EUROKINISSI/ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Συνηθισμένο θέμα διαφόρων ρεπορτάζ κατά καιρούς είναι η άγνοια που μαστίζει τους εφήβους και τα νέα παιδιά για ιστορικά γεγονότα και κρίσιμες περιόδους της Ιστορίας μας, σύγχρονης και παλαιότερης: η αρχαία Ελλάδα, η Επανάσταση του 1821, η κατοχή, ο εμφύλιος, η δικτατορία, το Πολυτεχνείο και πάει λέγοντας.
Οπως λέει και η παροιμία, «με τον ήλιο τα μπάζω, με τον ήλιο τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;». Τόσες και τόσες ώρες διδασκαλίας σε Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο, Πανεπιστήμιο και πάλι τίποτα! Ο μεγάλος ιστορικός Μαρκ Φερό, απαντώντας στο ερώτημα «ποια μαθήματα αντλούμε από την Ιστορία;», λέει ότι αυτά τα μαθήματα γλιστρούν σαν τη βροχή στο αδιάβροχο. Και προσθέτει: «Ασφαλώς, κάποια μορφή γεγονοτολογικής γνώσης κατορθώνει να επιπλεύσει, αλλά η αναστοχαστική κατανόηση δεν λειτουργεί ή λειτουργεί ανεπαρκώς».
Ο προβληματισμός αυτός επανέρχεται με αφορμή τις συζητήσεις περί Μακεδονικού, φόντο του οποίου είναι το Ανατολικό Ζήτημα, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Η διδασκαλία της Ιστορίας (και όχι μόνο) στο σχολείο έχει έναν αποσπασματικό χαρακτήρα, με (συνήθως) κακογραμμένα βιβλία, τα οποία, όπως διαπιστώνω και από τον γιο μου, εξακολουθούν να είναι εκτός πραγματικότητας και να μη συμβαδίζουν με το γνωστικό κεκτημένο των μαθητών σε κάθε τάξη. Συμπυκνωμένη, και άρα σχηματοποιημένη, γνώση-κονσέρβα προσφέρεται σε παιδιά που δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν το εννοιολογικό και ορολογικό περιεχόμενό της.
Οπως και στα υπόλοιπα μαθήματα (π.χ. στην Εκθεση), το σχολείο απαιτεί από τα παιδιά ένα επίπεδο κατανόησης και γνώσης, στο οποίο έχει συμβάλει ελάχιστα έως καθόλου. Πώς μπορεί ένα δεκατετράχρονο παιδί να κατανοήσει τι είναι καπιταλισμός, μερκαντιλισμός και φυσιοκρατία, με κείμενο μιας σελίδας, το οποίο προϋποθέτει σειρά ολόκληρη γνώσεων; Μάλλον θα μοιάζει για τους μαθητές με κεφάλαιο μιας ξένης γλώσσας, το οποίο θα πρέπει να αποστηθίσουν και να παπαγαλίσουν στην τάξη και στις εξετάσεις.
Εάν σε άλλες εποχές τα βιβλία προορίζονταν για το χτίσιμο του εθνικού μας μύθου, δηλαδή μιας αφήγησης σύμφωνα με την οποία οι Ελληνες δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού στους άγριους της Δύσης και ο πολιτισμός μας έχει μια τρισχιλιετή αδιάσπαστη συνέχεια, σήμερα έχουν έναν περισσότερο μεταμοντέρνο χαρακτήρα, ο οποίος πολλές φορές καταλήγει στην ασυναρτησία.
Ποιος κερδίζει απ’ αυτό; Μα φυσικά οι «φρουροί» της εθνικής ορθότητας. Οταν η «άλλη» διδασκαλία της Ιστορίας κλονίζει τις υπάρχουσες και εδραιωμένες πεποιθήσεις περί έθνους και εθνικής αποστολής δίχως ένα καινούργιο νόημα, τότε το σταθερό σημείο ξαναγίνεται ο εθνικός μύθος και το ένδοξο παρελθόν. Ετσι όμως αφήνουμε τη νεολαία στο έλεος των κατ’ επάγγελμα πατριωτών, των εθνικιστών, των παπάδων και, τελικά, της Χρυσής Αυγής.
Το μάθημα της Ιστορίας πρέπει να διδάσκει ότι ο κόσμος αποτελεί συνισταμένη δυνάμεων, των οποίων η σύνθεση είναι το ζητούμενο. Οτι η ζωή είναι αλλαγή και άνοιγμα προς το νέο, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε και όχι να οχυρωθούμε στις δάφνες ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος. Η νοσταλγία είναι πρώτα απ’ όλα άρνηση του παρόντος, φόβος απέναντι στην αλλαγή.
Η μάθηση και η γνώση, οργανωμένες σε επιστημονικούς κλάδους –Ιστορία, Γεωγραφία, Φιλολογία κ.λπ.– δεν έχουν εσωτερική συνάφεια και καταλήγουν να είναι κλεισμένες σε κουτάκια, χωρίς καμία επικοινωνία. Το σχολείο πρέπει να ενοποιεί αυτές τις γνώσεις, δίνοντας νόημα στον κόσμο έξω απ’ αυτό.
Via : www.efsyn.gr