του Στρατή Μπουρνάζου
Το 2013 μετράει τη δεύτερη βδομάδα του και η επικαιρότητα εξακολουθεί να καλπάζει. Ξεκινάω από τη λίστα Λαγκάρντ. Αν και τις τελευταίες μέρες κυριάρχησε το –διόλου αμελητέο– γεγονός της αλλοίωσής της, υπάρχει κάτι ακόμα πιο σοβαρό: ότι, εδώ και δυο χρόνια, πέρασε από κάμποσα χέρια (υπουργών, εισαγγελέων, επικεφαλής του ΣΔΟΕ), μένοντας σκανδαλωδώς αναξιοποίητη. Αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, όλοι αυτοί, καθώς και αρκετοί άλλοι (γιατί είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι διαδοχικοί πρωθυπουργοί λ.χ. είχαν άγνοια), έκαναν το παν, ό,τι περνούσε από το χέρι τους, όχι για να αξιοποιηθεί, αλλά για να θαφτεί.
Και αυτό είναι το μέγα σκάνδαλο, πολύ περισσότερο απ’ τα λεφτά αυτά καθαυτά που δεν εισπράχθηκαν από την αξιοποίηση της λίστας. Γιατί, σε συνέχεια του σκανδάλου Siemens, εμπεδώνει και γενικεύει την πεποίθηση ότι οι έχοντες και κατέχοντες, οι πολιτικά και οικονομικά ισχυροί απολαμβάνουν πλήρη ασυλία, ότι οι αληθινοί θεσμοί της χώρας είναι η αδιαφάνεια, η διαφθορά και η προστασία της διαπλοκής. Κι όλα αυτά τη στιγμή που τόσοι και τόσοι χάνουν τη δουλειά τους χωρίς μεγάλες ελπίδες να την ξαναβρούν, βλέπουν τη σύνταξη των 800 ευρώ να μειώνεται, δουλεύουν με 500 ευρώ ή “μαύρα”, δεν έχουν να αγοράσουν πετρέλαιο.
Δυο κόσμοι, δύο μέτρα και σταθμά: πριν λίγο καιρό, στη Λάρισα, παραπέμφθηκε στο αυτόφωρο ένας φούρναρης επειδή στο φορτηγάκι του μετέφερε τέσσερις τυρόπιτες χωρίς παραστατικά. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μέγας πολιτειολόγος για να καταλάβει ότι η εδραίωση του αισθήματος της προκλητικής αδικίας, απέναντι στην οποία ο πολίτης νιώθει εντελώς ανίσχυρος αποτελεί τη βασιλική οδό, όχι για τη ριζοσπαστικοποίηση, αλλά συνήθως για την έλευση του «τιμωρού», του «φύρερ» που θα καθαρίσει το «διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο».
Προχωρώ στο δεύτερο θέμα της εβδομάδας, την εκκένωση των καταλήψεων. Δεν πρόκειται για χρονική σύμπτωση. Όπως επισήμανε στο twitter, με τον απαράμιλλα σαρκαστικό του τρόπο, ο adiasistos («πατριώτης, Ορθόδοξος, φίλος του επιχειρείν, άνθρωπος της αγοράς, τολμηρός απεργοσπάστης, εχθρός της ανηθικότητας, της προστυχιάς, των άθεων και του συνδικαλισμού», όπως αυτοσυστήνεται), φαίνεται ότι «η λίστα Λαγκάρντ και τα δισεκατομμύρια φοροδιαφυγής έρχονται στη δημοσιότητα για να ξεχαστεί το θέμα της Βίλλα Αμαλίας»…
Το ότι πρόκειται για απόπειρα αποπροσανατολισμού είναι φανερό. Είναι όμως και κάτι πολύ σοβαρότερο: όχι απλώς ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, ένας αντιπερισπασμός από την πολιτική που εφαρμόζεται (όπως συνέβαινε ανέκαθεν, λ.χ., με την «αποκάλυψη» ενός σεξουαλικού «σκανδάλου» ή την «εξάρθρωση» κάποιας σπείρας), αλλά συστατικό κομμάτι της πολιτικής αυτής. Η κυβέρνηση, μέσα από τέτοιες επιχειρήσεις (και όταν λέω «επιχειρήσεις» δεν εννοώ μόνο την έφοδο στις καταλήψεις, αλλά την όλη διαχείριση του θέματος) αναζητά συναίνεση στο μόνο πεδίο που μπορεί.
Γιατί, καθώς εξανέμισε πολύ γρήγορα το όποιο θετικό πολιτικό της κεφάλαιο, δεν έχει να υποσχεθεί κάτι θετικό — η χορήγηση της δόσης και η «βελτίωση του κλίματος στην Ευρώπη», όσο κι αν δημιουργούν καλύτερη ψυχολογία, θα ξεφουσκώσουν γρήγορα. Έτσι, παίζει το ισχυρό χαρτί που έχει: την τάξη και την ασφάλεια, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία, την αντίληψη ότι συριζαϊσμός-μετανάστες-εγκληματικότητα-παραβατικότητα είναι ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που απειλεί τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο». Αυτό είναι και το νήμα που συνδέει μια σειρά βασικές επιλογές, από τον «Ξένιο Δία» μέχρι τις εξαγγελίες για την ιθαγένεια ή τις εμφυλιοπολεμικές ανακοινώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου. Η ατζέντα της ακροδεξιάς, με λίγα λόγια.
Γράφει ο Φαήλος Κρανιδιώτης: «Ο ιδανικός άνθρωπος, ο πολίτης που είναι αξιότερος όλων τιμής, υπόληψης και προστασίας, για τον ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ/“Βίλα Αμαλία” είναι Πακιστανός/Αφγανός/Σομαλός κ.λπ., gay, λαθρομετανάστης, που εκτρέφει καρέτα-καρέτα, ζει σε “κοινωνικό χώρο”, ήγουν κατάληψη, και πουλάει απλωμένα στη λινάτσα τα λαθραία της Καμόρα. Άμα κατεβαίνει και στις πορείες μαζί με τους “αλληλέγγυους” εγχωρίους, κι είναι κι αυτός συλλέκτης μπουκαλιών, στουπιών, βενζίνης και έχει ρόπαλο, αντιασφυξιογόνο μάσκα και κουκούλα, τότε μιλάμε για το απόλυτο είδωλο της διαταραγμένης αριστεροσύνης, τον Ιερό Μόσχο της “Ήρωες Πολυτεχνείου Α.Ε.” […] Άμα είσαι Έλληνας, χριστιανός ορθόδοξος, ανήκεις στη συντριπτική πλειονότητα που θέλει, φευ, τάξη και ασφάλεια, ή νόμιμος μετανάστης, που σέβεσαι τη χώρα που σε φιλοξενεί, οικογενειάρχης και δουλευτής, που δεν κλέβεις, δεν πουλάς πρέζα, γυναίκες, λαθραία, που δεν διακινείς, απαγάγεις και εκβιάζεις συμπατριώτες σου, τότε δεν έχεις τύχη. Δεν σε πιάνει το αριστερόμετρο των φασιστοειδών αντιλήψεων της Κουμουνδούρου. Είσαι μπανάλ» (εφ. Δημοκρατία, 5.1.2013). Δεν χρειάζεται να συνεχίσω: το απόσπασμα εικονογραφεί εύγλωττα αυτό που προσπαθώ να πω τόση ώρα: το ακροδεξιό ήθος και ύφος της Ν.Δ. και βασικών κυβερνητικών επιλογών.
Σε αυτό το παιχνίδι που σκληραίνει, η Ν.Δ. και η κυβέρνηση, στον βραχύ χρόνο τουλάχιστον, διαθέτουν ορισμένα πλεονεκτήματα: η επίκληση της τάξης και της ασφάλειας είναι προνομιακό πεδίο γι’ αυτές και, μαζί με την ακροδεξιά δημαγωγία, μπορούν να συσπειρώσουν ένα σημαντικό κομμάτι, ενώ ταυτόχρονα στριμώχνουν τον αντίπαλο. Το πράγμα δυσκολεύει ακόμα περισσότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού(με δεδομένη την πολιτική του ΚΚΕ, καθώς και το ότι η ονομασία «Δημοκρατική Αριστερά» κοντεύει να καταντήσει διπλή αντίφραση) στερείται συμμάχων, ακόμα και σε βασικά ζητήματα δικαιωμάτων και δημοκρατίας — όταν, λ.χ., οι συλληφθέντες της Βίλας Αμαλία παραπέμπονται με τον «κουκουλονόμο», με αποδεικτικά κάποιες μάσκες και κουκούλες που βρέθηκαν!
Δεν έχω βεβαιότητες ούτε έτοιμες απαντήσεις για το τι πρέπει να κάνουμε· για ένα όμως είμαι σίγουρος: δεν μπορούμε να παρακάμψουμε το ζήτημα ούτε να το ξεφορτωθούμε με έναν επιδέξιο ελιγμό, όσο και μας δυσκολεύει. Όχι μόνο επειδή, καθώς πρόκειται για στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης, το θέμα «τάξη-ασφάλεια vs ανομία» θα συνεχίσει να παίζει με ένταση όλο το επόμενο διάστημα. Αλλά και επειδή το θέμα δεν αφορά πια τους καταληψίες και τους χώρους εναλλακτικής έκφρασης και την αλληλεγγύη σε αυτούς, ξεπερνάει ακόμα και την αξία των καταλήψεων σαν ανάχωμα στη Χρυσή Αυγή: έχει αναχθεί, πλέον, σε γενικό ζήτημα δημοκρατίας, δικαιωμάτων και ελευθερίας. Και φυσικά, ας μην το ξεχνάμε, σε όλη την παράδοση της μεταπολίτευσης, για όλη την Αριστερά, ακόμα και για το ΠΑΣΟΚ, το να υπερασπίζεσαι έναν κοινωνικό χώρο ή κάποιους αγωνιστές δεν συνεπαγόταν ότι ταυτίζεσαι μαζί τους· μπορούσε κάλλιστα να μη σου άρεσαν πολλά, να διαφωνούσες με αντιλήψεις ή φορείς αντιλήψεων, κι όμως να τους υπερασπίζεσαι ολόθερμα.
Μπορεί λοιπόν, και μ’ αυτό τελειώνω, η κυβέρνηση, όπως είπαμε, να διαθέτει ένα πλεονέκτημα, αυτό όμως είναι αρκετά βραχυπρόθεσμο. Δεν μπορείς να κυβερνάς για πολύ χτίζοντας στον φόβο, στη δαιμονοποίηση των αντιπάλων και στο μίσος, πλέοντας όλο και πιο ακροδεξιά. Εδώ, πιστεύω, πρέπει να πατήσουν ο ΣΥΡΙΖΑ και όσοι αντιστέκονται: να υπερασπίσουν τα δικαιώματα και τη δημοκρατία, με μια ενωτική πολιτική. Αν δηλαδή η κυβέρνηση προσπαθεί να αντλήσει ισχύ από τη διαίρεση και τον διχασμό (οι άνεργοι εναντίον των εργαζόμενων, οι μετανάστες εναντίον των ντόπιων, οι «νομοταγείς» εναντίον των «εξεγερμένων»· βλ. το κείμενο Φ. Κρανιδιώτη), η δική μας στρατηγική πρέπει να κάνει το αντίθετο: να ενώνει. Να ενώνει, στον λόγο και την πρακτική της, σε έναν κοινό αγώνα, την πάλη ενάντια στο Μνημόνιο, με την υπεράσπιση της δημοκρατίας, την αλληλεγγύη, τον αντιρατσισμό και τον αντιφασισμό.
Οι επιμέρους αγώνες, και ιδίως οι χωριστικές αντιλήψεις (είτε η άποψη ότι όλα υποτάσσονται στον υπέρ πάντων αντιμνημονιακό αγώνα είτε ένας αφυψηλού αντιρατσισμός που δεν κατανοεί την απελπισία του κόσμου είτε η αποθέωση του αυθόρμητου και των τοπικών κινήσεων είτε η λατρεία των θεσμών) όχι μόνο είναι αναποτελεσματικά αλλά μπορούν να οδηγήσουν σε εντελώς άλλα αποτελέσματα. Βέβαια, το πώς θα το βρούμε αυτό, μια πολιτική που ενώνει, είναι ανοιχτό μπροστά μας.
Via : tvxs.gr