του Κώστα Σταματη *
Ύστερα από τη δολοφονική επίθεση στα γραφεία του «Charlie Hebdo» (Ιανουάριος 2015), πολίτες σε δημοκρατικές χώρες της Δύσης ένιωσαν ότι θα άρμοζε να υπάρξει κάποιος συνειδητός αυτοπεριορισμός στην ελευθερία του λόγου. Με την ενδόμυχη ελπίδα ότι με τον τρόπο αυτό θα αποκλιμακωθεί η ισλαμική τρομοκρατική βία σε δυτικές χώρες.
Η στάση αυτή επικαλείται την επιβαλλόμενη ανεκτικότητα απέναντι στη θρησκευτική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα των άλλων εν γένει. Όποιος παίρνει στα σοβαρά τα δικαιώματα του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να σέβεται οι άλλοι να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους κάτω από τον θόλο μιας συλλογικής ταυτότητας.
Ωστόσο, σ’ αυτή τη στάση η πολυπολιτισμικότητα εκλαμβάνεται όχι ακριβώς ως συνύπαρξη ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπους, που διεκδικούν να αυτοπροσδιορίζονται ατομικά, αλλά μάλλον ως συμπαράταξη ανάμεσα σε διαφορετικές και δη συμπαγείς πολιτισμικές και θρησκευτικές ταυτότητες.
Η στάση αυτή υποθέτει κάποια άτυπη ισοδυναμία ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες. Μας καλεί, λοιπόν, να μην εκφράζουμε οποιαδήποτε γνώμη θα μπορούσε να θίξει ευαίσθητες χορδές στην αυτοκατανόηση όσων συμμερίζονται παρόμοια συλλογική ταυτότητα. Πρακτικά αυτό ισοδυναμεί με σοβαρή περικοπή στην ελευθερία της σκέψης και του λόγου. Μόνο και μόνον επειδή ενδέχεται η χρήση του λόγου να προσληφθεί ως επιθετική έκφραση και κακόβουλη υποτίμηση της κουλτούρας των άλλων.
Κατ’ αρχάς η ανωτέρω στάση είναι ατελέσφορη. Εισηγείται μια πολιτική δημόσιου κατευνασμού του ισλαμικού εξτρεμισμού. Αυτή, όμως, ποσώς ενδιαφέρει όσους ασπάζονται ότι «οι άπιστοι αξίζει να πεθάνουν». Φανατικοί θρησκόληπτοι δεν μειώνουν την επιθετική μανία τους, απλώς επειδή ίσως σημειωθεί δημόσιος αυτοπεριορισμός εκ μέρους των άλλων. Ζηλωτές κάθε λογής προσβάλλονται, ακόμη κι αν η υποτιθέμενη βλασφημία προς το θείο της θρησκείας τους επιδειχθεί ιδιωτικά.
Κυρίως όμως η στάση εξευμενισμού της εξτρεμιστικής θρησκοληψίας είναι ηθικολιτικά προβληματική. Ευνοεί έναν ευνουχισμό σε πλείστες χρήσεις του λόγου. Ακόμη κι ένας ανώδυνος αστεϊσμός θα κινδύνευε να θεωρηθεί από εύθικτους πιστούς ως μέγα αμάρτημα. Κάθε μορφή επιστήμης και τέχνης καταντά έτσι εν δυνάμει ύποπτη να διαταράξει την ακεραιοφροσύνη των ιδαλγών μιας θρησκείας.
Ακόμη χειρότερα, η στάση που κρίνουμε ευνοεί την απόσυρση της Πολιτείας από δημόσιες εγγυήσεις της ελευθερίας του λόγου. Δίχως αυτές, όμως, αποκλείεται από τη δημόσια συζήτηση μια μεγάλη σειρά από ζωτικά ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος.
Ανυπόστατο θα ήταν ένα υποτιθέμενο δικαίωμα οποιουδήποτε μετόχου συλλογικής ταυτότητας να γίνεται σεβαστή η ακεραιότητα του συστήματος πεποιθήσεών του/της από όλους τους άλλους, καθώς κι από την Πολιτεία. Φιλελεύθερο κράτος δικαίου ούτε επιβάλλει κάποιο κοσμοθεωρητικό πρότυπο στους πολίτες του ούτε κάποια ιδιαίτερη αντίληψη περί αγαθού βίου. Ούτε όμως παρεμβαίνει σε διενέξεις γύρω από περιεκτικές αντιλήψεις ζωής. Αρκείται να διασφαλίζει μια δημόσια σφαίρα επικοινωνίας, στην οποία διαφορετικές βιοθεωρίες δύνανται να εκδηλώνονται ελεύθερα.
Ο καθείς δικαιούται να συμπράττει με άλλους στην καλλιέργεια ορισμένης πολιτισμικής ταυτότητας. Εξ αυτού όμως κανένα δικαίωμα δεν στοιχειοθετείται για μη ενόχλησή του από τις κρίσεις άλλων. Φιλελεύθερη και δημοκρατική έννομη τάξη δεσμεύεται να προστατεύει την ελευθερία συνείδησης καθενός, δηλαδή όλων επί ίσοις όροις. Συγχρόνως όμως οφείλει γενικώς να τηρεί στάση ουδέτερη ως προς τις πεποιθήσεις των πολιτών, άρα και ως προς τις μεταξύ τους έριδες.
Θα ήταν ανελεύθερο να επιβάλλονται κυρώσεις ή περιορισμοί εις βάρος ανθρώπων που π.χ. θα αναρωτιούνταν δημόσια τι σχέση μπορεί να έχει η κατανάλωση χοιρινού κρέατος με τη θρησκευτικότητα οποιουδήποτε. Εάν παρόμοια αθώα σκέψη εκληφθεί ως θανάσιμη ασέβεια απέναντι στα θρησκευτικά πιστεύω οποιουδήποτε, τότε, επιτέλους, αξίζει και ο ίδιος ο «θιγόμενος» να πράξει κάτι. Να επερωτήσει τον εαυτό του μήπως η δική του στάση είναι αυτή που χρήζει αναστοχασμού κι αναθεώρησης.
Εάν π.χ. μουσουλμάνος πιστός κρίνει ότι δεν πρέπει ο ιδρυτής της θρησκείας του να απεικονίζεται με γραφική παράσταση, τότε η απαγόρευση αυτή ισχύει προφανώς μονάχα για τον ίδιο και τους ομοϊδεάτες προς αυτόν. Δεν μπορεί όμως να επεκτείνεται παρόμοια απαγόρευση σε όσους θεωρούν ότι δεν καταλαμβάνονται ηθικά ή μεταφυσικά από την απαγόρευση αυτή. Θρησκευόμενος πιστός δεν δικαιούται να αξιώνει από άλλους την ίδια τυφλή πίστη, που ενδεχομένως εκείνος επιβάλλει στον εαυτό του.
* Ο Κώστας Σταμάτης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας του δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου
Via : www.avgi.gr