της Στέλλας Κυβέλου *
Με την καταδίκη της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να επαπειλείται λόγω της απουσίας θεσμικού πλαισίου προστασίας της περιοχής NATURA του Κυπαρισσιακού Κόλπου ενώ το προηγούμενο σχέδιο Π.Δ είχε επιστραφεί από το ΣτΕ με πλήθος παρατηρήσεων ως προς τη νομιμότητα των ρυθμίσεών του, δόθηκε εν τέλει στη δημοσιότητα ένα αναμορφωμένο σχέδιο ΠΔ (1) από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας που χαρακτηρίζει την περιοχή ως «Περιοχή Προστασίας της Φύσης» καθορίζοντας χρήσεις γης, όρους και περιορισμούς δόμησης και σύσταση αρμόδιου οργάνου διαχείρισης και διοίκησης.
Όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου του Υπουργείου, το Τμήμα Βιοποικιλότητας και Προστατευόμενων Περιοχών του ΥΠΕΝ, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, επανεξέτασε το σχέδιο Π.Δ λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις του ΣτΕ και ακολουθώντας τους κανόνες και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εθνική και κοινοτική νομοθεσία. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα της Ειδικής Περιβαλλοντικής μελέτης (ΕΠΜ), θεωρήθηκε ότι η αποτελεσματικότερη προστασία για τα είδη πανίδας και χλωρίδας που φιλοξενεί η συγκεκριμένη περιοχή, μπορεί να επιτευχθεί με τον χαρακτηρισμό της ως «περιοχή προστασίας της φύσης», δεδομένου ότι αποτελεί αυστηρότερο καθεστώς χαρακτηρισμού από εκείνο του Εθνικού Πάρκου.
Η ρύθμιση αυτή της οποίας οι αγνές προθέσεις «ήπιας ανάπτυξης» και «χρυσής τομής» μεταξύ ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας ήδη αμφισβητούνται από μερίδα του τύπου, ακούγεται ασφαλώς καλύτερη από την προηγούμενη με βάση την οποία επιχειρείτο κυριολεκτικά ιδιωτική πολεοδόμηση στις αμμοθίνες (!) με τους γενικούς όρους της εκτός σχεδίου δόμησης!
Είναι όμως άραγε ικανή να άρει τις τοπικές συγκρούσεις ανάμεσα σε οργανώσεις κατοίκων και περιβαλλοντικές οργανώσεις από τη μιά πλευρά και από την άλλη της τοπικής αυτοδιοίκησης που θεωρούσε ( και ίσως να συνεχίσει να θεωρεί) οτι χρειάζεται πάση θυσία ανάπτυξη στην περιοχή;
Γιατί άραγε η προστασία αν και διαφυλάττει το φυσικό και πολλές φορές πολιτιστικό κεφάλαιο μιας περιοχής (για να μη μιλήσουμε για ευρύτερα εδαφικό κεφάλαιο) καταστρατηγείται βάναυσα σε εποχές κρίσης, με τις ευλογίες ή την ανοχή τοπικών φορέων και κοινωνικών ομάδων; Είναι δυνατόν η προστασία της φύσης να επιβάλλεται άνωθεν ή μήπως απαιτείται η καλλιέργεια συναντίληψης και κοινής γνώσης για το πώς αρθρώνονται το φυσικό με το δομημένο περιβάλλον αλλά και για τους νέους τρόπους «πράσινης υποδομής» που βασίζονται στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και στην απόδοση των οικοσυστημικών υπηρεσιών;
«Τα προβλήματα δεν επιλύονται με τον ίδιο τρόπο σκέψης που τα δημιούργησε» έλεγε ο Einstein… Το ζήτημα είναι, λοιπόν, πρωτίστως γνωστικό. Προκειμένου να βρει κανείς το σημείο σύγκλισης «προστασίας-ανάπτυξης», αυτή τη χρυσή τομή που επικαλείται ο Αν. Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, απαιτείται συναντίληψη αλλά και κοινή γλώσσα για το τι σημαίνει προστασία, για το τι σημαίνει ήπια ανάπτυξη και οικοανάπτυξη, ειδικά βέβαια και κατά προτεραιότητα σε ευαίσθητες και προστατευόμενες περιοχές, για το τι σημαίνει, τέλος, «πράσινη υποδομή» (green infrastructure).
Στην Ελλάδα, παρά τις προσπάθειες του επιστημονικού αλλά και επαγγελματικού κόσμου να διαδώσει την έννοια της «οικολογικής δόμησης» ή της «αειφόρου δόμησης», της οικοανάπτυξης ή της οικογειτονιάς, πολύ λίγο αυτές έχουν γίνει κατανοητές από τους εργολάβους, τους μελετητές αλλά και ευρύτερα από το κύκλωμα του σχεδιασμού- κατασκευής.
Κι αυτό γιατί, παρά τη διεθνή πρακτική και τα πολλαπλασιαζόμενα εφαρμοσμένα σχέδια τέτοιων αναπτύξεων, κανείς δεν προέβλεψε στην Ελλάδα να κατοχυρώσει κριτήρια περιβαλλοντικής ποιότητας και αειφορίας στις νέες οικιστικές αναπτύξεις και όχι μόνο σε προστατευόμενες περιοχές αλλά γενικότερα στην εκτός σχεδίου δόμηση. Κανείς δεν προέβλεψε ή δεν τόλμησε να θεσμοθετήσει την οικολογική δόμηση και την οικιστική ανάπτυξη με κριτήρια περιβαλλοντικής ποιότητας! Όλες οι περιορισμένες, ομολογώ, προσπάθειες αρμόδιων φορέων, όπως για παράδειγμα του ΚΑΠΕ, έπεσαν στο κενό.
Και όμως η εμπειρία και τα εργαλεία υπάρχουν! Μόνο σαν παράδειγμα αναφέρω τη μορφοποιημένη από το 2010 μέθοδο «HQE Aménagement» που εκδόθηκε ως Οδηγός δόμησης και οικιστικής ανάπτυξης από την Ένωση HQE για την υψηλή περιβαλλοντική ποιότητα, στη Γαλλία. Πρόκειται για μια ρεαλιστική και φιλόδοξη μεθοδολογία που βασίζεται στην ανατροφοδότηση από συγκεκριμένα επιχειρησιακά σχέδια ανάπτυξης. H προσέγγιση είναι θεματική: περιγράφει τους στόχους που επιδιώκονται στο πλαίσιο μιάς αειφόρου οικιστικής ανάπτυξης με 17 θεματικές που ομαδοποιούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: στην εδαφική ανάλυση (συνοχή και εναρμόνιση της αναπτυσσόμενης περιοχής σε σχέση με την υπάρχουσα αστική ζώνη αλλά και με όλα τα άλλα χωρικά επίπεδα) – στην τεχνική και περιβαλλοντική ανάλυση (διατήρηση των φυσικών πόρων και προώθηση της ποιότητας του περιβάλλοντος και της υγείας) – και στην κοινωνικο-οικονομική ανάλυση (ενθάρρυνση της κοινωνικής ζωής και ενίσχυση της δυναμικής της τοπικής οικονομίας).
Όμως αυτό που είναι σπουδαίο είναι το γεγονός ότι σχεδιάστηκε αλλά και έγινε αντικείμενο «οικειοποίησης» από επαγγελματίες, χωροτάκτες και επιχειρηματίες. Αποτελεί πλέον κοινό πλαίσιο αναφοράς και κοινό λεξιλόγιο, κοινή γλώσσα επικοινωνίας για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση οικογειτονιών και επεκτάσεων οικισμών με κριτήρια αειφορίας, σκοπεύει δε στη συνεχή βελτίωση των επαγγελματικών πρακτικών, μέσα από διάδοση και επιμόρφωση. Και φυσικά έχει αρχίζει να «εξάγεται» προς τρίτες χώρες.
Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν έχει ανάγκη τέτοιων «εισαγωγών», έχει ή μπορεί να δημιουργήσει τα δικά της συστήματα προσαρμοσμένα στα τοπικά δεδομένα. Αρκεί να υπάρξει επιτέλους πολιτική βούληση και συντονισμός. Αντί να επιβάλλονται αυστηρές προστασίες οι οποίες εκ των πραγμάτων θα καταστρατηγηθούν ή τουλάχιστον θα κατηγορηθούν ως «στρουθοκαμηλισμοί» ( βλ. και σχετικό άρθρο της Αυγής ) ας προχωρήσει πλέον το Υπουργείο περιβάλλοντος σε ευρύτερες πολιτικές αειφορικής δόμησης και ανάπτυξης, ας διαδώσει αυτή τη γνώση, ας δημιουργήσει την κοινωνική δυναμική!
*Επ. Καθηγήτρια Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήμιο & τ.διευθύντρια του Εθνικού Σημείου Επαφής ESPON
Via : www.huffingtonpost.gr