του Δήμου Χλωπτσιούδη
Έχουν περάσει περισσότερα από τρία χρόνια. Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που ξεσηκώθηκαν οι κάτοικοι του νεότευκτου τότε δήμου Παύλου Μελά, όταν ανακοινώθηκε η καύση βιομηχανικών κι αστικών αποβλήτων στην τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ. Η πρόταση παρουσιάζονταν ως μία «πράσινη», εναλλακτική μορφή παραγωγής ενέργειας ακίνδυνη για τους κατοίκους. Βέβαια, κύριος στόχος ήταν μείωση και της σπατάλης ενέργειας των ρύπων των εργοστασίου ώστε να καλύπτει τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, κι όχι η εναλλακτική παραγωγή ενέργειας.
Η ιδέα της καύσης απορριμμάτων γεννήθηκε στη Γερμανία, ένα βιομηχανικό κράτος. Το πρόβλημα όμως σύντομα παρουσιάστηκε: η καύση δεν ήταν εύκολη και η ύπαρξη πλαστικών υλικών κάθε είδους, χρωμάτων, υπολειμμάτων λαδιών κλπ παράγει καυσαέρια πολύ επικίνδυνα για την υγεία και το σύνολο του φυσικού κόσμου.
Οι παραγόμενες διοξίνες και τα φουράνια, μια ομάδα συγγενών χημικών ενώσεων, διασπώνται μόνο σε υψηλές θερμοκρασίες, αλλά μόλις κρυώσουν φυσιολογικά (στα ανώτερα ατμοσφαιρικά επίπεδα) ξανασχηματίζονται! Παράλληλα, έχουν μεγάλο χρόνο υποδιπλασιασμού (η μισή ποσότητα διασπάται στην ατμόσφαιρα σε αθώες ενώσεις μετά από 300 χρόνια, ενώ η υπόλοιπη ποσότητα κυκλοφορεί ανέπαφη).
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν όργανα που να μπορούν να μετράνε συνέχεια την περιεκτικότητα σε διοξίνες και φουράνια. Πρέπει να γίνει ειδική δειγματοληψία από ειδικό συνεργείο με ειδικά εργαλεία και χημικά αντιδραστήρια, σε ειδικά εργαστήρια (στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμη) ώστε να εξαχθούν αποτελέσματα μετά από 15 μέρες. Το κόστος; Γύρω στα 4000 ευρώ το δείγμα (!!!)
Οι Γερμανοί γρήγορα κατανόησαν ότι η μαζική συλλογή των απορριμμάτων και η επεξεργασία τους ώστε να καούν είναι ασύμφορη και κατέληξαν ως μοναδικό τρόπο διαχείρισης των απορριμμάτων την πλήρη διαλογή στην πηγή (στο σπίτι, στο κατάστημα) και την συγκέντρωση των καθαρών υλικών σε βιομηχανικές μονάδες που τα χρησιμοποιούν σαν πρώτη ύλη. Με την επιτυχία αυτής της πολιτικής στις εγκαταστάσεις καύσης πηγαίνανε μόνο αποφάγια που έχουν μέσα τους 90% νερό και θερμική αξία μηδαμινή[1]. Έτσι εργοστάσια καύσης έκλεισαν, γιατί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις προδιαγραφές [2].
Η καύση αποβλήτων είναι ασύμβατη με την οικολογική οπτική της διαχείρισης των απορριμμάτων. Ορατός είναι ο κίνδυνος ρύπανσης της ατμόσφαιρας. Παρά τα ακριβά συστήματα και τα αυστηρά όρια, οι διοξίνες δε μηδενίζονται, αλλά απλά περιορίζονται. Τα επεισόδια ρύπανσης και οι αστοχίες είναι συχνές. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζήτημα της θέσπισης ομοιόμορφης διαδικασίας προσδιορισμού αυτών των εκπομπών παραμένει άλυτο ανάμεσα σε κράτη μέλη της ΕΕ. Είναι αδιανόητο να αποδεχτούμε τη μέτρηση εκπομπών ουσιών αυτής της επικινδυνότητας μόλις μία – δύο φορές το χρόνο.
Στην Αγγλία, υπολογίστηκε ότι οι αποτεφρωτήρες είναι υπεύθυνοι για το 30-56% των εκπομπών διοξινών, ενώ στη Δανία πρόσφατη μελέτη προσδιόρισε την αποτέφρωση ως κυρίαρχη πηγή διοξινών στην ατμόσφαιρα. Επιπλέον, η μείωση των διοξινών που εκπέμπονται έχει οδηγήσει σε μια αντίστοιχη αύξηση στις διοξίνες που εκπέμπονται από τα υπολείμματα της τέφρας.
Η τέφρα που δεσμεύεται στα φίλτρα των μονάδων καύσης και η τέφρα που παραμένει μετά από την καύση περιέχουν πολυάριθμες επικίνδυνες χημικές ουσίες, όπως διοξίνες και βαρέα μέταλλα. Παρά τη βέβαιη τοξικότητα των τεφρών, δεν υπάρχει κανένα όριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λόγω της μόλυνσής τους, η διάθεση των τεφρών αποτεφρωτήρων παρουσιάζει σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα, καθώς η πλειοψηφία της οδηγείται σε υγειονομική ταφή κάτι που μπορεί να οδηγήσει στη μόλυνση του υπεδάφους και του υδροφόρου ορίζοντα [3].
Έρευνα [4] απέδειξε ότι -παλαιότεροι και σύγχρονοι- αποτεφρωτήρες μπορούν να συμβάλουν στη μόλυνση του τοπικού χώματος και της βλάστησης. Ομοίως, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, το γάλα της αγελάδας από τα γειτονικά σε αποτεφρωτήρες αγροκτήματα έχει βρεθεί να περιέχει υψηλά επίπεδα διοξινών. Οι πληθυσμοί που κατοικούν κοντά στους αποτεφρωτήρες εκτίθενται ενδεχομένως στις χημικές ουσίες μέσω της εισπνοής του μολυσμένου αέρα ή από την κατανάλωση μολυσμένων γεωργικών προϊόντων και από τη δερματική επαφή με το μολυσμένο χώμα. Ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα διοξινών έχουν βρεθεί στους ιστούς των κατοίκων κοντά σε αποτεφρωτήρες στην Αγγλία, την Ισπανία, στη Φιλανδία και την Ιαπωνία.
Επιλογικά, η καύση αποβλήτων απορρίπτεται από δεκάδες ανεξάρτητες περιβαλλοντικές μελέτες ως ακριβή, αναποτελεσματική και επικίνδυνη μέθοδος διαχείρισης απορριμμάτων. Σε παγκόσμιο επίπεδο, θεωρείται η σημαντικότερη πηγή έκλυσης επιβλαβών αερίων, ενώ ταυτόχρονα ευθύνεται για ένα σημαντικό ποσοστό των εκλύσεων υδραργύρου στο περιβάλλον. Η δε σημερινή τεχνολογία δεν παρέχει τη δυνατότητα συνεχούς και αδιάλειπτης παρακολούθησης των συγκεντρώσεων των πιο τοξικών ρύπων. Οι όποιες μετρήσεις βασίζονται σε αμφίβολες μεθοδολογίες και υποβαθμίζουν το πραγματικό πρόβλημα. Ακόμη κι έτσι βέβαια, τα περισσότερα εργοστάσια καύσης αποβλήτων δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους ισχύοντες κανονισμούς για τον έλεγχο της ρύπανσης. Από την άλλη, μία ολοκληρωμένη ανάλυση του κύκλου ζωής της τεχνολογίας αυτής, δείχνει ότι η καύση σπαταλά περισσότερη ενέργεια απ’ αυτήν που παράγεται [5].
Η περίπτωση του ΤΙΤΑΝ
Στο δήμο Παύλου Μελά όπου η ανακύκλωση από την πηγή είναι ακόμα ένα μακρινό όραμα, σε μια χώρα όπου τίθενται σε δικαιολογημένη αμφισβήτηση όλες οι προσπάθειες διαχείρισης απορριμμάτων και με τη ρύπανση να απειλεί την υγεία και τη ζωή των τωρινών και μελλοντικών γενεών, η καύση αποβλήτων στην τσιμεντοβιομηχανία ισοδυναμεί με μία Φουκουσίμα.
Η τέλεια καύση είναι απλά ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, που κανένας καυστήρας δεν μπορεί να πετύχει. Τα παραγόμενα στερεά τοξικά απόβλητα (με τη μορφή σκουριάς και τέφρας), καθώς και τοξικά υγρά απόβλητα, λέγεται ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή τσιμέντου. Έτσι όμως πολύ απλά μεταφέρεται αλλού το πρόβλημα επανατροφοδοτώντας τοξικές ουσίες στο ευρύτερο περιβάλλον [6].
Ουσιαστικά, η πρόταση έρχεται να βοηθήσει οικονομικά το εργοστάσιο προκειμένου να αποφύγει περεταίρω επενδύσεις για τη μείωση της σπαταλώμενης ενέργειας και την αποφυγή προστίμων από την ΕΕ. Κανένα αντισταθμιστικό όφελος δε φαίνεται να μπορεί να καλύψει την απειλή της ποιότητας ζωής και της υγείας των κατοίκων, όχι μόνο του δήμου, αλλά ουσιαστικά όλης της Θεσσαλονίκης.
Via : tvxs.gr