Από τα κείμενα των νόμων του Σόλωνα, στους οποίους θεμελιώθηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. η φήμη του ως ιδρυτή της αθηναϊκής δημοκρατίας, λίγα σώθηκαν· όσο για το πνεύμα τους, μας επισκέπτεται αρκετά συχνά σαν φάντασμα, με το όνομα «Σεισάχθεια». Ούτε και για τα ποιήματά του έχουμε πλήρη και καθαρή εικόνα, αφού είναι ισχυρή η υπόθεση ότι ορισμένα «αναπλάστηκαν» από μεταγενεστέρους. Στην αρχή πάντως, λέει ο Πλούταρχος στον «Βίο» του Αθηναίου, όπου και σώζονται τα περισσότερα αποσπάσματα νόμων και ποιημάτων, «ο Σόλων χρησιμοποίησε την ποίηση όχι για κάποιον υψηλό σκοπό παρά για να παίζει, για να διασκεδάζει την ώρα τής σχόλης. Aργότερα όμως συνέθετε σε στίχους φιλοσοφικά γνωμικά κι έπλεκε τα ποιήματά του με πολιτικά ζητήματα, όχι για να τα ιστορήσει και να τα παραδώσει στη μνήμη, παρά σαν απολογισμό των πράξεών του και για να παρακινήσει, να νουθετήσει και να επιπλήξει τους Αθηναίους. Λένε μερικοί ότι και τους νόμους του δοκίμασε να τους γράψει έμμετρους, σαν έπος».
Ισως η χαρακτηριστικότερη παρέμβαση στα πράγματα της Αθήνας διά στίχων έχει ήρωά της τον Σόλωνα να παριστάνει τον τρελό. Μεταφράζω και πάλι Πλούταρχο: «Eίχαν αποκάμει οι Aθηναίοι να πολεμούν σκληρά, καιρό πολύ, με τους Mεγαρίτες για τη Σαλαμίνα. Ψήφισαν λοιπόν νόμο να τιμωρείται με θάνατο όποιος τολμήσει να προτείνει, γραπτά ή προφορικά, ότι η πόλη οφείλει να διεκδικήσει τη Σαλαμίνα. Το όνειδος αυτό το έφερνε βαριά ο Σόλων. Εβλεπε κιόλας ότι τα παλικάρια καρτερούσαν πώς και πώς να ξαναρχίσει ο πόλεμος, ο νόμος όμως τους έκλεβε το θάρρος να κινήσουν μόνοι τους.
Παράστησε λοιπόν τον τρελό. Διαδόθηκε σε όλη την πόλη ότι δεν στέκει καλά στα λογικά του. Στα κρυφά συνέθεσε στίχους ελεγειακούς και τους αποστήθισε, ώστε να μπορέσει να τους απαγγείλει. Kαι μια μέρα έβαλε ένα σκουφί και όρμησε στην αγορά. Ετρεξε λαός πολύς. O Σόλων ανέβηκε στην πέτρα που προορίζεται για τον κήρυκα κι άρχισε να τραγουδάει την ελεγεία του. “Σαλαμίνα” ήταν ο τίτλος της, εκατό στίχοι όλοι κι όλοι, με χάρη πολλή συνθεμένοι: “Aπό τη Σαλαμίνα την ποθητή κήρυκας ήρθα, / κι ένα τραγούδι θα σας πω αντί για λόγο”. Bάλθηκαν να τον επαινούν οι φίλοι του μόλις τέλειωσε.
Kαι ο Πεισίστρατος παρακινούσε τους πολίτες να κάνουν πράξη τα λόγια τού τραγουδιού. Eυθύς κατάργησαν τον νόμο και κίνησαν στον πόλεμο, με τον Σόλωνα αρχηγό τους».
Αλλά κι όταν οι φίλοι τον κάκιζαν, επειδή αρνήθηκε πεισματικά τη μοναρχία που του πρότειναν και οι δύο παρατάξεις της πόλης, οι κτηματίες και οι ακτήμονες, πάλι με ποίημα εξήγησε τη φρόνιμη στάση του: «Aν την πατρίδα μου σπλαχνίστηκα, / αν τύραννος δεν θέλησα να γίνω ανελέητος / τη δόξα τη δική της ατιμάζοντας, λερώνοντάς τη, / διόλου δεν ντρέπομαι· γιατί θαρρώ πως μόνον έτσι / όλους τους άλλους θα τους ξεπεράσω».
Σπανίως τα γράμματα αποδεικνύονται ισχυρότερα από τα άρματα. Και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατορθώνει η προσωπική ποίηση, τραγουδισμένη ή όχι, να λειτουργήσει σαν καταλύτης και επιταχυντής της ιστορίας, να γράψει αυτή η ίδια ιστορία και να μην είναι η εξωτερική περιγραφή ή απογραφή της ιστορίας. Μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε πολιτική την ποίηση αυτή, αλλά αποδίδοντας στον όρο «πολιτικός» νόημα πολύ βαθύτερο από το νόημα που του αποδίδει η τρέχουσα χρήση του. Θα μπορούσαμε επίσης να την ονομάσουμε ιστοριογόνο, αλλά και πρακτική ή εμπράγματη.
Τέτοια υπήρξε στην περίπτωση του Σόλωνα, άγγελου της δημοκρατίας. Τέτοια και στην περίπτωση του Διονυσίου Σολωμού, άγγελου της ελευθερίας, της επιτέλους ελεύθερης νεοελληνικής πολιτείας.
Προφανώς η σκέψη του Σόλωνα για την ποίηση ήταν απλή και θερμή, πιο φτωχή από τη σκέψη του Σολωμού, ενός βαθιά ενήμερου δημιουργού του 19ου αιώνα μ.Χ., ο οποίος εγκαθίδρυσε στα νέα χρόνια το πρότυπο του ολικού λογίου-λογοτέχνη, που στοχάζεται και για την ποίηση και για τη γλώσσα και για τη λαϊκή ποιητική δημιουργία και για το έθνος. Σόλων και Σολωμός, ωστόσο, δεν συναντώνται μόνο στον τόπο που ορίζει ο ποιητής όταν δρα πεισματικά ως πολίτης, αλλά, κυριολεκτικά, και στο πεδίο της μάχης. Είναι και οι δύο πολεμιστές διά της ποιήσεώς τους και καμιά σημασία δεν έχει αν σήκωσαν οι ίδιοι όπλο ή όχι. Απευθύνουν τα ποιήματά τους στην εμπόλεμη κοινότητα, στον αρματωμένο δήμο. Ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν» πρωτοτυπώθηκε στο Μεσολόγγι, το 1824, στην καρδιά της Επανάστασης, και την ίδια χρονιά στο Παρίσι, ως παράρτημα του πρώτου τόμου των «Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών» που εξέδωσε ο Κλωντ Φωριέλ. Και τυπώθηκε για να εγκαρδιώσει και να εμπνεύσει, αφού περιείχε ό,τι ακριβώς και τα ποιήματα του Σόλωνα: «Προτροπάς και νουθεσίας και επιπλήξεις».
Την ποίηση του καιρού μας τη χωρίζουν πολλά από την ποίηση του Σολωμού, και ακόμα περισσότερα από τα ποιήματα του Σόλωνα. Δεν έχει αποσύρει, εντούτοις, πλήρως το κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον της (όπως φανερώνουν και οι δοκιμές της να αναδείξει με ευαισθησία αλλά και αισθητική αγωνία το προσφυγικό-μεταναστευτικό), ακόμα κι αν έχει μάθει πια, έπειτα από απανωτές διαψεύσεις και απογοητεύσεις, ότι η μοναδική στράτευση που οφείλει, είναι στις λέξεις, στον λόγο, όχι σε εξωλογοτεχνικές σκοπιμότητες, όσο φιλάνθρωπες κι αν αυτοσυστήνονται. Ιδιαίτερα σε περιόδους που η ιστορία δείχνει να αναστέλλεται και να παγώνει, όπως επί καθεστώτων κατοχής, ή να επιταχύνεται, όπως επί επαναστάσεων, ο εγρήγορος ποιητής συντονίζεται και μετέχει. Δεν δικαιούται όμως να αυτοαφοπλίζεται καλλιτεχνικά και να επιτρέπει στη ρητορική να επικαλύπτει με την αισθηματολογική της στερεοτυπική ευκολία το βάθος της τέχνης του.
Αν το κάνει, απλώς επιβεβαιώνει τον ισχυρογνώμονα Πλάτωνα και την πίστη του πως η ποίηση ψεύδεται. Και επικυρώνει, και μάλιστα σε διευρυμένη και ονομαστικά εμπλουτισμένη μορφή, έναν αφορισμό του Κολομβιανού λογίου Νικολάς Γκόμεζ Ντάβιλα: «Το ποιητικό έργο του καλού κομμουνιστή ποιητή (Αραγκόν, Ελυάρ, Νερούντα κ.λπ.) χωρίζεται σε δύο μέρη: το ποιητικό μέρος και το κομμουνιστικό μέρος» («Αποφθέγματα», μετάφραση Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Περισπωμένη, 2016). Οποιον -ισμό κι αν θέσουμε εδώ αντί του κομμουνισμού, όποιο ονοματεπώνυμο κι αν εννοήσουμε πίσω από τη συντομογραφία «κ.λπ.», το νόημα μένει το ίδιο. Ιδια και η –ας την πω έτσι, βαρύγδουπα– κατηγορική προσταγή: Ο ποιητής, ο συγγραφέας, ο καλλιτέχνης οφείλει τη στράτευσή του στη σολωμική «μεστή και ωραία δημοκρατία των ιδεών». Ετσι θα υπηρετήσει και τη δημοκρατία των πολιτών. Η στράτευσή του με εξωλογοτεχνικά κριτήρια ίσως του αποφέρει πρόσκαιρη φήμη, αλλά θα παραδώσει την τέχνη του στη ρηχότητα και θα αυτοαδικηθεί. Το ξέρουμε πια.
Via : tvxs.gr