του Λ. Λιάβα*
Τα αποκριάτικα τραγούδια, και ιδιαίτερα τα άσεμνα, αντιπροσωπεύουν ένα ρεπερτόριο του οποίου η καταγραφή, μελέτη και ανάλυση παρέμεινε στο περιθώριο, σε σχέση με την έρευνα των υπόλοιπων κατηγοριών του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας και της τολμηρότητας του περιεχομένου του, για τα μέτρα της αστικής ηθικής. Γι’ αυτό κι επείγει (όπως εξάλλου και σε ορισμένους ακόμη τομείς του δημοτικού τραγουδιού που συνδέονται με έθιμα και τελετουργίες), όσο επιζούν οι τελευταίοι αυθεντικοί φορείς αυτού του ρεπερτορίου, μια τεκμηριωμένη καταγραφή, ώστε το πολύτιμο αυτό υλικό να παραμείνει στη διάθεση των επόμενων γενεών για έμπνευση και δημιουργία. Γιατί πλέον, στις μέρες μας, απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από τα σύμβολα, τις αξίες, τις καθαρτήριες λειτουργίες του “πρωτόγονου” αγροτικού καρναβαλιού, περνώντας στο αστικό καρναβάλι, που συχνά μετατρέπεται σε οργανωμένη “μασκαράτα”, μέρος κι αυτή του καταναλωτικού παιχνιδιού. Τα παραδοσιακά σύμβολα αποδυναμώνονται σε φολκλορικές αναπαραστάσεις, ενώ -όπως σημειώνει ο Γιάννης Κιουρτσάκης- “το αυθόρμητο λαϊκό πανηγύρι μεταβάλλεται σε μια τελετή που χειραγωγείται από τους άρχοντες και προσφέρεται απ’ αυτούς στο “λαό”. Έτσι ώστε τα καρναβαλικά σύμβολα τρέπονται αναπόφευκτα σε μια θεσμική έκφραση της δεδομένης τάξης”.
Με ποιό τρόπο λοιπόν, με ποια αφτιά μπορεί ο σημερινός ακροατής να προσεγγίσει αυτά τα τραγούδια; Σε μια εποχή που το καρναβάλι μας το “έκλεψαν” οι δημοτικοί άρχοντες, τη γιορτή μας οι οργανωμένες φιέστες, και το τραγούδι μας το δισκογραφικό μάρκετινγκ και τα μαζικά μέσα; Με ποια “ηθική” μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίσει, τη στιγμή που η σύγχρονη κοινωνία έχει μετατραπεί πλέον σε μια “κοινωνία ηθών, όπου τα ήθη στρέφονται κατά των εθίμων”; Πως μπορεί η χριστιανικά και “ορθολογικά” διαμορφωμένη αστική ηθική της Δύσης να πλησιάσει, να εξηγήσει και -στο μέτρο του δυνατού- να βιώσει τα σύμβολα και τις αξίες μιας παραδοσιακής κοινωνίας γεωργοκτηνοτροφικής στη δομή της και μαγικοθρησκευτικής στην κοσμοθεωρία της;
Ίσως το κλειδί να βρίσκεται σ’ αυτά καθαυτά τα σύμβολα της γης, της γονιμότητας, της άνοιξης και της ελπίδας, που παραμένουν πανανθρώπινα, πέρα από τόπο και χρόνο! Αρκεί να τα πλησιάσει κανείς μα γνώση και σεβασμό, σε σχέση με τους ιδιαίτερους κώδικες και τις αρχές που διακρίνουν τις λειτουργίες τους στο πλαίσιο της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας.
Τι συνέβαινε λοιπόν -και, σε αρκετές περιπτώσεις, τι συμβαίνει ακόμη σήμερα- όταν σε κοινωνίες ιδιαίτερα κλειστές και συντηρητικές, μια φορά το χρόνο, “ξεντροπιάζονταν” ακόμη και οι γυναίκες (“Τις Μεγάλες Αποκριές, κουζουλαίνονται κι οι γριές”) και μπορούσαν να τραγουδήσουν τραγούδια σατιρικά έως “άσεμνα”, που αναφέρονται συχνά στο κάτω μέρος του σώματος και στις γενετήσιες και φυσικές λειτουργίες του; Και, παράλληλα, πως είναι δυνατόν αυτή η “έκλυτη” γιορτή να κορυφώνεται ταυτόχρονα με τις τελετουργικές προσφορές προς τους νεκρούς (“Ψυχοσάββατα” της Κρεατινής και της Τυρινής); Ενώ ο ίδιος χωρικός, που ως το μεσημέρι της Καθαρής Δευτέρας χόρευε με ομοιώματα φαλλών και τολμηρές αθυροστομίες, αμέσως έπειτα συμμετείχε στον πρώτο Εσπερινό της Σαρακοστής ψάλλοντας το “Κύριε των Δυνάμεων”!
Σίγουρα θα ήταν υποκριτικό αν όλα αυτά τα αντιμετωπίζαμε σαν απλές, μεμονωμένες, “γραφικές” πράξεις, γαργαλιστικά “καρυκεύματα” της αστικής μας σεμνοτυφίας. Επιβάλλεται να τα προσεγγίσουμε και να τα εξηγήσουμε ως αναπόσπαστα μέρη όλων εκείνων των συμβολικών πράξεων και τελετουργιών με τις οποίες ο ελληνικός λαός, ήδη από την αρχαιότητα, υποδεχόταν αυτή την κρίσιμη περίοδο του ετήσιου κύκλου που οροθετεί τη μετάβαση από το χειμώνα-θάνατο στην άνοιξη-ζωή. Σύμβολα που διατρέχουν τους αιώνες κι έχουν διατηρηθεί με θαυμαστή συνέχεια και συνοχή μέσα στο χρόνο. Μέσα απ’ αυτά ο Έλληνας εκφράζει την ελπίδα του για τη νέα περίοδο που αρχίζει, επικαλείται τη γονιμότητα και την καλή σοδειά, συμμετέχοντας (συχνά “ομοιοπαθητικά”) στις βαθιές μεταβολές που συντελούνται αυτή την εποχή στη γη. Εφευρίσκει διαδικασίες “κοινωνικά αποδεκτές” που θα του επιτρέψουν μα επικοινωνήσει με τον διπλανό του με διάθεση περιπαικτική κι ερωτική και να αναβαπτιστεί στην ίδια του τη φύση.
Τα τραγούδια και οι χοροί της Αποκριάς που έχει επιλέξει η Δόμνα Σαμίου γι’ αυτή την έκδοση, με το περιεχόμενο και τη λειτουργική τους ένταξη στα αντίστοιχα έθιμα, συμπυκνώνουν με τον παραστατικότερο τρόπο την αρχέγονη δύναμη και το παραδοσιακό ήθος που διακρίνουν αυτή την ελληνική “Ιεροτελεστία της Άνοιξης”. Αξίζει να σταθούμε στους στίχους του πρώτου τραγουδιού (πηδηχτός χορός από τη Νάξο), όπου συνυπάρχουν -με τον μοναδικό τρόπο που χαρακτηρίζει την ελληνική παράδοση, ήδη από την αρχαιότητα- η χαρά του γλεντιού με τη θλίψη του θανάτου. Για να τονιστεί ακόμη πιο ισχυρά η νίκη της ζωής-άνοιξης πάνω στη φθορά-χειμώνα [σ.σ. Tούτες οι μέρες το ’χουνε].
Ανάλογες αναφορές συναντάμε και στα κάλαντα του Δωδεκαημέρου από τη Θράκη (άλλο συγγενικό με τα τραγούδια της Αποκριάς ρεπερτόριο, που κι αυτό στοχεύει στην ευετηρία και στη γονιμότητα):
Χαρείτε να χαρούμε, προτού μας έβρει ο θάνατος
κι ύστερα λυπηθούμε!
Αλλά και ο “Αποκρηανός σκοπός” που ηχογράφησε στην Αμοργό ο Δάσκαλος Σίμων Καράς επιμένει στο ίδιο ποιητικό μοτίβο:
Γλεντάτε να γλεντήσουμε τα τρυφερά μας νιάτα,
γιατί θε να ’ρθει ένας καιρός να τα σκεπάσει η πλάκα.
Δώστε του, παιδιά, κι ας πάει,
τούτ’ η γης θε να μας φάει!
Στίχοι που μας παραπέμπουν και στον “Επιτάφιου του Σεικίλου” του 1ου αι. μ.Χ., το πιο ευανάγνωστο σωζόμενο δείγμα αρχαίας ελληνικής μουσικής, λαϊκό τραγούδι, σύμφωνα με την έρευνα του Samuel Baud-Bovy, χαραγμένο σε μια επιτύμβια στήλη που ανακαλύφθηκε στις αρχαίες Τράλλεις (Αϊδίνι Μικράς Ασίας), εξαφανίστηκε στη Μικρασιατική Καταστροφή και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Κοπεγχάγης:
Όσον ζης, φαίνου,
μηδέν όλως συ λυπού.
Προς ολίγον εστί το ζην
το τέλος ο Χρόνος απαιτεί.
(Όσο ζεις να χαίρεσαι και διόλου μη λυπάσαι. Λίγη είναι η ζωή,
κι ο Χρόνος απαιτεί το μερίδιο του.)
Στα τραγούδια της Αποκριάς παρατηρούμε μιαν αρμονική συνύπαρξη αυτών των “γνωμικών τραγουδιών” (Όπως και το Γέρασα, μωρέ παιδιά) με το υπόλοιπο ρεπερτόριο των σατιρικών και των “άσεμνων”. Εδώ, πλέον, πραγματοποιείται η εθιμικά επιβεβλημένη παραβίαση των καθιερωμένων κανόνων, με την επιφανειακή ανατροπή όχι μόνο της κοινωνικής τάξης (μέσα από τη διακωμώδηση των κορυφαίων της κοινωνικής ιεραρχίας) αλλά και της ίδιας της φυσικής τάξης των πραγμάτων, που όμως κι αυτή έχει, κατά βάθος, διδακτικό χαρακτήρα:
Στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα,
κι ένας κουφός του έλεγε: “Την άκουγα που ’βρόντα!”
Ανάλογο χαρακτήρα έχει και η παρωδία γνωστών τραγουδιών (όπως στην περίπτωση του Δρυμού Ελασσόνας και του Τυρνάβου), στα οποία προσαρμόζονται στίχοι με “άσεμνο” χαρακτήρα, που γίνονται ακόμη πιο κωμικοί μέσα από τη συνειρμική ταύτιση τους με πρόσωπα και καταστάσεις του αρχικού τραγουδιού (λ.χ. το γνωστό Μια πέρδικα καυχήθηκε γίνεται Ένα μουνί καυχήθηκε κλπ.). Παρωδίες αυτού του τύπου καταλήγουν και ως την τολμηρή διακωμώδηση της εκκλησιαστικής τάξης με “διασκευές” ψαλμών (όπως εξάλλου συνέβαινε και στο Βυζάντιο με άσεμνες παρωδίες των ακολουθιών, αλλά και στη Δύση, λ.χ. στο γνωστό χειρόγραφο των Carmina Burana):
Ανοίξω το στόμα μου
– έλα κοντά μου κοκόνα μου,
φαιδρώς πανηγυρίζω
– και όλο σε τριγυρίζω.
(από το αποκριάτικο δρώμενο “ο Πεθαμένος” των Μυκηνών)
Η ποιητική και μουσική δομή των περισσότερων αποκριάτικων τραγουδιών παρουσιάζεται σχετικά απλή. Έχουν συνήθως έντονο το ρυθμικό στοιχείο, μέσα από απλά ρυθμικά σχήματα (συνήθως δίσημα ή επτάσημα), που συνδέονται με το κυρίαρχο συλλαβικό χαρακτήρα της μελωδίας, δίνοντας προτεραιότητα σε μια ρυθμική “μελωδική απαγγελία” του κειμένου.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι πολλά από τα τραγούδια (κι αυτό είναι δείγμα της παλαιότητας αλλά και της ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου ρεπερτορίου) παρουσιάζουν στίχους οκτασύλλαβους, όχι ιαμβικούς αλλά κυρίως τροχαϊκούς. Ήδη κατά την αρχαιότητα ο Αριστοτέλης επεσήμαινε τον “διονυσιακό” χαρακτήρα αυτού του μέτρου, όταν τόνιζε “των δε ρυθμών… ο τροχαίος κορδακικώτερος” (Ρητορ. 3, 8), συνδέοντας τον με τον “κόρδακα”, τον κατεξοχήν άσεμνο χορό της αρχαίας κωμωδίας.
Αυτόν τον τροχαϊκό ρυθμό, όπως επισημαίνει ο Baud-Bovy, τον βρίσκουμε επίσης στα τραγούδια των παιδιών και στα ταχταρίσματα (ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά είναι οι πιο συντηρητικοί φορείς, που στα τραγούδια και στα παιχνίδια τους έχουν διασώσει πλήθος στοιχείων από την αρχαία παράδοση). Προπαντός όμως χαρακτηρίζει τα αποκριάτικα άσεμνα τραγούδια, “τ’ άσκημα” όπως τα έλεγαν στη Ρόδο, όπου τα χόρευαν οι άντρες για να “ξεντροπιαστεί” η νύφη, ενώ στη Βόρεια Ελλάδα και στη Βουλγαρία τα τραγουδούσαν και οι γυναίκες, αλλά μόνο την “μέρα της μαμής” (γυναικοκρατίας).
Ο τροχαϊκός ρυθμός είναι αυτός που δίνει και το “βάρος” στους αποκριάτικους μιμητικούς χορούς, όπως το γνωστό “Πιπέρι” [σ.σ. Πως το τρίβουν το πιπέρι], που χορεύεται σ’ όλα τα Βαλκάνια, ενώ ίδιο ρυθμό συναντούμε και στον ανάλογο γαλλικό χορό “Savez-vous planter les choux”! Έτσι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα αποκριάτικα τραγούδια που ακολουθούν την οκτασύλλαβη τροχαϊκή δομή διεκδικούν παλαιότητα σε σχέση με αυτά που έχουν δεκαπεντασύλλαβους.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι παρεμβολές “τσακισμάτων”, επιφωνημάτων αλλά και εύηχων λέξεων χωρίς νόημα (“μπρε-μπρε-μπρε”, “μπαμ-μπαμ-μπουμ”, “μάνα μου, μωρή”, “μπίγι-μπίγι-μπιγιρμέ” κ.ο.κ.), που δεν γίνονται μόνο για λόγους ισομετρίας αλλά και για να υπογραμμίσουν το ρυθμό και να επιτείνουν τον όλο κωμικό χαρακτήρα του τραγουδιού.
Τα αποκριάτικα τραγούδια, και κυρίως τα παλαιότερα από αυτά, τα “άσεμνα”, τα τραγουδούσαν χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων, χωρισμένοι σε δυο ομάδες (όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα στον αποκριάτικο χορό γύρω από τη φωτιά στον Δρυμό Ελασσόνας), ή άρχιζε ένας σολίστας κι επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι. Τα όργανα της στεριανής “κομπανίας” (κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, τουμπελέκι) ή της νησιωτικής “ζυγιάς” (βιολί, λαγούτο) αποτελούν νεότερη προσθήκη.
Παλαιότερα, ως μουσικό όργανο συνοδείας μπορούσε να προστεθεί, με τον “διονυσιακό” του ήχο, ο άσκαυλος στις δυο μορφές του: γκάιντα (στη Θράκη και στη Μακεδονία) και τσαμπούνα (στα νησιά). Ενώ το τύμπανο (νταούλι στη στεριανή Ελλάδα και τουμπί στη θαλασσινή) υπήρξε το κατεξοχήν ρυθμικό όργανο, που επίσης αναλάμβανε και την εξαγγελία της εισόδου της Αποκριάς, είτε με την έναρξη του Τριωδίου είτε άλλη καθορισμένη μέρα, όπως στην Ύδρα, την ημέρα του αγίου Αντωνίου (17 Ιανουαρίου). Γι αυτό και η πρώτη εβδομάδα ονομάστηκε “προφωνή” ή “προφωνέσιμη”.
Μήπως, εξάλλου, αυτόν το χαρακτήρα “προσφώνησης” δεν έχει και η προστακτική παραίνεση “χορέψετε, χορέψετε” και “χαρείτε”, που εξακολουθούν να μας απευθύνουν αυτά τα τραγούδια; Πρόσκληση και πρόκληση μαζί προς τον “σύγχρονο” άνθρωπο της μεγάλης πόλης, για επανασύνδεση με τα σύμβολα ης Μεγάλης Μητέρας-Θεάς της Γονιμότητας, για επιστροφή στη Μήτρα της Φύσης. Μέσα από την επαφή και την επικοινωνία στο πλαίσιο της ίδιας κοινωνικής ομάδας, που έχει συνείδηση των κοινών της δεσμών και στόχων. Μέσα από την ιεροτελεστία του γλεντιού, που αρνείται να υποβιβαστεί σε “διασκέδαση”. Μέσα από μια συμβολική γλώσσα τόσο τολμηρή όσο και προαιώνια, γι’ αυτό και πανανθρώπινη και, εν τέλει, καθαγιασμένη.
Γιατί “naturalia non sunt turpia” – τα φυσικά πράγματα δεν είναι αισχρά!
*αν. καθηγητής εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Via : www.24grammata.com