Υπήρξε ο πολιτικός σχηματισμός που κατεξοχήν σημάδεψε τη δημόσια ζωή των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών, από τη Μεταπολίτευση του 1974 μέχρι την επιβολή του πρώτου Μνημονίου.
Ακόμη και μετά την καταβαράθρωσή του, δεν είναι καθόλου λίγοι όσοι βλέπουν στον νέο ΣΥΡΙΖΑ την άτυπη μετεμψύχωσή του.
Ο λόγος για το ΠΑΣΟΚ, που γιορτάζει τα 42 του χρόνια ως σκιά του παλιού του εαυτού, ενώ ακόμη και ιδρυτικά στελέχη του δεν διστάζουν να επισημάνουν στις αναμνήσεις τους τις αναλογίες ανάμεσα στη δική του εφηβεία και την πορεία των σημερινών κυβερνώντων προς την εξουσία.
Για την πρώτη επταετία του ΠΑΣΟΚ, από την ιδρυτική διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη μέχρι την εκλογική νίκη της 18ης Οκτωβρίου 1981, επταετία καθοριστική για τη διαμόρφωση του κόμματος που κυβέρνησε την Ελλάδα στα 19 από τα 23 επόμενα χρόνια, ο ιστορικός διαθέτει δύο βασικά corpus αφηγήσεων.
Περισσότερο από τις πληροφορίες ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, ενδιαφέρον έχει εδώ η περιγραφή της διαμόρφωσης των κοινωνικών χαρακτηριστικών του ΠΑΣΟΚ, η σκιαγράφηση της «ενηλικίωσής» του με κοινωνιολογικούς μάλλον παρά ιδεολογικοπολιτικούς όρους.
Τρία τέτοια αντιπροσωπευτικά απομνημονεύματα θα μας απασχολήσουν σήμερα.
Τα δύο προέρχονται από ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που, παρά τη μετέπειτα σύμπτωση της πορείας τους, ακολούθησαν αρκετά διαφορετική τροχιά μέσα στο κίνημα: τoν Κώστα Σημίτη, μέλος της Κ.Ε. εξαρχής (10/10/1974), του Ε.Γ. σε διάφορες φάσεις και πρόεδρο του κόμματος μετά το 1996 («Δρόμοι ζωής», Αθήνα 2015, εκδ. Πόλις), και τον Παρασκευά Αυγερινό, μέλος της Κ.Ε. από το 1975, του Ε.Γ. επί 18 χρόνια, υπουργό Υγείας στην πρώτη κυβέρνηση του 1981 κι ευρωβουλευτή για μία 15ετία («Η αλλαγή τέλειωσε νωρίς», Αθήνα 2013, εκδ. Εστία).
Η τρίτη μαρτυρία έχει γραφτεί από ένα κατώτερο στέλεχος της πρώτης τριετίας, γνωστό για τις διαμετρικά αντίθετες μετέπειτα πολιτικές επιλογές του· προσφέρει όμως μια συμπληρωματική εικόνα της ίδιας διαδικασίας, από διαφορετική οπτική γωνία (Δημήτρης Κουφοντίνας, «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», Αθήνα 2014, εκδ. Λιβάνη).
Η εκκαθάριση της «Βαβέλ»
Το πρώτο σημείο στο οποίο συμφωνούν όλες οι αφηγήσεις είναι η πολυφωνία που χαρακτήριζε το «Κίνημα» στα πρώτα του βήματα, ως αποτέλεσμα του ρευστού μεταπολιτευτικού σκηνικού αλλά και του μοντέλου της «αυτοοργάνωσης» που υιοθετήθηκε για την κομματική οικοδόμηση.
Στο ΠΑΣΟΚ, θυμάται ο Αυγερινός, είχαν συρρεύσει «παλιοί ΕΑΜίτες, το προοδευτικό κομμάτι της παλιάς Ενωσης Κέντρου, οι περισσότεροι από τους σοσιαλιστές του ΣΚΕ-ΕΛΔ (Σβώλου), ριζοσπάστες, ανένταχτοι αριστεροί, τροτσκιστές, συντηρητικοί (φίλοι του Αντρέα), νέοι από τη γενιά του 114 και της γενιάς του Πολυτεχνείου που απέρριπταν τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, αγωνιστές της αντίστασης στη χουντική δικτατορία, ακόμη και μικρές ομάδες αριστεριστών. Ως πολυσυλλεκτικός προοδευτικός χώρος, έμοιαζε περισσότερο με κοινωνική συμμαχία των φτωχών στρωμάτων και των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα» (σ. 34-5).
«Εκτός από τον Ανδρέα», εξηγεί ο Σημίτης, «τα κοινά σημεία ήταν ελάχιστα. Αλλοι θεωρούσαν ότι αποτελούσαμε ένα “νέο και καλύτερο ΚΚΕ”, άλλοι ότι θα δημιουργούσαμε μια νέα Ενωση Κέντρου, ενώ άλλοι αναζητούσαν κάτι καινούριο, που δεν έμοιαζε με τίποτε στο παρελθόν. Πολλοί χρησιμοποιούσαν ως προσφώνηση το “κύριε”, άλλοι το “σύντροφε”. Σε άλλα γραφεία τοπικών οργανώσεων κρέμονταν φωτογραφίες του Βελουχιώτη, του Μαρξ και του Τσε Γκεβάρα, και σε άλλα του Βενιζέλου και του Γ. Παπανδρέου. Ιδεολογική και πολιτική Βαβέλ» (σ. 173).
Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνει από τη δική του σκοπιά και ο Κουφοντίνας – μαθητής, τότε, και ιδρυτικό μέλος της ΠΑΜΚ.
Στα κεντρικά γραφεία της Πανεπιστημίου, γράφει, «μπορούσες να βρεις αξιόλογους ανθρώπους, αγωνιστές με ιστορία σε όλη τη διαδρομή των τελευταίων δεκαετιών, ανθρώπους σεμνούς, συγκροτημένους, με πραγματικό ενδιαφέρον για την τύχη αυτού του λαού. Οι συζητήσεις μου μαζί τους ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Σπούδαζα τη συλλογική μνήμη, μάθαινα την πραγματική ιστορία που ανέτρεπε τα στερεότυπα των σχολικών εγχειριδίων. Μπορούσες ακόμη να ξεχωρίσεις τους ανθρώπους του κομματικού μηχανισμού: στενόμυαλοι, τυπολάτρες, με όλες τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, επιφυλακτικοί σε οτιδήποτε καινοτόμο. Που από τότε ονειρεύονταν αυτό ακριβώς που θα γίνουν αργότερα: κρατικά στελέχη, διοικητές τραπεζών και οργανισμών, γραμματείς υπουργείων, βουλευτές και υπουργοί. Πλούσιοι. Οσμιζόσουν ήδη πάνω τους την αποφορά της διαφθοράς και των μελλοντικών τους σκανδάλων» (σ. 43-4).
Από τα μετέπειτα ηγετικά στελέχη, η πολυφωνία αυτή εκλαμβάνεται πάντως ως παιδική ασθένεια, η εξάλειψη της οποίας συνιστούσε προαπαιτούμενο για την τελική ανάρρηση στην εξουσία.
«Πίστευα ότι ήταν αναγκαία μια σθεναρή καθοδήγηση», ομολογεί ο Σημίτης. «Εβλεπα την ανομοιογένεια των απόψεων και επιδιώξεων, τις φιλοδοξίες, την επιπολαιότητα, την άγνοια και την έλλειψη αυτογνωσίας που χαρακτήριζε πολλούς από τους πρώτους συμμετέχοντες. […] Διαφωνούσα με τους φίλους μου της “Δημοκρατικής Αμυνας”, που παρέβλεπαν τον κίνδυνο μιας χαοτικής εξέλιξης. Ισως κάποιοι από αυτούς νόμιζαν ότι ήταν σε θέση να ηγηθούν της νέας παράταξης. Εχοντας όμως δουλέψει μαζί τους, δεν το πίστευα» (σ. 162-3).
Η επιλογή αυτή θα καθορίσει τη στάση του -όπως και του Αυγερινού- κατά την πρώτη μεγάλη κρίση του ΠΑΣΟΚ, την εκδίωξη της «Αμυνας» την άνοιξη του 1975.
Απείρως εχθρικότεροι είναι και οι δύο απέναντι στους εξ αριστερών αντιφρονούντες.
«Δεν είχα φανταστεί ότι θα συναντούσα τροτσκιστές που θα επιχειρούσαν να διεισδύσουν στα όργανα του ΠΑΣΟΚ», γράφει χαρακτηριστικά ο Σημίτης. «Η ομαδική παρουσία τους στα γραφεία ήταν ένδειξη της αποφασιστικότητάς τους. Δεν ήξερα τι ακριβώς φανταζόταν ο Ανδρέας σχετικά με τη συμβολή τους. […] Για μένα, όμως, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν ξένο σώμα στο ΠΑΣΟΚ. Διαγράφηκαν αργότερα από τον Ανδρέα, όταν επιχείρησαν να δικτυωθούν στις τοπικές οργανώσεις για να επηρεάζουν την κοινή γνώμη του Κινήματος» (σ. 171).
«Τα πρώτα χρόνια μάς δημιούργησαν πολλά προβλήματα οι τροτσκιστές (Παλ. Φάληρο, Γκύζη)», θυμάται πάλι ο Αυγερινός. «Εκείνη την εποχή πέρασε πολύ περιθώριο από το ΠΑΣΟΚ, ως κι ο Κουφοντίνας, μαθητής τότε, με την παρέα του. Τους διώξαμε νωρίς» (σ. 104).
Ο ίδιος ο Κουφοντίνας περιγράφει με ειδυλλιακά χρώματα τη δική του «προβληματική» τοπική οργάνωση:
«Από το καλοκαίρι του 1975 έχει αρχίσει για μένα ένας καινούργιος σταθμός στη μαζική δράση. Γνωρίζω στα κεντρικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ, σε ένα σεμινάριο, τον Γιώργο Σκιάνη. Ταιριάζουμε στις αντιλήψεις μας για το μαζικό κίνημα, ταιριάζουμε στην απέχθεια στον πυκνό καπνό, στα παχιά λόγια και στην κλεισούρα στις κομματικές αίθουσες. Εχει μια ιδέα: να δημιουργήσει μια τοπική οργάνωση ΠΑΜΚ στου Γκύζη. Μια μαθητική παράταξη που θα υπερέβαινε τον μαθητικό συνδικαλιστικό χαρακτήρα, θα ήταν ένα κύτταρο πολιτισμού στη γειτονιά, ένα “κύτταρο μάθησης και προκοπής”, όπως έλεγε. Θα έκανε πολιτική όπως την αντιλαμβανόμασταν, βιώνοντας στην καθημερινή πράξη τις αξίες που θέλαμε να έχει η κοινωνία που ονειρευόμασταν: πραγματική δημοκρατία, συμμετοχή, αλληλεγγύη, διαρκή πνευματική και πολιτιστική καλλιέργεια, ισότητα.
»Ο Γιώργος, παρότι ήταν ενεργά ενταγμένος στο ΠΑΣΟΚ, επέμενε να θεωρεί προτεραιότητα την αυτόνομη ανάπτυξη του κινήματος. Τον ενάμιση χρόνο που κράτησε αυτή η καινοτόμα εμπειρία, μέχρι να κλείσει ο κύκλος της, αποτέλεσε ένα πολιτισμικό γεγονός για τη γειτονιά και για μας όλους. Ετυχε τα παιδιά που πήραν μέρος να είναι από καλή πάστα, μια καλή παρέα – με αρκετούς κρατώ ακόμα σχέσεις τώρα από τη φυλακή, παρότι τσακωνόμαστε για τα πολιτικά» (σ. 53-4).
Ο κύκλος των πειραματισμών έκλεισε στα τέλη του 1976, με την εκκαθάριση της ΠΑΣΠ (και του «ΠΑΣΟΚ Β’» που είχαν συγκροτήσει παλιά στελέχη του ΠΑΚ, μ’ επικεφαλής τον Γιάννη Τσεκούρα):
«Την απόφαση πήραμε μετά από έκτακτη σύγκληση της τριμελούς Γραμματείας στο σπίτι του Αντρέα στο Ψυχικό», θυμάται ο Αυγερινός. «Το κείμενο της διαγραφής που δόθηκε προς τα έξω συνέταξα εγώ, και έφερε ημερομηνία απόφασης δυο μέρες πριν, κι αυτό γιατί ο Γιάννης Τσεκούρας δεν έπρεπε να θεωρείται μέλος του ΠΑΣΟΚ τις δυο προηγούμενες μέρες, όταν κάποιες δηλώσεις του θα μας δημιουργούσαν μεγάλο πρόβλημα. Ακολούθησαν στη συνέχεια οι διαγραφές των 48 μελών που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε φράξια» (σ. 48). Για την ακρίβεια, όπως προκύπτει από το κείμενο της δεύτερης διαγραφής, η έξωση του Τσεκούρα μεταχρονολογήθηκε όχι κατά «δυο μέρες» αλλά κατά «πολλούς μήνες» («Αντί» 30/9/83, σ. 25).
«Τελικά, στις 9 Ιανουαρίου ’77 αποφασίσαμε τη δημιουργία μηχανισμού προστασίας (περιφρούρησης) του κινήματος από τα διάφορα πολιτικά ανεύθυνα και επικίνδυνα στοιχεία», καταλήγει ο Αυγερινός, αποδίδοντας τις συνακόλουθες διαμαρτυρίες των Νομαρχιακών Επιτροπών σε «ανώριμα και βιαστικά νέα μέλη» που διακατέχονταν από «πλέγμα ανταγωνισμού αριστεροσύνης με την ΚΝΕ» (σ. 49-51).
Ο Κουφοντίνας παρατηρεί πάλι λακωνικά πως «ο πολυθρύλητος “κρυφός” μηχανισμός» που υποτίθεται πως είχε συγκροτηθεί «επειδή οι αστοί δεν θα μας παραδώσουν ειρηνικά την εξουσία», τελικά «χρησιμοποιήθηκε μόνο εσωκομματικά, ως κομματική μυστική αστυνομία εναντίον όσων διαφωνούσαν (οι περίφημοι “καραφλοί πράκτορες”)» (σ. 43).
Κάπου εδώ τελείωσε και η κομματική ένταξη του μετέπειτα ηγετικού στελέχους της Ε.Ο. 17Ν:
«Εκλεισα και τυπικά τους λογαριασμούς μου με τα κεντρικά γραφεία και όργανα του ΠΑΣΟΚ στις αρχές Ιουνίου του 1977. Ηταν πολύς καιρός που δεν πήγαινα εκεί, έμενε όμως η τυπική επικύρωση της αποχώρησής μου. Μίλησα σε τρία στελέχη της Επιτροπής Νεολαίας, τους είπα ότι αποχωρώ, ότι θα δουλέψω πλέον στο εργατικό κίνημα. Μου πρότειναν να συνεργαστώ με το συνδικαλιστικό τους. Εγώ τους είπα ότι μιλάω για το αυτόνομο εργατικό κίνημα, πέρα από παρατάξεις» (σ. 54).
Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνουμε από άλλο σημείο της αφήγησής του, βρισκόταν ήδη στον προθάλαμο του ΕΛΑ (σ. 79-81).
Οι διαγραφές της ΠΑΣΠ υπήρξαν η μεγαλύτερη εκκαθάριση των μεταπολιτευτικών χρόνων, όχι όμως και η τελευταία.
«Το φθινόπωρο του ’80», στο κατώφλι πλέον της εξουσίας, θυμίζει ο Αυγερινός, «αντιμετωπίσαμε πολλά προβλήματα στο λεκανοπέδιο με τη διαγραφή του Τζιόλα» και μιας εκατοστής αντιφρονούντων (σ. 106).
Η εσωκομματική δημοκρατία μπορεί να κουρελιάστηκε, τα εναπομείναντα όμως ηγετικά στελέχη διατηρούν απ’ αυτό το πογκρόμ μια θετική ανάμνηση.
«Οι διαγραφές όσων επιδίωκαν ακόμη περισσότερο συγκεντρωτισμό και υποστήριζαν επαναστατικές τακτικές συνέτειναν στην ομοιογένεια του ΠΑΣΟΚ και σε σχεδιασμούς πιο συμβατούς με τις δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας», καταλήγει ο Σημίτης (σ. 173).
Ενός ανδρός αρχή
Τελικό προϊόν των διαδοχικών εκκαθαρίσεων υπήρξε η ανάδειξη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ σε απόλυτο άρχοντα.
«Εχοντας την εμπειρία της συνεργασίας με τον Ανδρέα στο εξωτερικό, δεν είχα καμία ψευδαίσθηση ως προς την άποψή του για τις δημοκρατικές διαδικασίες: δεν τις πίστευε» ομολογεί με κυνισμό ο Σημίτης (σ. 161).
«Στο Ε.Γ.», διευκρινίζει, «αποτελούσαμε μειοψηφία όσοι κατά καιρούς διαφωνούσαμε. Η πλειοψηφία των μελών του εκτελούσε τις εντολές του Ανδρέα, χωρίς αντιρρήσεις» (σ. 177-8).
Ηδη από το 1975, άλλωστε, το ανώτατο αυτό όργανο «σπάνια συζητούσε πολιτικά θέματα» (σ. 176), οι δε συσκέψεις του είχαν «κυρίως οργανωτικό και εκτελεστικό χαρακτήρα. Ανταλλάσσαμε απόψεις για την πολιτική κατάσταση, συνήθως μόνο όταν ήταν παρών ο Ανδρέας» (σ. 194).
«Οι αποφάσεις σιγά σιγά λαμβάνονταν στο Καστρί και μας στέλλονταν στο Εκτελεστικό για επικύρωση», θυμάται ο Αυγερινός, αυτοκριτικότερος επ’ αυτού από τον μετέπειτα πρωθυπουργό:
«Οι μεγάλες κορώνες για το Κίνημα των αρχών και της δημοκρατικής λειτουργίας δεν έκρυβαν την αρχηγική δομή και την απουσία ουσιαστικών θεσμικών οργάνων. Ηταν επιλογή του Αντρέα, δεν θα δεχόταν ποτέ να αποφασίζουν άλλοι ή να συναποφασίζει. Φταίγαμε όμως κι εμείς. Δεν επιχειρήσαμε, δεν υπήρξε ποτέ δικιά μας πρωτοβουλία, να σχεδιάσουμε πού πάμε» (σ. 102-3).
Εξαιρετικά εύγλωττη είναι η ειρωνική ματιά του Σημίτη πάνω στην άτυπη ηγετική τριάδα του Ε.Γ. μετά το 1978:
«Ο Γεννηματάς, αστειευόμενος, είχε περιγράψει τους ρόλους της “τρόικας” ως εξής: “Ο Λαλιώτης είναι για να διαμορφώνει την πολιτική, εγώ για να την εφαρμόζω και ο Ακης για να την περνάει στον πρόεδρο”.
Η αλήθεια είναι ότι η πολιτική διαμορφωνόταν από τον Ανδρέα, με ή χωρίς διαβουλεύσεις με άλλους, και χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία σε οποιαδήποτε ιεραρχία –κομματική, κοινοβουλευτική ή άλλη.
Η “τρόικα” ήταν απλώς όργανο διοίκησης και συντονισμού του κόμματος. Ο Ανδρέας επικοινωνούσε μαζί της μέσω του Τσοχατζόπουλου, που της ανακοίνωνε τις επιθυμίες του και του μετέφερε τις απόψεις της.
Ο Τσοχατζόπουλος ήταν επίσης αρμόδιος να ενημερώνει τα εκτός Ε.Γ. στελέχη για τις επιθυμίες και τις εντολές του Προέδρου. Αναδείχθηκε έτσι στο σημαντικότερο μετά τον Ανδρέα πρόσωπο του κόμματος, στον υπαρχηγό του» (σ. 209).
Μια πρώτη παρενέργεια αυτής της μοναρχίας ήταν η μετατροπή των «φίλων του Αντρέα» σε παράλληλο, άτυπο αλλά πανίσχυρο κέντρο εξουσίας, και η αναγόρευση του «παπανδρεϊσμού» σε κυρίαρχη εσωκομματική ιδεολογία:
«Κάποιοι μάλιστα δήλωναν, με δυνατή φωνή για ν’ ακουστούν, ότι θα πέφτανε και στο πηγάδι αν τους το ζητούσε ο Αντρέας και άλλες τέτοιες κουταμάρες, για να έχουν ασυλία σε ό,τι λένε και ό,τι κάνουν, για να λειτουργούν έξω από τους κανόνες λειτουργίας ενός δημοκρατικού κόμματος», θυμάται ο Αυγερινός.
«Αυτές τις αντιλήψεις τις συναντούσες, εκτός από ένα πολύ μικρό αριθμό απολίτικων φίλων του Αντρέα, σ’ αυτούς που είχαν βιαστικές φιλοδοξίες, κοινωνικά προβλήματα, συμπλεγματικές αδυναμίες, αντικομμουνιστικά βιώματα, σ’ αυτούς που είχαν επίγνωση της κενότητάς τους και γνώριζαν ότι δεν επιβιώνουν σε οργανωμένο κόμμα. Δεν τους ενδιέφεραν νέες πολιτικές και κοινωνικές προτάσεις. Επιθυμούσαν να φτάσουμε στην εξουσία όχι για να βάλουμε τα θεμέλια της αλλαγής, όχι για ν’ ανασάνει ο καταπιεσμένος, όχι για ν’ αναμορφώσουμε τη διοίκηση, αλλά για να πάρουν κομμάτι εξουσίας. Ηταν ήδη έτοιμοι για κάθε συμβιβασμό» (σ. 112-4).
Μια δεύτερη παρενέργεια, που περιγράφεται όμως σχεδόν συνθηματικά, υπήρξε η διαπλοκή των ερωτικών περιπετειών του Αντρέα με τους κομματικούς συσχετισμούς.
«Ο αιφνίδιος κλονισμός των ισορροπιών στο Κίνημα ξεκίνησε από προσωπικά προβλήματα του Ανδρέα, τις δυσκολίες της οικογενειακής του ζωής», υποστηρίζει λ.χ. ο Σημίτης. «Τα προβλήματα αυτά φορτίστηκαν πολιτικά, παίρνοντας τον χαρακτήρα αναμέτρησης μεταξύ συντηρητικών και επαναστατών, παλαιοκομματικών και σοσιαλιστών. Αυτονομήθηκαν έτσι από τους πρωταγωνιστές και απέκτησαν δική τους δυναμική» (σ. 159).
Δίχως να κατονομάσει (τα γνωστά, άλλωστε) πρόσωπα, ο Αυγερινός περιγράφει πάλι λεπτομερώς την «κατάθλιψη βαριάς μορφής» που αχρήστευσε προσωρινά τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ το 1979-80, όταν «στις παραμονές της αναμενόμενης πρωθυπουργίας του, του επέβαλαν τη διακοπή μιας μακράς ερωτικής σχέσης που διατηρούσε» (σ. 97-9).
Περισσότερο από το ιστορικό της θεραπείας του Αντρέα, ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η περιγραφή της ενδιάμεσης «εκμετάλλευσης της αδυναμίας και αδιαφορίας» του για την υπαγόρευση συγκεκριμένων μεταβολών:
«Ο Δημήτρης Μαρούδας κόμιζε τις απόψεις και τα αιτήματα Λαμπράκη-Καψή, “πάρτε τον Μαγκάκη και θα σας στηρίξουμε”, η Αγγέλα Κοκκόλα επανήλθε στο Καστρί, ενώ άρχισε και η επαφή με τον Αντώνη Λιβάνη, τον οποίο προόριζαν για τη Βουλή στη θέση του Πέτρου Μώραλη, διευθυντή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας» (σ. 98).
Η σκιά του «παλαιοκομματισμού»
Περισσότερο κι απ’ τους «αριστεριστές», τα πυρά των ιδρυτικών στελεχών αποσπούν όμως οι παραδοσιακοί πολιτευτές που επάνδρωσαν το ΠΑΣΟΚ.
Αναφερόμενος στις εκλογές του 1974, ο Σημίτης τονίζει, λ.χ., «τη συνεχή και αδυσώπητη σύγκρουση υποψηφίων του ίδιου κόμματος, για να εξασφαλίσουν το προβάδισμα και την εκλογή τους. Κόντρες κατά την επιλογή των υποψηφίων για να μην υπάρξει κανείς που να είναι πιο γνωστός, κόντρες για να αποκλειστούν άλλοι με τον ίδιο τόπο καταγωγής, συγκρούσεις για το ποιος θα μιλούσε πρώτος, για τις διαφημίσεις, για τα χρήματα, για το καθετί, μέχρι την ημέρα των εκλογών. Ελάχιστοι ενδιαφέρονταν να αντιπαρατεθούν στα άλλα κόμματα» (σ. 154).
Αλλά και μετά τις εκλογές, η μικροσκοπική πρώτη Κ.Ο. (15 βουλευτές) εξελίχθηκε σε «πόλο πολιτικής επιρροής» ανταγωνιστικό προς τις κομματικές οργανώσεις:
«Διαφωνούσε με τα πρότυπα της δημοκρατικής οργάνωσης που είχαν υιοθετήσει τα όργανα. Τα έβρισκε ασυμβίβαστα με την πρακτική των βουλευτών, που θεωρούσαν ότι το κόμμα είναι το σύνολο των πελατειακών δικτύων που εκείνοι διαφεντεύουν. Ο Ανδρέας αρκετές φορές μου ανέφερε ενοχλημένος τις διαμαρτυρίες που δεχόταν από βουλευτές για τις επισκέψεις μελών του Ε.Γ. και της οργάνωσης στην περιφέρεια» (σ. 157-8).
Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την εκλογική επιτυχία του 1977 (25,34% και 93 βουλευτές) που «μετατόπισε το επίκεντρο της προσοχής του ΠΑΣΟΚ, από το κόμμα στη Βουλή»:
«Το ενδιαφέρον του Ανδρέα εστιάστηκε στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση. Συνεργάτης του, στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της τακτικής του, ήταν ο Αλευράς. Μαζί με τον Χαραλαμπόπουλο αποτελούσαν εκφραστές μιας ισχυρής ομάδας, προσηλωμένης στην πολιτική νοοτροπία της προχουντικής περιόδου. Κύριο αίτημα των βουλευτών με παραδοσιακή νοοτροπία ήταν να καταργηθούν οι Ν.Ε. στον νομό τους. Δεν ενδιαφέρονταν για επεξεργασμένα προγράμματα, συγκεκριμένους στόχους, μεταρρυθμίσεις. Η πεμπτουσία του μηνύματος που μετέφεραν ήταν η ικανοποίηση των αιτημάτων των ψηφοφόρων» (σ. 201).
Την ίδια ακριβώς εικόνα καταγράφει και ο Αυγερινός:
«Κύριο αίτημα των περισσότερων βουλευτών ήταν να καταργηθούν οι Νομαρχιακές Επιτροπές. Δεν ήθελαν να υπάρχουν οργανώσεις, δεν ήθελαν να στέλνουμε κλιμάκια στον νομό τους, και ιδιαίτερα πρόσωπα από την ίδια περιοχή, φοβούνταν μήπως διεκδικήσουν τη θέση τους» (σ. 115).
Η δημόσια τοποθέτησή του κατά του σταυρού προτίμησης υπήρξε έτσι, σύμφωνα με τον Σημίτη, η πραγματική αιτία της αποπομπής του από το Ε.Γ. το 1979.
Ως πρόσχημα επιστρατεύθηκε ένα φυλλάδιο που είχε συντάξει ο Θόδωρος Πάγκαλος (και εγκρίνει ο ίδιος), με το ανεπίτρεπτα φιλοευρωπαϊκό -για τα τότε δεδομένα- σύνθημα «Ναι στην Ευρώπη των λαών. Οχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων».
Στη δίωξή του πρωταγωνίστησαν ο κεντρώος Αλευράς και ο Γιάννης Καψής του ΔΟΛ (σ. 209-16).
Η «ωρίμανση»
Τις οργανωτικές μεταβολές ακολούθησαν οι πολιτικές.
«Από το 1976 και μετά, ο Ανδρέας, διαβλέποντας ότι ο κομματικός λόγος δεν είχε απήχηση στους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης, επιδίωξε να προσαρμόσει τις αρχικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ στην ελληνική κοινωνική πραγματικότητα», εξηγεί ο Σημίτης, διεκδικώντας διακριτικά κάποιες δάφνες γι’ αυτή τη μεταστροφή.
«Η προσαρμογή πραγματοποιήθηκε βαθμιαία, χωρίς να προσελκύσει την προσοχή της κοινής γνώμης. Ούτε ανακλήθηκαν οι διακηρυγμένες θέσεις, ούτε δημοσιοποιήθηκαν νέες. Το σοσιαλιστικό όραμα και ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του Κινήματος απλώς δεν βρίσκονταν πλέον στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Οι διαμάχες με την κυβέρνηση τα οδήγησαν σιγά σιγά στο περιθώριο. […] Οσα είχαν εξαγγελθεί παρέμεναν δεσμευτικά. Τα πάντα όμως υποτάσσονταν πια στη λογική της συσπείρωσης για την κατάκτηση της εξουσίας. […] Διαμορφώθηκε έτσι μια διπλή γλώσσα, που χαρακτήριζε το ΠΑΣΟΚ για πολλά χρόνια. Η εμμονή στους αρχικούς στόχους συμβάδιζε με την εγκατάλειψή τους» (σ. 174-6).
Σε μεγάλο βαθμό, παραδέχεται, οι επιμέρους παλινδρομήσεις επικαθορίστηκαν «από λόγους τακτικής».
Οχι μόνο η επιλογή του Αντρέα, την επαύριο των εκλογών του 1977, για χάραξη διαχωριστικών γραμμών απέναντι στο ΚΚΕ με βολικό όχημα τα «εθνικά θέματα» (σ. 203).
Ακόμη και η ρητή αντίθεση στην ΕΟΚ, το 1975, υπαγορεύθηκε από τη διαπίστωση πως η πολύπλοκη αρχική γραμμή -για «ένταξη με όρους»- δεν αφομοιωνόταν εύκολα από τη βάση (σ. 186-7).
Στόχος πάλι της αντιδεξιάς «Εθνικής Λαϊκής Ενότητας», που εξαγγέλθηκε το 1978, «ήταν η προσέλκυση της βάσης των άλλων κομμάτων, των στελεχών και των οπαδών τους» δίχως «σύμπραξη με τις ηγεσίες τους» (σ. 204).
Καθ’ οδόν προς τις νικηφόρες εκλογές του 1981, θυμάται ο Αυγερινός, «άλλοι ανησυχούσαν για την έλλειψη προετοιμασίας και για τις μεγάλες ευθύνες με την ανάληψη της εξουσίας και άλλοι έραβαν κοστούμια γι’ αυτήν».
Στην επαρχία, πολλές οργανώσεις εμπόδιζαν μάλιστα «την είσοδο ικανών και κοινωνικά αποδεκτών στοιχείων, ερμηνεύοντας την ποιότητά τους ως αταίριαστη σε… αριστερούς, ενώ η αιτία δεν ήταν άλλη από τη διατήρηση της καρέκλας» (σ. 63).
Σε αντίθεση με την «περιχαρακωμένη» βάση, η άλωση του ΠΑΣΟΚ αποδείχθηκε τελικά ευκολότερη στην κορυφή – με την απορρόφηση και προνομιακή μεταχείριση των «ορφανών» πολιτευτών της διαλυμένης Ενωσης Κέντρου που αναζητούσαν νέα πολιτική στέγη.
«Θεωρήθηκαν “δοκιμασμένοι”», σημειώνει με πικρία ο Σημίτης, η βουλευτική υποψηφιότητα του οποίου ανακλήθηκε επί τούτου την τελευταία στιγμή.
«Τα στελέχη της οργάνωσης κρίθηκε ότι “δεν μαζεύουν κόσμο”. Μέλη της Κ.Ε., των Ν.Ε. και επώνυμα στελέχη της περιφέρειας αποκλείσθηκαν. Οι οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την επιδρομή των “πολιτευτών”, που τα προηγούμενα χρόνια ασκούσαν έντονη κριτική στο ΠΑΣΟΚ, και τώρα ήρθαν μόνο και μόνο για να πάρουν τη βουλευτική έδρα. Μάταια όμως. Ο Ανδρέας πείστηκε από τους κοινοβουλευτικούς και το περιβάλλον του, οι οποίοι επικαλέστηκαν τους κινδύνους που προέρχονταν “από τους οργανωμένους και τους αμφισβητίες”» (σ. 218).
Η απόφαση της διεύρυνσης επιβλήθηκε από τον πρόεδρο «σε μια όχι ήρεμη συζήτηση στο Εκτελεστικό Γραφείο», θυμάται ο Αυγερινός (σ. 107). Επρόκειτο, εκτιμά, για το κύκνειο άσμα του ριζοσπαστισμού της 3ης Σεπτέμβρη.
«Από δω και πέρα στόχος μας είναι να κερδίζουμε τις επόμενες εκλογές, κι αυτό βέβαια μας υποχρεώνει σε συνεχείς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις.
Προσαρμοστήκαμε στο “άσ’ το γι’ αργότερα” και στο “να μην ενοχλήσουμε, να τα έχουμε καλά με όλους”. Δεν πιστέψαμε στη δύναμή μας» (σ. 120).
Η Βάσω και η εργατική τάξη
Η ανάλυσή της με τίτλο «Προβληματισμός πάνω στην εισήγηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ στις 13/4/75. Κοινωνικές τάξεις και φορείς του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού», αντίγραφο της οποίας εντοπίστηκε στο Αρχείο Οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του πολιτικού λόγου του πρώιμου ΠΑΣΟΚ.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Το ΠΑΣΟΚ στην ιδρυτική του διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη 1974 δήλωσε πως πρωταρχικός του στόχος είναι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας. Δεν αρκεί βέβαια να προσδιορίσουμε ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Είναι ταυτόχρονα απαραίτητο να προσδιορίσουμε τους κοινωνικούς εκείνους φορείς ή τις κοινωνικές τάξεις που λόγω της θέσης τους στη σημερινή ελληνική κοινωνία είναι σήμερα ή με κατάλληλη διαφώτιση μπορεί να γίνουν αύριο στελέχη κι οπαδοί του Κινήματος στην πορεία προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό. […]
Δεν μπορεί κανείς ν’ αποκρύψει το γεγονός ότι με λίγες εξαιρέσεις η εργατική τάξη στις προχωρημένες καπιταλιστικές χώρες, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, δεν έπαιξε το ρόλο πούχε προβλεφτεί γι’ αυτήν, είτε στους αγώνες στο εσωτερικό κάθε καπιταλιστικού κράτους, είτε στα πλαίσια διεθνούς αλληλεγγύης.
Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Ισως το πιο χτυπητό απ’ όλα νάναι η συμπαράσταση ενός μεγάλου τμήματος της εργατικής τάξης των ΗΠΑ στη λεηλασία και τη σφαγή της Ινδοκίνας.
Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς μ’ ασφάλεια τις ρίζες αυτής της τάσης στις εργατικές τάξεις, στις προχωρημένες καπιταλιστικές χώρες, μα αξίζει μια προσπάθεια. Αναμφίβολα μια από τις ρίζες βρίσκεται στον αποπροσανατολισμό της εργατικής τάξης σαν αποτέλεσμα του ρεφορμιστικού και μυωπικού συνδικαλιστικού κινήματος που αναπτύχθηκε σ’ αυτές τις χώρες με τη συμπαράσταση της 2ας διεθνούς, της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας […].
Δεν υποστηρίζουμε ότι τα φαινόμενα αυτά θα διαρκέσουν. Η βαθιά και μεγάλη κρίση που περνάει σήμερα ο καπιταλισμός θα υπονομεύσει και αυτές ακόμη τις κατακτήσεις του. Στο μέτρο όμως που αποτελούν ακόμα μια πραγματικότητα δεν θα πρέπει ένα σοσιαλιστικό κίνημα να τρέφει αυταπάτες. Η εργατική τάξη τόσο στη μητρόπολη όσο και στην περιφέρεια έχει συμφέροντα που ταυτίζονται με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Το μέτρο όμως στο οποίο θα παίξει πρωτοποριακό ρόλο στη διαδικασία αυτού του μετασχηματισμού θα εξαρτηθεί τόσο από τις αντικειμενικές συνθήκες, όπως ο εκφυλισμός του μονοπωλιακού καπιταλισμού, όσο και από τις υποκειμενικές συνθήκες που εξαρτώνται από την ικανότητα ενός σοσιαλιστικού κινήματος να διαφωτίσει την εργατική μάζα».
Διαβάστε
◾ Ρούλα Ελευθερίου, «Εννιά χρόνια ΠΑΣΟΚ» (περ. Αντί, τχ. 240 [2/9/1983], σ.22-9, τχ. 241 [16/9/1983], σ.26-30, και τχ. 242 [30/9/1983], σ.24-9).
Εκτενές ρεπορτάζ για την «εφηβεία» του ΠΑΣΟΚ, με άφθονες πληροφορίες για τις εσωκομματικές κρίσεις και συγκρούσεις των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων.
◾ Μιχάλης Σπουρδαλάκης, ΠΑΣΟΚ. Δομή, εσωκομματικές κρίσεις και συγκέντρωση εξουσίας (Αθήνα 1988, εκδ. Εξάντας).
Επιστημονική ανάλυση της ίδιας διαδρομής από έναν πανεπιστημιακό καθηγητή. Η εξιστόρηση των μεταβολών ολοκληρώνεται με το πρώτο συνέδριο του 1984.
Via : www.efsyn.gr