Ένα απ’ τα «καλύτερά» μου, τουλάχιστον τα τελευταία «αναγνωστικά» μου χρόνια.
Κριτική για βιβλίο «το Δίκιο» από τον Κώστα Μπαλαχούτη
Το Νίκο Αραπάκη τον γνώρισα από τον «Αμερικάνο» του. Με κέρδισε με τον τρόπο που πάντρευε ιστορία και μυθοπλασία. Στέρεος στην έρευνα του, κρυστάλλινος και αντικειμενικός -όσο αυτό είναι εφικτό- στην αποτύπωση των γεγονότων, διαυγής και μεστός στο «στήσιμο» των προσώπων, απολαυστικός στο ξετύλιγμα του «κουβαριού» του. Και η ματιά του, «αριστερή» αλλά όχι «τυπολατρική» και «στεγανή» μου πηγαίνει… Με «Το δίκιο» όμως, με άγγιξε ακόμη πιο βαθιά
Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Κάθε που µετρούσε τα παιδιά του ο µπαρµπα-Γιώργης ο Μαυράκος τα έβρισκε οχτώ· έξι αγόρια, δυο κορίτσια. Μα ήρθαν κάποτε ο πόλεµος και η γερµανική κατοχή· ο αριθµός άλλαξε, η φαµελιά του φυλλορροούσε σαν τα πλατάνια στην καρδιά του χειµώνα. Πολλά άλλαξαν… Ο ένας γιος του, ο Μηνάς, σήκωσε παντιέρα κι έβαλε στόχο να πάρει εκδίκηση για τους αδικοχαµένους αδερφούς του. Μάνιασε ο γέρος και τον έδιωξε από το σπίτι. Κι ύστερα… ∆ίνη ο πόλεµος, λαίλαπα η ζωή, που τον παρέσυρε στο διάβα της. Ο Μηνάς βγήκε στο βουνό κι έγινε αντάρτης µε τον ΕΛΑΣ. Η καρδιά του στην πόλη, έξω από το σπίτι της Κρινιώς, να παραφυλάει µήπως και τη δει. Μα ο ίδιος στεκότανε µακριά, πολύ µακριά, ώστε να µην κινδυνεύει από τον ∆ιονύση, τον ορκισµένο εχθρό του και αδερφό της…
Συνεχίζω την αντιγραφή, αυτή τη φορά από το αυτί, της έκδοσης:
Το ∆ίκιο (πρώτη έκδοση 2010), περιζήτητο και εξαντληµένο χρόνια, κυκλοφορεί σε νέα, εµπλουτισµένη έκδοση.
Δεν είχα διαβάσει την πρώτη κυκλοφορία, δεν γνωρίζω το βαθμό του εμπλουτισμού του έργου.
Αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος μετά την ανάγνωση της «ενισχυμένης» έκδοσης είναι τα επίθετα: εξαντλημένο και περιζήτητο. Εξαντλημένο μιας και όπως φαντάζομαι κέρδισε το αναγνωστικό και περιζήτητο για τον «ντόρο» που έχει προκαλέσει.
Δικαιολογημένα μιας και τόσο το θέμα όσο και το «κάδρο» του (κατοχή, εμφύλιος) είναι από αυτά που μας «μάτωσαν» κι εξακολουθούν να μας στοιχειώνουν, διατηρώντας ακόμη και σήμερα, παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση από το χάραγμα των πληγών, νωπές τις συνέπειές τους.
Ο αλησμόνητος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και στιχουργός Γιάννης Κακουλίδης είχε γράψει για το πρώτο… «Δίκιο»:
«Αν δεν γνώριζα την ηλικία του συγγραφέα, θα έλεγα ότι αυτό το µυθιστόρηµα είναι γραµµένο από έναν άνθρωπο που έχει περάσει τη µισή ζωή του στα βουνά ως αντάρτης…»
Μα δεν είναι μόνο η πιστή αναπαράσταση του αντάρτικου. Είναι και η ατμόσφαιρα της Καλαμάτας αλλά και της Αθήνας και του Πειραιά της δεκαετίας του ’40, το σμίλεμα των γειτονιών και των χαρακτήρων, των «θέλω» των ανθρώπων, των «γιατί» μιας ολάκερης εποχής.
Είναι απολύτως πειστικός ο Αραπάκης στο κάθε χάραγμά του, λες και ο ίδιος έζησε τα γεγονότα από πρώτο χέρι και ταυτόχρονα μαέστρος στο «βούτηγμα» των ηρώων του σ’ αυτά προσπαθώντας να επιζήσουν αλλά και να χτίσουν το όνειρό τους.
Κι όλα αυτά δεν τα πραγματοποιεί με εξεζητημένη γραφή αλλά με άμεσο, καίριο τρόπο, απέραντα ανθρώπινο, δίχως να αμελεί το λογοτεχνικό πλέγμα του.
Στη φωτογραφία του εξωφύλλου απεικονίζεται η οικογένεια του Νίκου Αραπάκη ενώ στις πρώτες σελίδες ο ίδιος αφιερώνει το βιβλίο: «Στον πατέρα μου που έφυγε νωρίς και δεν πρόλαβε να μου τα πει ο ίδιος».
Ο συγγραφέας δηλώνει σχετικά στον Τάσο Ανδρικόπουλο και στην εφημερίδα Ελευθερία:
Αυτή η αφιέρωση ήταν κατά κάποιο τρόπο μια προσπάθεια να συμφιλιωθώ με τον πατέρα μου. Όταν την έγραφα είχαν περάσει σχεδόν 25 χρόνια από το θάνατό του και θεώρησα ότι είχε έρθει η ώρα να ειρηνεύσουμε. Κι αυτό το λέω διότι, όταν πέθανε, οι σχέσεις μας δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Εγώ περνούσα μια εκρηκτική εφηβεία, αυτός ήταν ένας άνθρωπος παλαιών αντιλήψεων, σκληρός ο οποίος, όπως και ο δικός του πατέρας, ήθελε να γίνεται το δικό του. Του αφιέρωσα το βιβλίο για να του πω ότι δεν του κρατάω κακία. Θέλω να πιστεύω ότι και αυτός θα αισθάνεται το ίδιο…
Το έναυσμα για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα ήταν ένα πραγματικό περιστατικό που αφορούσε τον πατέρα μου και τον παππού μου. Συγκεκριμένα, κάποια στιγμή ο πατέρας μου αποφάσισε να ανέβει στο βουνό και να γίνει αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Ο πατέρας του, άνθρωπος συντηρητικός που δεν είχε μάθει να του φέρνουν αντιρρήσεις, αντέδρασε μανιασμένα, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν σκληρά. Πάνω σε αυτό το περιστατικό έχτισα τα θεμέλια όλης της ιστορίας. Αυτή η σύγκρουση είναι κάτι περισσότερο από τον τσακωμό δυο ανθρώπων. Είναι η σύγκρουση γενεών, εποχών, κοσμοθεωριών κλπ. Κάθε τόπος γνώρισε αυτές τις συγκρούσεις διαφορετικά. Στην Μεσσηνία αλλά και στους όμορους νόμους, τολμώ να πω ότι όλα αυτά τα ζήσαμε υπό τη μορφή τραγωδίας. Ακρότητες κάθε είδους, μαζικές εκτελέσεις, προδοσίες, εξαθλίωση και εξαχρείωση ήταν βασικά συστατικά της εποχής. Από την άλλη όμως, μέσα από το ζόφο και παράλληλα με όλα τα προηγούμενα, αναδύθηκαν ηρωικές πράξεις αντίστασης, αλληλεγγύη, αυτοθυσία.
Κλείνω με δυο γραμμές από «Το δίκιο» του Νίκου Αραπάκη:
…Αν είχαν φωνή οι νεκροί, είναι σίγουρος ότι θα τους καταριούνταν όλους. Τι να την κάνει την εκδίκηση ο πεθαμένος∙ ένα καντηλάκι αναμμένο στον τάφο του είναι η ανάγκη του. Ρούφηξε μια γουλιά απ` το τσάι του βαρυγκωμώντας. Ναι, μα είναι και οι άλλοι οι πεθαμένοι άθαφτοι. Σπαρμένα τα βουνά με τα κόκαλά τους. Αν δεν μπορούν να ησυχάσουν πως να τους κατηγορήσεις. Μα τα εξηγούν όπως τους συμφέρουνε οι περισσότεροι. Δικαίωση ψάχνουν αυτοί που φύγανε∙ δικαίωση και όχι εκδίκηση∙ να μην πάει χαράμι η θυσία τους.
Πηγή : https://www.ogdoo.gr