Ιδέες παλιές και νέες
Από τον Θανάση Γιαλκέτση
Ο Βρετανός Αντονι Γκίντενς είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους κοινωνιολόγους. Συγγραφέας πολλών έργων, έχει διατελέσει διευθυντής του London School of Economics. Ως θεωρητικός του λεγόμενου «Τρίτου Δρόμου», ο Γκίντενς έχει επεξεργαστεί μια σφαιρική πρόταση για την ανανέωση της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής. Σε ζητήματα ταυτότητας και στρατηγικής της Αριστεράς αναφέρεται και το ακόλουθο άρθρο του.
Δεξιά και Αριστερά είναι μήπως έννοιες ξεπερασμένες, πεπαλαιωμένες, στερούμενες νοήματος, όπως υποστηρίζουν σήμερα ορισμένοι; Δεν συμφωνώ. Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο έλεγε ότι το νόημα της Δεξιάς και της Αριστεράς αλλάζει συνεχώς και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα και οι δύο όροι σημαίνουν κάτι διαφορετικό σε σχέση με το παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά, παραμένουν δύο πολιτικές έννοιες βαθιά διαφορετικές και συνεχίζουν να έχουν ιδιαίτερη αξία ακόμα και στον τωρινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Η σημερινή παραδοσιακή Δεξιά στην Ευρώπη και γενικά στη Δύση πιστεύει στην ελεύθερη αγορά, σε ένα κράτος ελάχιστα παρεμβατικό και περιορισμένο, σε έναν κοινωνικό συντηρητισμό στην ιδιωτική σφαίρα. Η Αριστερά πιστεύει σε μια ενεργητική κυβέρνηση μάλλον παρά στον κρατισμό, σε μεγαλύτερη ρύθμιση της αγοράς, στον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Οι διαφορές μεταξύ των δύο παρατάξεων είναι πολύ φανερές, αν και δεν είναι πλέον τόσο σαφείς όσο άλλοτε. Στην Αριστερά δεν υπάρχει πλέον η σοσιαλιστική ουτοπία. Στη Δεξιά μπορεί να υπάρξουν ανοίγματα στο κοινωνικό πεδίο, όπως δείχνει ο Ντέιβιντ Κάμερον στην Αγγλία τασσόμενος υπέρ του γάμου των ομοφυλοφίλων, συναντώντας άλλωστε ισχυρές αντιστάσεις από πολλά μέλη του ίδιου του κόμματός του.
Επιπλέον, σήμερα υπάρχουν ζητήματα, όπως αυτό του περιβάλλοντος, που δεν είναι πλέον της «Δεξιάς» ή της «Αριστεράς» με βάση τις παλαιές παραμέτρους. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα πρόβλημα σοβαρό, επείγον και βαθύ, που υπερβαίνει κάθε ιδεολογική παράταξη, εφόσον το εξετάσουμε χωρίς παρωπίδες. Εν μέρει είναι αληθινό αυτό που έγραψε ο Τόνι Μπλερ στην πολιτική του αυτοβιογραφία, μετά την απομάκρυνσή του από την Downing Street: Σήμερα υπάρχουν δυνάμεις που διακρίνονται από το «άνοιγμά» τους προς την κοινωνία και άλλες που διακρίνονται, αντίθετα, από ένα «κλείσιμο». Δύο διαφορετικές νοοτροπίες, δύο τρόποι αντιμετώπισης της πραγματικότητας: άνοιγμα προς τη μετανάστευση, τις νέες τεχνολογίες, τις κοινωνικές αλλαγές, σε αντίθεση με όσους θα προτιμούσαν να κλείσουμε τα σύνορα, να απορρίψουμε τις ανανεώσεις, να διατηρήσουμε το status quo.
Αλλά αυτή η αντίθεση δεν αρκεί για να ορίσουμε τον πολιτικό αγώνα. Αντιπροσωπεύει ένα πρόγραμμα και ένα όραμα που είναι πολύ περιορισμένα. Και είναι φορέας συχνών αντιφάσεων: υπάρχουν κόμματα που είναι πάρα πολύ ανοιχτά όταν η συζήτηση αναφέρεται στην ελεύθερη αγορά, την οποία θα ήθελαν χωρίς κανέναν κανόνα ή περιορισμό, και έπειτα είναι πάρα πολύ κλειστά στο θέμα της μετανάστευσης, χωρίς να κατανοούν ότι αυτή η τελευταία είναι θεμελιώδης συνιστώσα του φιλελευθερισμού και ότι δεν μπορεί να υπάρξει «ανοιχτή» αγορά με κλείσιμο των συνόρων στους μετανάστες.
Η συζήτηση για την υποτιθέμενη υπέρβαση εννοιών όπως η «Δεξιά» και η «Αριστερά» έχει εξάλλου και ένα βαθύ ελάττωμα: μας οδηγεί να πιστέψουμε ότι στον σημερινό κόσμο χρειαζόμαστε λιγότερη πολιτική απ” ό,τι στο παρελθόν, δηλαδή λιγότερη ιδεολογία, λιγότερα κόμματα, λιγότερη διακυβέρνηση, λες και όλα εξαρτώνται από το αν είμαστε διαθέσιμοι ή αντίθετοι στην αλλαγή, νοούμενη ως γενική πρόοδο της ανθρωπότητας.
Αντίθετα, θεωρώ ότι σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερη πολιτική απ” ό,τι πριν, επειδή τα παγκόσμια προβλήματα, από τη δραματική οικονομική κρίση ώς το φαινόμενο του θερμοκηπίου, καταδεικνύουν ότι μόνο μια συλλογική παρέμβαση, προγραμματισμένη, μια ορθή διεθνής διακυβέρνηση μπορεί να βάλει τον πλανήτη μας στον σωστό δρόμο.
Ένας καλύτερος ορισμός της σύγχρονης πολιτικής αντιπαράθεσης θα στρεφόταν επομένως γύρω από έναν όρο που έχει γίνει αρκετά δημοφιλής, αν και χρησιμοποιείται συχνά εσφαλμένα: μεταρρυθμιστής. Σήμερα όλοι ή τουλάχιστον πάρα πολλοί αυτοπροσδιορίζονται έτσι. Αλλά ποιος είναι, τι είναι ένας αληθινός μεταρρυθμιστής ή ρεφορμιστής; Στην Ευρώπη είναι εκείνος που κατανοεί το βάθος και τη σοβαρότητα της κρίσης που περνάμε και αντιλαμβάνεται ότι είναι αναγκαίες ριζοσπαστικές απαντήσεις προκειμένου να την υπερβούμε. Σήμερα όλες οι βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες είναι πολύ χρεωμένες. Όλες άλλες περισσότερο άλλες λιγότερο, έχουν χάσει ανταγωνιστικότητα στις αγορές. Μέχρι τώρα έχουν υποδειχτεί και συζητηθεί δύο διέξοδοι από αυτήν την κατάσταση: να υποστηρίξουμε την οικονομική ανάπτυξη με δημόσιες επενδύσεις ή να στηριχθούμε στην αυστηρότητα, στις περικοπές δημόσιων δαπανών, στην αύξηση της φορολογίας, με δυο λόγια στη λιτότητα.
Η επαναπρόταση όμως της εναλλακτικής επιλογής μεταξύ της κεϊνσιανής μεθόδου και του μονεταρισμού μπορεί να μην είναι πλέον αρκετή. Σίγουρα οι περικοπές είναι σε κάποιο βαθμό αναγκαίες. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, είναι σαν τα φάρμακα: αν δεν τα παίρνεις αρρωσταίνεις, αλλά αν πάρεις πάρα πολλά, πήρες υπερβολική δόση και κινδυνεύεις να αρρωστήσεις ακόμα χειρότερα.
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Αυτό που ένας αυθεντικός Ευρωπαίος μεταρρυθμιστής θα έπρεπε να θέτει ως στόχο είναι η βιώσιμη ανάκαμψη. Μια ανάκαμψη ικανή να διαφυλάξει ένα κράτος πρόνοιας, το οποίο χρειάζεται βέβαια περικοπές και προσαρμογές, προκειμένου να αναμετρηθεί με ένα νέο δημογραφικό και κοινωνικό σενάριο, αλλά που ταυτόχρονα δεν θα κατευθύνει τα κύρια οφέλη της ανάπτυξης στο 1% του πληθυσμού, δηλαδή στις κατηγορίες με τα υψηλότερα εισοδήματα.
Βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει ένα οικονομικό μοντέλο που θα αποτρέπει την καταστροφή του περιβάλλοντος και της μεσαίας τάξης. Δεν πιστεύω ότι η Δύση θα βγει από την κρίση και θα γίνει πιο ανταγωνιστική απλώς πουλώντας όλο και περισσότερα αυτοκίνητα στην Κίνα, μέχρις ότου οι Κινέζοι αποκτήσουν τόσα όσα και εμείς ή και περισσότερα. Ούτε με το να συνεχίζει να χρεώνεται, ώστε να περιμένουμε έπειτα οι σημερινοί νέοι, πολλοί από τους οποίους είναι άνεργοι, να πληρώνουν τα χρέη μας όταν ενηλικιωθούν.
Πώς μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ένα τόσο δύσκολο και πολύπλοκο εγχείρημα; Εγώ συνεχίζω να πιστεύω ότι μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε μέσα από έναν αυθεντικό αριστερό ρεφορμισμό. Με το ίδιο πνεύμα εκείνου του Τρίτου Δρόμου, στον οποίο έχω αφιερώσει ένα μέρος των θεωρητικών μου μελετών, δηλαδή με έναν προοδευτισμό ικανό να κερδίζει συναινέσεις στο κέντρο, κατανοώντας τις θεμιτές ανησυχίες των μεσαίων στρωμάτων για ζητήματα όπως η ασφάλεια, η φορολογία και η μετανάστευση, χωρίς όμως να απαρνιέται τις επιδιώξεις για μια πιο δίκαιη και πιο εξισωτική κοινωνία, που έχουν γίνει ακόμα πιο επιτακτικές σήμερα εξαιτίας των συνεπειών του χρηματοπιστωτικού κραχ και των απειλών της κλιματικής αλλαγής.
Ο Τρίτος Δρόμος πρέπει γι’ αυτό να προσαρμοστεί στα προβλήματα του 21ου αιώνα αλλά και στις νέες ευκαιρίες που διαφαίνονται, με πρώτη εκείνη μιας νέας βιομηχανικής και τεχνολογικής επανάστασης, που θα καταστεί αναγκαία επειδή καμιά χώρα δεν θα μπορέσει να βγει από την κρίση αν δεν παράγει πλέον τίποτα. Είναι ένα σενάριο που απαιτεί αισιοδοξία, αλλά είναι ένα εφικτό σενάριο. Υπό τον όρο ότι θα χρησιμοποιήσουμε περισσότερη πολιτική και όχι λιγότερη πολιτική. Και ότι θα πιστέψουμε πως «Δεξιά» και «Δριστερά» είναι λέξεις που έχουν ακόμα κάτι να μας πουν.
Αντονι Γκίντενς (KOINΩΝΙΟΛΟΓΟΣ)
Via : www.efsyn.gr