Του Παντελή Μπουκάλα
Διεθνές το πρόβλημα, συνοψίζεται στο ερώτημα «μα τι θέλει τέλος πάντων αυτός ο λαός;» που επανέρχεται κάθε τόσο, συνήθως από χείλη αριστοκρατικής κοπής ή νεοπλουτίστικα. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, οπότε υποθέσαμε ότι ακόμα και ο λαός, όσο ασαφής κι αν είναι ο κοινωνιολογικός ορισμός του, υπάγεται στα μαθηματικά, το ερώτημα ξεφυτρώνει ενοχλητικότερο όποτε το αποτέλεσμα της κάλπης δεν συμφωνεί με όσα προέβλεπαν τα φανερά και δημόσια γκάλοπ, ακόμα κι όσα γίνονταν την τελευταία επιτρεπόμενη στιγμή, ούτε με τα στοιχεία που αναδείκνυαν οι δημοσκοπήσεις εξόδου. Ξεφυτρώνει δηλαδή συχνότατα το ενοχλητικό προβληματάκι, στην Ελλάδα και σχεδόν παντού, διότι, όπως έχει φανεί, όσο περισσότερα και λεπτότερα εργαλεία διαθέτουν οι εταιρείες του κλάδου τόσο σαφέστερα έξω πέφτουν ως προς την τελική αλήθεια της κάλπης.
Οι πιθανές ερμηνείες είναι πολλές, αφού είναι λογικό να αναζητηθούν οι αιτίες της κατ’ εξακολούθηση αστοχίας στην πολιτική και τις σκοπιμότητές της, στην επιστήμη και τα όριά της, καθώς και σε έναν αστάθμητο παράγοντα που συμβατικά θα τον αποκαλούσαμε «ψυχισμό». Πόσο επιστήμη μπορεί να θεωρηθεί άραγε η διερεύνηση της κοινής γνώμης; Όσο και η ψυχανάλυση, θα ήταν μια πρώτη απάντηση, που δεν την υπαγορεύει πάντως η έλλειψη σεβασμού προς τον Φρόιντ. Αντίθετα, απορρέει από την αίσθηση ότι «ψυχή» και «κοινή γνώμη» (αν υπάρχουν) είναι δύο οντότητες εσαεί ρευστές, ατίθασες, αδιάκοπα μεταμορφούμενες και εντέλει ανυπότακτες στον πλήρη έλεγχο και τη συμμορφωτική ταξινόμηση. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με τη «λαϊκή ψυχή» ή με τη «γνώμη του λαού», αφού για το μόνο που είμαστε σίγουροι όσον αφορά τον δυσετυμολογούμενο «λαό» είναι ότι δεν αποδίδουμε με κάποια πιστότητα το πρωτεϊκό πρόσωπό του ούτε αγιογραφώντας τον ούτε καταφεύγοντας σε ρωπογραφίες του. Αφού πρόκειται για έναν περιληπτικό όρο που περιέχει πρωτίστως αντιφάσεις και αντιθέσεις.
Μολαταύτα, ας αποδεχτούμε τη χρησιμότητα των στιγμιαίων φωτογραφιών, όπως χαρακτηρίζονται συνήθως τα γκάλοπ. Και μένοντας στη μεταφορά αυτή, ας σκεφτούμε πόσο στημένη μπορεί να είναι μια φωτογραφία, πόσο εκ προοιμίου ψεύτικη ή πειραγμένη. Και δεν μιλάω για το στήσιμο των προς αποτύπωση προσώπων που επιχειρεί ο φωτογράφος έχοντας κατά νουν κάποια συμβατικά πρότυπα, αλλά για την αυτοσκηνοθεσία του ίδιου του φωτογραφιζόμενου, που κάποια στιγμή τού περνάει από το μυαλό η ιδέα να ξεγελάσει, να παίξει, να προκαλέσει, να σκανδαλίσει· να γίνει ένας προβοκάτορας του χαοτικού εαυτού του αλλά και των μελετητών και μετρητών του, που εμφανίζονται βέβαιοι ότι μπορούν να τετραγωνίσουν τον κύκλο. Να φωνάξει, ακόμα και παγιδεύοντας τους διερευνητές του, ότι κάθε άνθρωπος είναι ένα μικροσύμπαν, όχι σκέτη γραμμή.
Απίθανο είναι άραγε να θελήσουν οι ερωτώμενοι των δημοσκοπήσεων (στον δρόμο ή από τηλεφώνου) όχι τόσο να ξεγελάσουν τον συνεντευκτή τους, που μάλλον με το κομμάτι αποζημιώνεται, όσο να παραπλανήσουν δι’ αυτού (με τις συνειδητά κίβδηλες απαντήσεις που του δίνουν) την εταιρεία, το κόμμα, τον φιλόδοξο πολιτευόμενο ή το Μέσον που παράγγειλε το γκάλοπ; Απίθανο είναι να αρνηθούν να εντάξουν τον εαυτό τους σαν αριθμό σε μαθηματικά και στατιστικά παιχνίδια που τους υπερβαίνουν ή να θελήσουν να τα υπονομεύσουν; Απίθανο είναι να σκεφτούν, εξερεθισμένοι και από τις αλλεπάλληλες δημοσκοπικές αστοχίες, ότι τα γκάλοπ είναι βέβαια και της επιστήμης δουλειά, πρωτίστως όμως είναι της επαγγελματικής πολιτικής, ένας επιπλέον μηχανισμός νουθέτησης ή χειραγώγησης, ένα επιπλέον πλυντήριο αντιλήψεων και εγκεφάλων; Είναι εξίσου απίθανο με το να θέλουν οι ερωτώντες πια (όχι η εταιρεία και οι συνεντευκτές της, αλλά οι ίδιοι οι εντολοδότες και οι δημιουργικοί λογιστές τους) να ξεγελάσουν, με τον σκοπό να κατασκευάσουν την κοινή γνώμη, να τη σύρουν, να την ποδηγετήσουν και όχι να καταγράψουν αθώα και αντικειμενικά μια περιστασιακή εκδήλωσή της.
Το ξέρουμε. Το ζούμε. Το πολιτικό παιχνίδι είναι αδυσώπητο και σκοτεινό. Είναι ένα γέλιο που τάζει πολλά, αλλά με καλά λιμαρισμένα δόντια, να κόβουν. Το όπλο των δημοσκοπήσεων είναι ένα από τα πιο δυνατά που υπάρχουν στον χώρο του, ακριβώς επειδή εμφανίζεται ντυμένο με τη λευκή στολή της επιστημονικής ουδετερότητας. Όσοι το κατέχουν και το χρησιμοποιούν, εν ονόματι πάντοτε της κοινής γνώμης και της πλήρους και τίμιας ενημέρωσής της, μπορούν με λίγη φαντασία να το υποτάξουν στην επιθυμία τους, για να αποπροσανατολίσουν, να ρυμουλκήσουν, να νοθεύσουν. Για να κερδίσουν την εξουσία, εν ονόματι πάντοτε του λαού και της προκοπής του. Για να επιχειρηθεί η δόλια εκμετάλλευση των δημοσκοπικών ποσοστών από την πλευρά των δημοκόπων δεν είναι απαραίτητη η συναίνεση των ίδιων των δημοσκοπούντων. Η δουλειά γίνεται ερήμην τους, αφού αυτοί παραδώσουν έναν άρτιο και τίμιο φάκελο, χωρίς κανένα τέχνασμα στην επιλογή των ερωτημάτων ή των ερωτωμένων και στην όλη επεξεργασία του υλικού.
Όσοι τρελαίνονται να λένε πως «ο λαός έχει και μνήμη και κρίση», γιατί τους αρέσει να ασκούνται στην ανεκδοτολογική ειρωνεία, βλέπουν τα γκάλοπ και τη μιντιακή αξιοποίησή τους σαν εμβρυουλκό και όχι σαν τη νοσοκόμα που έρχεται χαμογελαστή να μας αναγγείλει το φύλο του νεογέννητου. Γι’ αυτό και όταν ο λαός, όποιος λαός, δεν ψηφίζει «όπως θα έπρεπε», αλλά με την ψήφο, την αποχή και το λευκό του αντιβαίνει στις προδιαγραφές, οδηγώντας σε αποτελέσματα ανοικονόμητα και μη προβλεφθέντα (δηλαδή μη επιθυμητά, αυτό είναι το ζουμί συνήθως), οι ποικίλες ελίτ που συνεξουσιάζουν και άλλα είχαν στα σκαριά, με το ζόρι κρύβουν τη ριζωμένη αποστροφή τους για την πλέμπα, με το ζόρι καταπίνουν την αυθόρμητη διάθεση να τη χλευάσουν και να την αναθεματίσουν. Και τότε το μέχρι λίγο πριν δοξολογούμενο και κολακευόμενο ψηφοφόρο πλήρωμα ξαναγίνεται «όχλος λαός», «χυλός», «ανέμελη και ανεύθυνη μάζα», «ανορθολογικό πλήθος» ή «κοπάδι», που «με την ακρισία του θέτει εν κινδύνω τις κατακτήσεις της (όποιας) χώρας, αποσταθεροποιεί την Ευρώπη» κ.ο.κ. Ποιος ξέρει. Κάποια στιγμή ίσως πέσει η πρόταση να πληροφορούμαστε τις απόψεις του λαού για τα τρέχοντα αποκλειστικά διά δημοσκοπήσεων. Να γλιτώνουμε και τα εκλογικά έξοδα. Διότι στο ερώτημα «μα τι θέλει τέλος πάντων αυτός ο λαός;» υπόκειται το πραγματικό: Μα τι έχει πάθει τέλος πάντων και δεν θέλει αυτό που θέλουμε να θέλει; Τι καταστροφική ξεροκεφαλιά είναι αυτή;
Via : www.kathimerini.gr