Αν προσπαθούσε να βγάλει κανείς άκρη με την κατάσταση η οποία έχει διαμορφωθεί στην Γερμανία μετά το φιάσκο της Κυριακής με την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού θα τα παρατούσε γρήγορα: Ο πρόεδρος της χώρας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ δεν θέλει να ακούσει καν την λέξη «εκλογές» και έχει επιδοθεί σε έναν μαραθώνιο συναντήσεων με τους πολιτικούς ηγέτες σε μια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. Την ίδια στιγμή, δημοσκόπηση δείχνει ότι η πλειοψηφία των Γερμανών θέλει νέες εκλογές… στις οποίες όμως θα ψήφιζε με τον ίδιο τρόπο με τις τελευταίες, οδηγώντας, προφανώς, στο ίδιο αδιέξοδο. Δεν πρόκειται καν για σκάκι για δυνατούς παίκτες. Περισσότερο η κατάσταση παραπέμπει σε πίνακα του Τζάκσον Πόλοκ.
Για να γίνουν τα πράγματα ακόμη πιο μπερδεμένα, η δημοσκόπηση δείχνει ότι οι Γερμανοί κουράστηκαν και από τις διάφορες εκδοχές κυβερνητικών σχημάτων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δημοσκόπηση των ιδιωτικών τηλεοπτικών δικτύων RTL και n-tv, το 45% τάσσεται υπέρ νέων εκλογών. Αλλά, εάν γίνονταν νέες εκλογές τα αποτελέσματα δεν θα διέφεραν από εκείνα των εκλογών του Σεπτεμβρίου: Οι μεγάλοι κερδισμένοι θα ήταν οι Πράσινοι (Die Gruenen) με 12% (στις τελευταίες εκλογές έλαβαν 8,9%), η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU/CSU) θα έβλεπε μικρή μείωση με 31% (32,9%), οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) θα σημείωναν μικρή αύξηση και θα λάμβαναν 21% (20,5%), οι Φιλελεύθεροι (FDP) επίσης μικρή μείωση 10% (10,7%), η Αριστερά (Die Linke) θα ελάμβανε περίπου το ίδιο ποσοστό 9% (9,2%), το δε ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) 12% (12,6% στις περασμένες εκλογές).
Ταυτόχρονα, περισσότεροι από τους μισούς Γερμανούς, το 53%, δεν δείχνουν κατανόηση στην απόφαση των Φιλελευθέρων να αποχωρήσουν από τις διαπραγματεύσεις την Κυριακή για τον σχηματισμό της «Τζαμάικα» (CDU/CSU με FDP και πράσινους). Δηλαδή θα ήθελαν να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σχηματισμό κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή, μόλις το 27% διάκειται ευνοϊκά έναντι της συνέχισης της διακυβέρνησης από τον «μεγάλο συνασπισμό» των συντηρητικών και του SPD, και ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό (24%) έναντι μιας κυβέρνησης μειοψηφίας υπό την Άγγελα Μέρκελ.
Παρά το φιάσκο όμως και την δηλωμένη πεποίθηση, από εκπροσώπους όλου του πολιτικού φάσματος ότι η πολιτική της καριέρα «έχει τελειώσει», η Μέρκελ δεν το βάζει κάτω. ‘Οχι μόνο συνεχίζει να προσπαθεί να σχηματίσει κυβέρνηση, αλλά σε συνέντευξή της στη γερμανική τηλεόραση δήλωσε, ότι σε περίπτωση πρόωρων εκλογών θα είναι και πάλι υποψήφια για την καγκελαρία. Στην ίδια συνέντευξη τάχθηκε κατά μιας κυβέρνησης μειοψηφίας. Μάλιστα, ο προσωπάρχης της Γερμανίδας καγκελαρίου, ο Πέτερ Άλτμαϊερ, κάλεσε την Τρίτη τα πολιτικά κόμματα της χώρας να αποφασίσουν μέσα στις επόμενες τρεις εβδομάδες αν μπορούν να σχηματίσουν σταθερή κυβέρνηση ώστε να βγει η χώρα από το πολιτικό αδιέξοδο. «Τις επόμενες τρεις εβδομάδες θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο αν θα μπορέσει να υπάρξει μια σταθερή κυβέρνηση βάσει αυτού του εκλογικού αποτελέσματος», δήλωσε ο Άλτμαϊερ στο τηλεοπτικό δίκτυο ZDF.
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ξεκάθαρο ότι το CDU έχει λάβει εντολή να κυβερνήσει, ενώ πρόσθεσε ότι τα κόμματα πρέπει να απαντήσουν στην έκκληση του ομοσπονδιακού προέδρου Φραν-Βάλτερ Στάινμαϊερ, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να συμμαχήσουν για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.
Τα «καλά νέα»…
Δεν είναι όμως όλοι εντελώς απογοητευμένοι από την αποτυχία της Κυριακής. Το Spiegel, για παράδειγμα, βλέπει και «καλά νέα» στην κατάρρευση των διαπραγματεύσεων: «’Εσωσε τη χώρα από μια κυβέρνηση στασιμότητας, μια κυβέρνηση χωρίς όραμα και φιλοδοξία». Διότι, τα τέσσερα κόμματα που θα συγκροτούσαν αυτήν την κυβέρνηση, Χριστιανοδημοκράτες (CDU), Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές (CSU), Φιλελεύθεροι (FDP) και Πράσινοι, δεν θα είχαν συμπληρώσει εποικοδομητικά το ένα το άλλο, αντίθετα, θα ήταν συνεχώς ο ένας απέναντι στον άλλο. Επιπλέον, εκτιμά, ότι αυτή η διαπραγμάτευση προέκυψε εξ ανάγκης και ότι δεν υπήρξε σοβαρή λαϊκή εντολή για τη συγκεκριμένη συμμαχία.
Από την άλλη, λέει το δημοσίευμα, με τις διαπραγματεύσεις να έχουν πλέον καταρρεύσει και την δηλωμένη, προς το παρόν, πρόθεση των Σοσιαλδημοκρατών να πάνε στην αντιπολίτευση, δεν υπάρχουν πλέον πιθανοί συνασπισμοί στον ορίζοντα, άρα «δικαιούμαστε να πούμε ότι το γερμανικό πολιτικό σύστημα βρίσκεται τώρα σε κρίση».
Για χρόνια, σημειώνει το Spiegel, το φάσμα των γερμανικών κομμάτων έχει κατακερματιστεί, ενώ τα περιθώρια του γερμανικού πολιτικού συστήματος έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί. ‘Ωσπου επτά διαφορετικά πολιτικά κόμματα έχουν τώρα έδρες στο γερμανικό κοινοβούλιο. Ενόψει ενός τέτοιου «αστερισμού» κομμάτων, το σύστημα αποτυγχάνει και δεν παράγει πλέον τις σαφείς επιλογές συνασπισμού που έχουν συνηθίσει οι Γερμανοί ψηφοφόροι.
Ωστόσο, η διενέργεια νέων εκλογών θα παραπέμπει σε «εξαναγκασμό» των ψηφοφόρων… να ψηφίζουν μέχρις ότου επιτύχουν ένα αποτέλεσμα ευχάριστο και βολικό για το πολιτικό σύστημα. Αλλά αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το ακροδεξιό AfD θα ήταν το μόνο που θα έβγαινε κερδισμένο… πάλι.
Το πιο σημαντικό ζήτημα, ωστόσο, είναι αυτό που συμβαίνει με την ίδια τη Μέρκελ. Αυτό θα μπορούσε πράγματι να σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους για την καριέρα της ως καγκελάριος. Τις τελευταίες μέρες έχει καταστεί εμφανές ότι ένα σημαντικό μέρος της εξουσίας που είχε κάποτε, εξατμίστηκε. Αυτό προκύπτει και μόνο από το γεγονός, ότι ακόμη και όταν η προθεσμία που έθεσε για το τέλος των συνομιλιών για τον συνασπισμό πέρασε την περασμένη Παρασκευή, δεν υπήρχαν καθόλου συνέπειες. Από αυτήν την άποψη, την Κυριακή το βράδυ, όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις, αλλά κατέρρευσε και ολόκληρη η μέθοδος διακυβέρνησης της Μέρκελ.
Για χρόνια η Μέρκελ είχε εξορίσει την ιδεολογία από την πολιτική, εκτιμά το «Spiegel» και ένας συνασπισμός με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους θα ήταν η κορωνίδα αυτής της προσέγγισης. Διότι θα αποδείκνυε, ότι ακόμη και οι ακτιβιστές οικολόγοι μπορούν να δουλέψουν μαζί με τους φετιχιστές της ελεύθερης αγοράς, όσο το σταθερό χέρι της Μέρκελ είναι εκεί για να κρατήσει τους πάντες στη σειρά. Αυτό, όμως, ανήκει πλέον στην ιστορία. Αυτή η κρίση είναι η κρίση της Μέρκελ. Και θα είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς σκοπεύει να την αντιμετωπίσει και αν θα υποκύψει σε αυτήν.
Η γαλλική πολιτική ελίτ βλέπει όμως μόνο κακά νέα. Η «Le Monde» εκτιμά, στο κύριο άρθρο της, ότι η διακοπή των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης σχηματισμού στο Βερολίνο, η υποχώρηση της επιρροής της Αγγελα Μέρκελ και η εποχή αβεβαιότητας που ανοίγει αυτή η αποτυχία ξεπερνά τα όρια του Ρήνου και του Οντερ και αποτελεί μία πολύ κακή είδηση για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η γερμανική πολιτική κρίση έρχεται σε μία στιγμή που η ευρωπαϊκή δυναμική αρχίζει να επανακάμπτει έπειτα από διαδοχικές κρίσεις που έπληξαν τα τελευταία δέκα χρόνια την Ευρώπη: κρίση του ευρώ, κρίση χρέους και προσφυγική κρίση μαζί με το κύμα των τρομοκρατικών επιθέσεων που αντιμετώπισαν οι ευρωπαϊκές χώρες και την άνοδο του λαϊκισμού. Παράλληλα, η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει την επαχθή διαδικασία του Brexit και να ανασυνταχθεί για να αντεπεξέλθει στην απαγκίστρωση των υπό τον Ντόναλντ Τραμπ Ηνωμένων Πολιτειών από την ευρωπαϊκή άμυνα.
Οι εκλογές στην Αυστρία, την Ολλανδία και κυρίως τη Γαλλία με τις εκλογικές νίκες κεντρώων πολιτικών δυνάμεων σταθεροποίησαν το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο και κινητοποίησαν μία ευρωπαϊκή δυναμική γύρω από το δίδυμο Μέρκελ-Μακρόν υπό την προϋπόθεση μίας τέταρτης θητείας της Γερμανίδας καγκελαρίου. Ολες οι ελπίδες στράφηκαν στην προοπτική σχηματισμού τριμερούς κυβέρνησης συνασπισμού, η οποία, όμως, δεν ευοδώθηκε, γράφει η εφημερίδα με προφανή απογοήτευση.
«Πολύ σκληρή για να πεθάνει» η Μέρκελ;
Την απογοήτευση αυτή συμμερίζονται και οι «Financial Times». Ο μόνος ηγέτης του G20 που ασκεί την εξουσία για περισσότερο καιρό από τη Μέρκελ είναι ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Και η σύγκρισή τους είναι διδακτική, αναφέρει η εφημερίδα και συνεχίζει: «Επί προέδρου Πούτιν, η Ρωσία έχασε φίλους, ενεπλάκη σε πολέμους και υπέστη οικονομικές κυρώσεις. Επί καγκελαρίας Μέρκελ, η Γερμανία είδε να αυξάνεται η ευημερία της και η πολιτική της επιρροή. Σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα – Ρωσία, πρόσφυγες, ευρώ – η Γερμανία έχει γίνει το «απαραίτητο έθνος» της Ευρώπης και οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο Βερολίνο έχουν αποφασιστική σημασία για τις παγκόσμιες εξελίξεις. Η σημερινή πολιτική κρίση στη Γερμανία έχει λοιπόν παγκόσμιες επιπτώσεις. Αν έρθει το τέλος της εποχής Μέρκελ, η Ευρώπη θα εισέλθει σε μια νέα και επικίνδυνη κατάσταση (…) Η ατμόσφαιρα στη Γερμανία δείχνει ότι ένας νέος καγκελάριος θα δυσκολευτεί ακόμη περισσότερο από τη Μέρκελ να λάβει γενναίες αποφάσεις. (…) Το γεγονός ότι η Μέρκελ πρέπει ξαφνικά να αγωνιστεί για την πολιτική της επιβίωση θα διαλύσει την αισιοδοξία που είχαν αποκτήσει τελευταία οι ευρωπαϊκές ελίτ (…)».
Ανάλογης εκτίμησης απολαμβάνει η Μέρκελ και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο αναλυτής του CNN, Ντέιβιντ ‘Αντελμαν, ισχυρίζεται ότι κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Μέρκελ και υποστηρίζει: «Πέρυσι, μόνο η Μέρκελ φάνηκε έτοιμη να ανοίξει τις πόρτες σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες (…) ‘Οποτε χρειάστηκε να υποστηριχθούν κάποιες εύθραυστες οικονομίες της Νότιας Ευρώπης, κυρίως η Ελλάδα, ακριβώς χάρη στην Μέρκελ, τα γερμανικά χρήματα και την γερμανική βιομηχανία έγινε κατορθωτό να διασωθεί αυτή η χώρα και η θέση του ευρώ ως αξιόπιστου νομίσματος (…)».
«Μαύρα» τα πράγματα για την ΕΕ από την γερμανική κρίση προβλέπει και ο βρετανικός Τύπος, με το BBC να διαπιστώνει ότι το τέλος της εποχής Μέρκελ αποτελεί «απειλή» για την σταθερότητα της Ευρώπη. «’Ασχημα νέα για την Ευρώπη» γράφουν, χαρακτηριστικά, οι Times. Η εφημερίδα θεωρεί ότι χωρίς την υποστήριξη της Μέρκελ, οι ελπίδες για έναν νέο δυναμικό άξονα Γερμανίας-Γαλλίας, που γεννήθηκε με τη νίκη του Εμμανουήλ Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, θα καταρρεύσουν. Οι «Times» χρωματίζουν την Ευρώπη με ζοφερές αποχρώσεις: Τα εσωτερικά προβλήματα διαλύουν τη Βρετανία, την Ισπανία και την Ιταλία και τα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης, ένα προς ένα, πυκνώνουν τις τάξεις των ευρωσκεπτικιστών.
Είναι προφανές ότι η σύνδεση του πολιτικού μέλλοντος της Μέρκελ με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κοινός τόπος για μια μεγάλη μερίδα πολιτικών αναλυτών. Ορισμένοι, πάντως, από αυτούς, θεωρούν ότι είναι νωρίς ακόμη να βγουν τα «φτυάρια» για την «κηδεία» της. Όπως ο πολιτικός αναλυτής του γαλλικού τηλεοπτικού δικτύου BFM TV. Ο οποίος πιστεύει ότι είναι πολύ νωρίς για να διαγραφεί η Μέρκελ. «Ακόμη και κουρασμένη, η Μέρκελ θα αγωνιστεί ως το τέλος».
Via : tvxs.gr