ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ του δημοσιογραφικού επαγγέλματος δεν αποτέλεσε έκπληξη για τους εργαζομένους στον κλάδο. Το υβριστικό σύνθημα «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», όσο αν έχει εκπνεύσει -καθότι παλαιάς κοπής-, δεν παύει να είναι και κομμάτι άδικο, καθώς βάζει όλους και όλες τους/τις δημοσιογράφους σ’ ένα τσουβάλι, απηχώντας την κυρίαρχη αντιμετώπιση του κόσμου για ένα επάγγελμα που έπραξε τα πάντα για να αυτοαπαξιωθεί.
Γιατί η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, ενώ υπηρετούσε το δημόσιο λόγο μέσω της ενημέρωσης, δεν κατάφερε να πείσει ότι είναι οργανικό κομμάτι της νεοελληνικής κοινωνίας. Οσο έρρεαν τα κρατικά χρήματα μέσω των τραπεζών και οι ετήσιες αυξήσεις των μισθών ήταν κάτι παραπάνω από αυτονόητες, τόσο περισσότερο η εσωστρέφεια, ο παραγοντισμός και η καστοποίηση του κλάδου «έτρωγαν» τα θεμέλια του έτσι κι αλλιώς σαθρού οικοδομήματος.
Τα δημοσιογραφικά Ταμεία, τα οποία δημιουργήθηκαν από εισφορές των εργοδοτών και των εργαζομένων στον Τύπο -και όχι από χρήματα του Ελληνα φορολογούμενου!-, αρχικά δεν αλώθηκαν από τον ξένο οικονομικό παράγοντα -αυτός ήρθε αργότερα και «κούρεψε» τα ήδη «κουρεμένα»- αλλά από τζογαδόρους εκλεγμένους συνδικαλιστές, οι οποίοι κερδοσκόπησαν εις βάρος συναδέλφων τους.
Παράλληλα, το συνδικαλιστικό δημοσιογραφικό κίνημα, αντί να υπηρετήσει τη συλλογικότητα με εξωστρέφεια προς άλλες κοινωνικές ομάδες, λειτούργησε συντεχνιακά -όσο η κότα έκανε το «χρυσό» αβγό-, γι’ αυτό όταν έφαγε την πρώτη εργοδοτική σφαλιάρα δεν βρέθηκαν κοινωνικοί σύμμαχοι να υποστηρίξουν τα αιτήματά του.
Ετσι, με ανίκανη ηγεσία, η οποία υποχώρησε μπροστά στη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, φθάσαμε στα νέα ήθη των επιχειρησιακών συμβάσεων. Αυτή η παράδοση, χωρίς αντίσταση, στις επιλογές του πλέον παντοδύναμου εκδότη έφερε στο προσκήνιο το ανθρωπολογικό πρόβλημα ενός ανήθικου εγωισμού και ενός αντισυναδελφικού πνεύματος.
Η τροπολογία που πέρασε πρόσφατα στο θερινό τμήμα της Βουλής -«κουκουλωμένη» από καρκινικούς όγκους-, για τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, ευεργετεί τους βαρόνους-εκδότες εις βάρος των εργαζομένων, αναγκάζοντάς τους σε συνεχείς μετακινήσεις και πολυπλόκαμες υποχρεώσεις. Ο/η κάθε δημοσιογράφος -γιατί οι περισσότεροι/ρες δεν ανήκουν στους κατ’ όνομα μεγαλοδημοσιογράφους- βρίσκεται μετέωρος μπροστά στην αυθαιρεσία της εκάστοτε εργοδοσίας, οπότε ως εργασιακός νομάς θα περιπλανιέται από έντυπο σε έντυπο και από μέσο σε μέσο, ανέστιος, απαξιωμένος, καθημαγμένος.
Ομως, σήμερα παρά ποτέ η δημοσιογραφία χρειάζεται, συντονισμένη με το αίτημα της αξιόπιστης ειδησεογραφίας και σχολιογραφίας, που θα διαθέτει τις λιγότερες εξαρτήσεις από ελληνικά και ξένα επιχειρηματικά συμφέροντα. Η δημοσιογραφία που θα «πουλάει» αποκλειστικά και μόνον το προϊόν της κι όχι ως πεδίο το οποίο θα εξυπηρετεί προνομιακές σχέσεις με το κράτος ή με την εξόντωση ανταγωνιστών. Αλλιώς, ας πάμε όλοι σπίτια μας…
Via : www.enet.gr