του Βασίλη Ν. Κουνέλη
Ένα καλοκαίρι στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στη Βλαχέρνα Αρκαδίας, ένα χωριό στα ριζά του Μαινάλου παρουσιάστηκε έντονο πρόβλημα λειψυδρίας. Τα ποτιστικά χωράφια του κάμπου του χωριού έμειναν χωρίς νερό, καθώς αγρότες του γειτονικού χωριού Καντήλα είχαν σταματήσει την φυσική ροή του καναλιού, κατασκευάζοντας ένα μικρό φράγμα προκειμένου να διατηρούν μεγαλύτερη ποσότητα νερού στην περιοχή τους για την ύδρευση των δικών τους καλλιεργειών.
Αφού με τα λόγια δεν βρέθηκε λύση στο πρόβλημα η καμπάνα της εκκλησίας βάρεσε σαν δαιμονισμένη έκτακτη βραδινή συνέλευση των κατοίκων στην οποία αποφασίστηκε μια καταδρομικού τύπου επιχείρηση προκειμένου να ελευθερωθεί το νερό, να ποτιστούν τα χωράφια και να σωθούν από την καταστροφή οι απειλούμενες καλλιέργειες. Μια μεγάλη ομάδα αποτελούμενη από τους πλέον δυνατούς και αποφασισμένους άντρες του χωριού ανέβηκε, οπλισμένη με δίκανα και καραμπίνες σε φορτηγό και επέδραμε στην γειτονική περιοχή, στο σημείο όπου είχε κατασκευαστεί το μικρό φράγμα. Με την χρήση δυναμίτιδας και υπό την προστασία των όπλων η ομάδα των κατοίκων ανατίναξε το μικρό φράγμα, που εμπόδιζε τη φυσική ροή του νερού και εν συνεχεία απεχώρησε προκειμένου να φτάσει έγκαιρα στον κάμπο και να εκμεταλλευτεί το τρεχούμενο νερό που έφτανε στο μεταξύ ορμητικό για να ποτιστούν επιτέλους οι καλλιέργειες.
Δεν ξέρω πόσα ποινικά αδικήματα διέπραξαν τότε οι κάτοικοι της Βλαχέρνας, λιγότερα ή περισσότερα από τις ειδικές διατάξεις που έχουν ψηφιστεί και ισχύουν σήμερα.
Ουδείς διανοήθηκε τότε να τους μηνύσει, ούτε βέβαια η τοπική αστυνομία επελήφθη αυτοβούλως του γεγονότος, αν και βεβαίως πληροφορήθηκε τα καθέκαστα.
Δεν ξέρω αν οι νεαροί άνδρες της Βλαχέρνας που μετείχαν στην καταδρομική επιχείρηση ανήκαν επί το πλείστον τότε στην Αριστερά, η οποία στο συγκεκριμένο χωριό διατηρούσε ισχυρή παράδοση, ουδείς όμως διανοήθηκε να κάνει τέτοιο συσχετισμό.
Οι εφημερίδες δεν αναφέρθηκαν στο γεγονός, μιας και οι ειδήσεις της επαρχίας δεν ταξίδευαν με την σημερινή ταχύτητα, blog δεν υπήρχαν και η δημοσιογραφική πραγματικότητα περιόδευε περιφερόμενη αυτάρεσκα στα στενά μεταξύ δέκα αθηναϊκών δρόμων…
Τις επόμενες μέρες οι «αντίδικοι αγρότες» από τα δυο χωριά μοιράστηκαν πειράγματα και απειλές, μαζί με καφέδες και τσίπουρα στα καφενεία και επειδή η λειψυδρία συνεχίστηκε, το δε φράγμα επανακατασκευάστηκε πρόχειρα, ακολούθησε και μια δεύτερη επιχείρηση που επανέλαβε την αυτοδικία –για όποιον η πρώτου τύπου επιχείρηση δεν αρκούσε για να την κατανοήσει επαρκώς -και ανατίναξε εκ νέου την κατασκευή επιτρέποντας για δεύτερη φορά στο νερό την φυσική ροή του.
Σε ένα παλιό άρθρο μου στην εφημ. ΕΠΟΧΗ, με τίτλο «Μια αποτρόπαιη πολιτική σύν(μ)πραξη –διανοούμενοι και εξουσία. Η περίπτωση Οτσαλάν», που είχα μοιραστεί με τον Δ. Μπελαντή ισχυριζόμασταν ότι διαθέτουμε μεγαλύτερη ιστορία εθνικού απελευθερωτικού και επαναστατικού κινήματος, παράδοση αρματολών και κλεφτών δηλ., παρά οργανωμένου κράτους και βρίσκαμε συνεπώς απαραίτητο να το έχει κανείς κατά νου όταν επιχειρεί να διαβάσει πίσω από τις αράδες τις αντιδράσεις των πολιτών.
Απάντησε αυστηρά ο Α. Γαβριηλίδης με άρθρο του στο περιοδικό Θέσεις (Τεύχος 73, περίοδος: Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2000), υπερασπιζόμενος το αστικό κράτος, που είχε (θεωρητικά) οικοδομηθεί στη χώρα. Ήταν η εποχή ανάδυσης του νέου Σιμήτιου οράματος και δεν χωρούσαν εύκολα παρεκβάσεις στην κεντρική ιδέα που διακτίνιζε το Στρασβούργο στην Αθήνα.
Δεν ξέρω αν τα παραπάνω έχουν κάποιο σημείο επαφής με τα λεγόμενα και ιδίως τα γραφόμενα για την υπόθεση στις Σκουριές, μήπως εντέλει μιλώ για κάτι άλλο ή επαναλαμβάνω κι εγώ κάτι τσαλαπατημένους συνειρμούς σαν αυτούς που γεννούν ξετσίπωτα κάτι καρακατλάκες της δημοσιογραφίας, αποφασισμένες να γεμίσουν το κενό μεταξύ φόβου και πραγματικότητας, ποδοπατώντας την κοινή λογική στην κατεύθυνση ποδηγέτησης (που υπηρετούν αγόγγυστα και άνευ αδείας) της κοινής γνώμης.
Μα να θυμήθηκα αυτή την μικρή ιστορία –καθένας θα ‘χει να πει μια παρόμοια από τις εσχατιές της χώρας- θεωρώντας πως τελοσπάντων μιλάμε για μια ίδια, μια αρχαία σκουριά σαν αυτήν της Μάρως Δούκα και θυμήθηκα κι ένα απόσπασμα από το βιβλίο της:
«Κι εγώ που θ’ αντιστέκομαι στα συνθήματα και στους εύκολους μελλοντισμούς,
εγώ επίσης θα τους ανακινώ δακρύβρεχτους μέσα μου,
επειδή αδύνατο να ξεχάσω πάνω στον πάγκο ένα παιδί γεμάτο αίματα στο στήθος.
Το κοιτάζαμε και δεν ξέραμε πώς να το βοηθήσουμε. ..»
Via : tvxs.gr