρασία μας σε συνδυασμό με τα πρώτα οικογενειακά και κοινωνικά μας βιώματα δημιουργούν πανίσχυρες δυνάμεις που αντιστρατεύονται την Αλλαγή, αλλά…το ν’ αλλάξεις την πάρτη σου φίλε μου Σάντσο δεν είναι ούτε δικαιοσύνη, ούτε ουτοπία. Είναι τρέλα. Η μόνη έλλογη.

Τέταρτη παραδοχή, είναι αυτό ακριβώς. Ότι όλοι μας αντιστεκόμαστε στις σημαντικές αλλαγές. Που πάει να πει πως δεν μπορούμε να αλλάξουμε αν δεν προηγηθεί μια συνειδητή απόφαση από μέρους μας. Χρειαζόμαστε μια ισχυρή δέσμευση, ένα commitment,που λένε και στην Κρήτη.Γιατί, η παλιά μας «θέση» μας είναι οικεία. «Αυτήν ξέρουμε, αυτήν εμπιστευόμαστε» -που έλεγε και η διαφήμιση- κι ας πονάει και σαν χλωρίνη σε ανοιχτή πληγή. Δίχως αυτή τη συνειδητή δέσμευση, είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε το ΠΑΣΟΚ μέσα μας. Τα λάθη του παρελθόντος και τις αμαρτίες των προγενέστερων, πασπαλισμένα με πολύ «ζάχαρη άχνη» των «συνθηκών που δεν ωρίμασαν» και πολύ «θυμαρίσιο μέλι» των ατομικών δικαιωμάτων που δεν ισχύουν, όμως, για τη συλλογικότητα.

Μια πέμπτη παραδοχή, είναι ότι όλοι μας έχουμε ισχυρές τάσεις αποφυγής του πόνου. Κι αυτό, όπως και πολλά άλλα, είναι και καλό και κακό μαζί…και ταυτόχρονα. Καλό, γιατί υπάρχει μέσα μας μια ώθηση προς την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση, αλλά και κακό, γιατί έτσι μπορεί να αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε μια πραγματικότητα που μας πληγώνει και να χάσουμε την ευκαιρία αυτής της κλήσης για ωριμότητα. Η αποφυγή του πόνου είναι η πιο σημαντική αντίσταση στην αλλαγή. «Γιατί ό,τι αλλάζει πονάει και είναι δύσκολο» που θα έλεγε ο Πλιάτσικας, άμα «οι παλιές αγάπες πήγαιναν και πουθενά αλλού εκτός από τον Παράδεισο». Αλλά το ζόρι είναι, ότι οι «παλιές αγάπες» μας πάνε σούμπιτους στη λύπη, στο θυμό, στην ενοχή, στο βαθύ φόβο της αποτυχίας, της απόρριψης και της ταπείνωσης. Ίσως ακούγεται κάπως χριστιανικό, αλλά χωρίς πόνο, αλλαγή δεν γίνεται.

Έκτη παραδοχή, είναι πως δεν υπάρχει μια και μόνη μέθοδος αλλαγής αποτελεσματική «δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» και πως ο καθένας είναι να βρει το δικό του δρόμο, ακολουθώντας μια ποικιλία στρατηγικών, μακριά από στερεότυπα και ιδεοληψίες.

Η τελευταία παραδοχή για την Αλλαγή, αφορά στην ανάγκη δημιουργίας ενός προσωπικού οράματος, ίσως κι ενός συλλογικού, άμα τυχαίνει να είσαι Έλληνας που ζει στην Ελλάδα. Χρειάζεται, δηλαδή, να ανακαλύψουμε το ποιοι θέλουμε να είμαστε και το τι ζητάμε από τη ζωή. Χρειάζεται, ίσως και πριν απ’ όλα, να «εφεύρουμε» μια προοπτική που θα μας κάνει να νιώθουμε πιο ακέραιοι, μακριά από ασαφείς και συγκεχυμένες αντιλήψεις για την κατεύθυνση της ζωής μας. Μ’ άλλα λόγια, είναι καλό όταν μπαίνεις σ’ ένα αεροπλάνο να ξέρεις και τον προορισμό,ή να τον έχεις κάπως οραματιστεί. Ειδάλλως, άστο καλύτερα, δεν είναι ώρα για πτήσεις. Κι’ όπως σε κάθε πτήση ο καλύτερος οδηγός δεν είναι το μυαλό, αλλά το σώμα μας. Οι καλύτερες ενδείξεις για να αναγνωρίσει κανείς την σωστή πορεία προς τον κατάλληλο προορισμό είναι το καντράν των συναισθημάτων και των σωματικών μας αισθήσεων. Εκεί ανάβουνε πάντα τα κόκκινα φωτάκια, που όσο κι αν τα χτυπάει κανείς δεν σβήνουν. Είναι που δείχνουν κάποια «βλάβη». Κάτι πρέπει να αλλαχτεί.

Κι όπως λέει και μια αμερικανιά που αγαπώ, «αν τίποτα δεν άλλαζε, δεν θα υπήρχαν πεταλούδες».

Καλή χρονιά και εν-αλλακτική!

Via : www.thepressproject.gr