tsoukalas

Το ερώτημα είναι γιατί στην Ελλάδα υπάρχει Χρυσή Αυγή και όχι σε Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία

Συνέντευξη με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά

τη συνέντευξη πήραν οι Παύ­λος Κλαυ­δια­νός και Θό­δω­ρος Μι­χό­που­λος

Η δο­λο­φο­νία του Παύ­λου Φύσ­σα μπο­ρεί να αλ­λά­ξει την πο­ρεία των πο­λι­τι­κών πραγ­μά­τω­ν; Μας πά­ει προς τα πί­σω; Θα «χω­νευ­τεί» στην πο­ρεία;
Κα­νέ­νας δεν εί­ναι προ­φή­της. Τι θα πει μπρος; Τι θα πει πί­σω; Εκεί­νο που εί­ναι βέ­βαιο, εί­ναι ό­τι ξαφ­νι­κά άλ­λα­ξε το σκη­νι­κό. Αλλά, βέ­βαια, μπο­ρεί να ε­πα­νέλ­θει ε­κεί που ή­ταν. Αυ­τή τη στιγ­μή, για προ­φα­νείς λό­γους, η κυ­βέρ­νη­ση προ­σπα­θεί να ε­πι­κε­ντρώ­σει τη δρά­ση και τη δη­μό­σια πα­ρου­σία της πά­νω στην α­ντι­χρυ­σαυ­γί­τι­κη προ­σπά­θεια εκ­κα­θά­ρι­σης των δια­φό­ρων σά­πιων μη­χα­νι­σμών. Προ­φα­νώς, α­νά­με­σα στ’ άλ­λα, και για να α­πο­σπά­σει την προ­σο­χή α­πό ό­λα τ’ άλ­λα έ­πο­ντα προ­βλή­μα­τα, α­νά­με­σα στα ο­ποία η πα­ρου­σία της τρόι­κας, τα μέ­τρα τα ο­ποία ήλ­θαν και θα έλ­θουν, ό­λα τα υ­πό­λοι­πα. Τώ­ρα, η προ­σο­χή του κό­σμου και η δη­μο­σιό­τη­τα έ­χει ε­πι­κε­ντρω­θεί στη Χρυ­σή Αυ­γή. Όχι ό­τι αυ­τό εί­ναι λά­θος, εί­ναι α­να­πό­φευ­κτο. Αλλά δεν πι­στεύω ό­τι, αν δεν έ­χου­με άλ­λου τύ­που εκ­τρο­πές και ε­πει­σό­δια α­νω­μα­λίας, αυ­τό θα κρα­τή­σει πο­λύ και­ρό. Σε πο­λύ λί­γο και­ρό, πι­στεύω, θα ε­πα­νέλ­θου­με ε­κεί που εί­μα­στε και τα ά­με­σα, α­νυ­πέρ­βλη­τα και καυ­τά κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα θα ε­πα­νέλ­θουν και θα ξα­να­μπούν στο ε­πί­κε­ντρο της κα­θη­με­ρι­νής α­ντι­πα­ρά­θε­σης και συ­ζή­τη­σης. Δεν πι­στεύω, δη­λα­δή, ό­τι αυ­τό κα­θ’ αυ­τό το γε­γο­νός εί­ναι δυ­να­τό να με­ταλ­λά­ξει για πο­λύ και­ρό την ε­στία­ση του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος και των αν­θρώ­πων ό­λων πά­νω στα ζέ­ο­ντα προ­βλή­μα­τα της κοι­νω­νίας.

Άρα, δεν πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νου­με και ά­με­σες πο­λι­τι­κές δια­φο­ρο­ποιή­σεις.
Δεν πι­στεύω ό­τι θα γί­νουν, δεν υ­πάρ­χει λό­γος να γί­νουν. Παί­ζε­ται έ­να παι­χνί­δι ε­ντυ­πώ­σεων, δεν μπαί­νω στην ου­σία του ζη­τή­μα­τος. Ένα σο­βα­ρό ε­πει­σό­διο που χρη­σι­μο­ποιεί­ται α­πό τους μη­χα­νι­σμούς της ε­ξου­σίας, α­νά­με­σα στ’ άλ­λα, για να α­πο­μα­κρύ­νει την κοι­νή ε­ντύ­πω­ση και να κερ­δί­σει πο­λι­τι­κό χρό­νο. Ο χρό­νος εί­ναι πά­ντο­τε πά­ρα πο­λύ ση­μα­ντι­κός πα­ρά­γο­ντας στον τρό­πο με τον ο­ποίο δια­μορ­φώ­νο­νται οι πο­λι­τι­κές α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις και συ­γκυ­ρίες.

Παι­χνί­δι ε­ντυ­πώ­σεων

Η κυ­βέρ­νη­ση, ε­πι­πλέ­ον, ή­ταν σο­βα­ρά ε­κτε­θει­μέ­νη. Ολι­γώ­ρη­σε και ά­φη­σε να προ­κύ­ψουν τέ­τοια συμ­βά­ντα. Άρα, ή­ταν υ­πο­χρεω­μέ­νη να δρά­σει.
Προ­φα­νώς. Και ε­δώ εί­ναι η α­ντί­φα­ση. Ήδη, η α­πό­τα­ξη των α­νώ­τα­των α­ξιω­μα­τού­χων της α­στυ­νο­μίας α­πο­τε­λεί ου­σια­στι­κή ο­μο­λο­γία ό­τι δεν ε­λέγ­χουν την α­στυ­νο­μία ή ό­τι η α­στυ­νο­μία σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση εί­ναι πε­πλεγ­μέ­νη, έ­στω και μό­νο μέ­σω ο­λι­γω­ριών, στην προώ­θη­ση αυ­τού του φα­σι­στι­κού φαι­νο­μέ­νου. Εί­ναι α­ντι­φα­τι­κό διό­τι, φυ­σι­κά, την ευ­θύ­νη δεν την έ­χει η α­στυ­νο­μία αλ­λά την έ­χει ε­ξαρ­χής η κυ­βέρ­νη­ση. Και α­να­γκά­ζο­νται, α­πό την πίε­ση των πραγ­μά­των και εν­δε­χο­μέ­νως των ξέ­νων, για να μην πω και γι’ αυ­τό το λό­γο και σύσ­σω­μου του ξέ­νου Τύ­που. Επο­μέ­νως, δεν μπο­ρεί να κά­νει δια­φο­ρε­τι­κά η κυ­βέρ­νη­ση και, ορ­θώς, α­πο­φα­σί­ζει ε­πι­τέ­λους να πα­ρέμ­βει. Το πό­σο βα­θειά, εί­ναι άλ­λο ζή­τη­μα.

Το δί­λημ­μα που βά­ζει «εμ­φύ­λιος ή νό­μος και τά­ξη» και «νό­μος και τά­ξη εί­μαι ε­γώ», δεν της ε­πι­τρέ­πει την α­πό­κτη­ση η­γε­μο­νίας και έ­τσι να κερ­δί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­λι­τι­κό χρό­νο;
Μα, το δί­λημ­μα το ο­ποίο θέ­τει ο­ποια­δή­πο­τε ε­ξου­σία «ε­γώ εί­μαι ο νό­μος, ε­γώ εί­μαι η τά­ξη» και ε­πο­μέ­νως ό­λοι ε­σείς ο­φεί­λε­τε να υ­πα­κού­τε στον νό­μο και να τον ε­φαρ­μό­ζε­τε, με ο­ποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες, το πα­ρα­τη­ρού­με σε ό­λες τις ε­μπε­δω­μέ­νες ε­ξου­σίες, σ’ ό­λα τα μή­κη και πλά­τη. Αυ­τές οι αυ­ταρ­χι­κές και ε­ξου­σια­στι­κές μορ­φές δια­κυ­βέρ­νη­σης, τις ο­ποίες βλέ­που­με και ε­δώ, συ­νο­δεύουν έ­να σύ­στη­μα κρα­τι­κών ε­ξου­σιών ό­χι μό­νο στην Ελλά­δα. Πα­ντού, δη­λα­δή, α­πό τη στιγ­μή που α­πο­δυ­να­μώ­νε­ται η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή συ­ναί­νε­ση, η α­να­πτυ­ξια­κή συ­ναί­νε­ση, να το πω έ­τσι, τα κρά­τη συ­ντο­νί­ζο­νται στο να κα­τα­πιέ­ζουν και να α­πα­γο­ρεύουν, ό­σο εί­ναι το δυ­να­τό, ο­ποια­δή­πο­τε πα­ρέκ­κλι­ση α­πό την έν­νο­μη τά­ξη και τον νό­μο.

Φω­νές σύ­μπλευ­σης

Οι φω­νές μέ­σα στη ΝΔ για σύ­μπλευ­ση, για σο­βα­ρή ΧΑ, κ.λπ. ή­ταν α­νί­σχυ­ρες ή δια­πραγ­μα­τευ­τι­κές;
Ήταν πε­ρι­θω­ρια­κές. Δεν πι­στεύω ό­τι η συ­νο­λι­κή πο­λι­τι­κή πή­γε για σύ­μπλευ­ση σε κα­μιά στιγ­μή. Θα ή­ταν η­λί­θιοι να το κά­νουν αυ­τό, και η­λί­θιοι δεν εί­ναι.

Μπο­ρεί να α­πέ­βλε­παν, να α­πο­σπά­σουν κό­σμο α­πό τη ΧΑ.
Αυ­τό ναι, αλ­λά άλ­λο αυ­τό και άλ­λο η ύ­παρ­ξη σχε­δίου να συμ­μα­χή­σει με κά­τι για το ο­ποίο εί­ναι σα­φές ό­τι εί­ναι α­δύ­να­το να ε­λεγ­χθεί, α­ντί­θε­τα με τον ΛΑ­ΟΣ που ε­ντασ­σό­ταν στην κλα­σι­κή πα­ρά­δο­ση της δε­ξιάς. Ένα συ­νον­θύ­λευ­μα που μπο­ρού­σε να κα­τα­λή­ξει σε δια­φω­νίες, έ­ντο­νες δια­πραγ­μα­τεύ­σεις, συμ­φω­νίες, κ.λπ. Η ΧΑ εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό. Η ί­δια η γκα­γκστε­ρι­κή, η μα­φιό­ζι­κη ορ­γά­νω­σή της, η ο­ποία εί­ναι γνω­στή ε­δώ και δύο χρό­νια, δεν πε­ρι­μέ­να­με έ­ναν τρα­γι­κό θά­να­το για να το μά­θου­με. Δεν πι­στεύω ό­τι η δε­ξιά, να το πω έ­τσι, πι­στεύει τί­πο­τε δια­φο­ρε­τι­κό για τη ΧΑ.

Στην πα­ρέμ­βα­σή σου την προ­η­γού­με­νη Κυ­ρια­κή στην «Αυ­γή» πε­ρι­γρά­φεις το α­πε­χθές πρό­σω­πο της ΧΑ, ό­πως εί­ναι ε­ξάλ­λου, πο­λύ πα­ρα­στα­τι­κά. Πώς λοι­πόν τό­σος κό­σμος την α­κο­λου­θεί;
Εδώ εί­ναι το με­γά­λο ε­ρώ­τη­μα για το ο­ποίο, ο­μο­λο­γώ, δεν έ­χω α­πά­ντη­ση. Διό­τι, α­πό τη μια με­ριά εί­ναι σα­φές ό­τι η συ­γκυ­ρία ε­πι­κα­θο­ρί­ζε­ται α­πό τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής. Θα τα πω πά­λι: α­νερ­γία, α­πό­γνω­ση, αυ­το­κτο­νίες, διά­λυ­ση της δη­μό­σιας υ­γείας, του κοι­νω­νι­κού κρά­τους, της παι­δείας, ε­ξευ­τε­λι­σμός, φτώ­χεια. Όλα αυ­τά τα ζού­με κά­θε μέ­ρα, δη­μιουρ­γούν διά­φο­ρες α­ντι­δρά­σεις μια εκ των ο­ποίων εί­ναι η α­κρο­δε­ξιά. Εξάλ­λου, έ­χου­με το πα­ρά­δειγ­μα της Γερ­μα­νίας της Βαϊμά­ρης, της Ιτα­λίας του με­σο­πο­λέ­μου. Οι σω­τή­ρες ε­παγ­γέλ­λο­νται τη σι­δη­ρά πει­θαρ­χία, τη στρα­τιω­τι­κή δο­μή και τη σω­τη­ρία μέ­σω της πα­τριω­τι­κής εν­δο­στρέ­φειας. Το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι για­τί στην Ελλά­δα, ε­νώ δεν συμ­βαί­νουν α­ντί­στοι­χα φαι­νό­με­να στην Ιρλαν­δία, Ισπα­νία, Πορ­το­γα­λία. Για­τί η Ελλά­δα εί­χε μι­κρό­τε­ρες α­ντι­στά­σεις στα φα­σι­στι­κά κε­λεύ­σμα­τα α­πό ό, τι οι άλ­λες χώ­ρες; Εί­ναι έ­να με­γά­λο ε­ρώ­τη­μα.

Στο πα­ρελ­θόν υ­πήρ­ξαν α­ντι­στά­σεις, ε­ντού­τοις.
Εί­ναι σω­στό αυ­τό, δεν μπο­ρεί κα­νείς και σ’ αυ­τό να δώ­σει πλή­ρη α­πά­ντη­ση. Μια α­πό τις α­πα­ντή­σεις, η ο­ποία συ­μπί­πτει ό­μως με αυ­τό που εί­πα προ­η­γου­μέ­νως, εί­ναι η α­πό­λυ­τη α­να­ξιο­πι­στία του πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού, η ο­ποία δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα φαι­νό­με­να δια­φθο­ράς τύ­που Τσο­χατ­ζό­που­λου. Επε­κτεί­νε­ται και στις κα­θη­με­ρι­νές πο­λι­τι­κές των πο­λι­τι­κών, οι ο­ποίες θυ­μί­ζουν τον Βουλ­γα­ρά­κη «ό,τι εί­ναι νό­μι­μο εί­ναι και η­θι­κό». Όταν, ό­μως, το πο­λι­τι­κό προ­σω­πι­κό εκ­τρέ­πε­ται προς μια τέ­τοια κα­τεύ­θυν­ση, ό­που πια δεν υ­πάρ­χουν πο­λι­τι­κά ή­θη, ό­ταν αυ­τό γί­νει κοι­νή συ­νεί­δη­ση, κα­ταρ­ρέει η α­ξιο­πι­στία ο­λό­κλη­ρου του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος. Αυ­τό εί­ναι το δεύ­τε­ρο στοι­χείο της ρη­το­ρείας της ΧΑ, το ο­ποίο πιά­νει. Ότι εί­ναι ό­λοι τους α­νή­θι­κοι, διε­φθαρ­μέ­νοι, κλέ­φτες και δεν πι­στεύου­με κα­νέ­ναν. Αυ­τό πα­ντρεύε­ται με την α­πό­γνω­ση και την ορ­γή λό­γω οι­κο­νο­μι­κών συν­θη­κών και ο­δη­γεί σε έ­ναν α­πο­προ­σα­να­το­λι­σμό πλή­ρη. Αλλά και αυ­τό δεν φθά­νει. Θα ’πρε­πε να ψά­ξει κα­νείς, και ε­γώ δεν μπο­ρώ να δώ­σω α­πα­ντή­σεις, ποιες εί­ναι οι ει­δο­ποιοί ε­κεί­νες πα­ρά­με­τροι που ώ­θη­σαν τους Έλλη­νες να κα­τευ­θυν­θούν, του­λά­χι­στον σε έ­να με­γά­λο πο­σο­στό, σε τέ­τοιου εί­δους μορ­φώ­μα­τα. Αυ­τό θέ­λει με­λέ­τη.

Οι ο­πα­δοί της Χρυ­σής Αυ­γής

Η ε­πι­λο­γή γί­νε­ται α­πό α­γα­νά­κτη­ση, με­τά γνώ­σεως;
Η α­γα­νά­κτη­ση εί­ναι ά­νευ γνώ­σεως και με­τά γνώ­σεως. Αγα­νά­κτη­ση και ορ­γή ο­δη­γούν σε τυ­φλές α­ντι­δρά­σεις και ε­πι­λο­γές. Το ε­ρώ­τη­μα, πά­λι, εί­ναι: υ­πάρ­χει ει­δο­ποιό στοι­χείο που να μας ο­δη­γεί; Το έ­χου­με ε­δώ αυ­τό και ό­χι στην Ισπα­νία και την Πορ­το­γα­λία; Δεν ξέ­ρω. Δεν έ­χω α­πά­ντη­ση. Διό­τι, ξέ­ρε­τε, αυ­τά τα ε­ρω­τή­μα­τα, ως έ­να ση­μείο, δεν μπο­ρούν να α­πα­ντη­θούν. Δεν μπο­ρούν να α­πα­ντη­θούν με πλή­ρη τεκ­μη­ρίω­ση. Διό­τι η ι­στο­ρία κι­νεί­ται α­νά­με­σα στ’ άλ­λα και α­πό τυ­χαίους, μη ε­ντο­πί­σι­μους, α­πο­κω­δι­κο­ποιή­σι­μους πα­ρά­γο­ντες. Δεν εί­ναι δυ­να­τό πά­ντο­τε να ε­ντο­πί­ζου­με τα αί­τια ή το αί­τιο. Τό­τε, θα μπο­ρού­σα­με και να τα προ­βλέ­ψου­με. Δεν γί­νε­ται. Εί­ναι τυ­χαίο ό­τι μια α­πό δύο ε­στίες απ’ ό­που α­γρεύει ο­πα­δούς η ΧΑ εί­ναι τα ε­παρ­χια­κά και συ­νοι­κια­κά κα­φε­νεία, ό­που συρ­ρέ­ουν νέ­οι οι ο­ποίοι, και αν α­κό­μη δεν εί­ναι ά­νερ­γοι, έ­χουν συ­νη­θί­σει να μην ελ­πί­ζουν και σε τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά να πά­νε στο κα­φε­νείο να πιουν τον κα­φέ τους; Αυ­τοί οι άν­θρω­ποι εί­ναι α­πελ­πι­σμέ­νοι, εί­ναι ά­πρα­γοι, δεν έ­χουν μέλ­λον, ού­τε πα­ρόν και εί­ναι ε­ντε­λώς α­πο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι. Δεύ­τε­ρη εί­ναι τα σχο­λεία, τα λύ­κεια ως χώ­ρος ό­που συν­δέ­ο­νται άν­θρω­ποι των ο­ποίων οι γο­νείς εί­ναι ά­νερ­γοι, φτω­χοί, που ξέ­ρουν ό­τι έ­χουν πρό­βλη­μα ε­πι­βίω­σης, δεν ελ­πί­ζουν για το μέλ­λον τους και ως νέ­οι ά­πει­ροι, ά­πρα­γοι και α­γράμ­μα­τοι εί­ναι εύ­κο­λο να πα­ρα­συρ­θούν στα δό­κα­να μιας ρη­το­ρείας που τους υ­πό­σχε­ται ε­πι­βίω­ση, συλ­λο­γι­κό­τη­τα, ί­σως και λί­γα λε­φτου­δά­κια και ελ­πί­δα ό­τι θα μπο­ρέ­σουν α­πό κοι­νού να πά­ρουν τις τύ­χες της πα­τρί­δας.

Στον Βορ­ρά της Ευ­ρώ­πης δεν έ­χου­με ό­μως πα­ρεμ­φε­ρή φαι­νό­με­να;
Ναι, αλ­λά αυ­τά εί­ναι ε­ντε­λώς α­πο­σπα­σμέ­να α­πό την κοι­νω­νι­κοοι­κο­νο­μι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στη Νορ­βη­γία, για πα­ρά­δειγ­μα, λό­γω πε­τρε­λαίων έ­χουν έ­να κοι­νω­νι­κό κρά­τος, ζουν μέ­σα σε έ­ναν τε­χνη­τό νορ­βη­γι­κό πε­τρε­λαϊκό πα­ρά­δει­σο. Για­τί ε­κεί, λοι­πόν, οι άν­θρω­ποι; Η α­πά­ντη­ση εί­ναι ό­τι η ι­στο­ρία εί­ναι α­πρό­βλε­πτη. Ότι οι κοι­νω­νι­κές με­ταλ­λα­γές δεν εί­ναι δια­γνώ­σι­μες πα­ρά μό­νο εκ των υ­στέ­ρων.

Η αριστερά να ψάξει τι δεν υπάρχει ακόμα

* Μπορεί το σύστημα να εξακολουθήσει να αναπτύσσεται;

Στα άρθρα σου δεν παραλείπεις  ποτέ να είσαι αισιόδοξος.
Ναι, είμαι αισιόδοξος, μακροσκοπικά. Κοιτάξτε, δεν πιστεύω ότι είναι δυνατό να συνεχίσει αυτή η κατάσταση ούτε στην Ελλάδα ούτε παντού αλλού. Πρώτη φορά, μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, έχει σταματήσει η διάχυτη πεποίθηση ότι τα πράγματα προχωρούν αυτόματα. Ότι υπάρχει ένας αυτόματος πιλότος, ο οποίος παίρνει τον καπιταλισμό και τον οδηγεί στην ανάπτυξη, στην ατέρμονα μεγέθυνση των πραγμάτων, στην τελείωση και μέσα σ’ αυτή όλοι, αργά ή γρήγορα, λιγότερο ή περισσότερο, θα ζουν καλύτερα μέσα σ’ αυτό το τεράστιο τρένο, το οποίο μας οδηγεί στο υπερπέραν της κατανάλωσης. Αυτό το πράγμα για πρώτη φορά εδώ και τέσσερα – πέντε χρόνια έχει εξαφανιστεί. Να πω το εξής. Να δούμε, θα ήταν ωφέλιμο, πώς χρησιμοποιείται και πώς περνά ο λόγος περί κρίσης και τι περιεχόμενο έχει. Τα τελευταία πενήντα χρόνια οι κρίσεις ήταν κυκλικές, που κάποιοι τις θεωρούσαν και ζωογόνες, γιατί οδηγούσαν στην καταστροφή των λιγότερο αποτελεσματικών κομματιών του κεφαλαίου και στην ανασύνταξη των κοινωνικών σχέσεων σ’ ένα αποτελεσματικότερο, καλύτερο, παραγωγικότερο, υψηλότερο επίπεδο. Δεν υπήρχε πρόβλημα, δεν υπήρχε ερώτημα εάν το σύστημα μπορούσε να αναπαραχθεί. Το σύστημα είναι αυτομάτως αναπαραγώγιμο, έτσι πίστευαν όλοι οι οικονομολόγοι και έτσι πιστεύουν ακόμη οι περισσότεροι απ’ αυτούς. Ότι υπάρχει ένας αυτοματισμός, μια αυτόματη φυσική δικλείδα στην αγοραία κοινωνία, η οποία προχωρά συνεχώς προς τα πάνω. Σήμερα, για πρώτη φορά τίθεται το ερώτημα: μπορεί το σύστημα να εξακολουθήσει να αναπτύσσεται;

Υπάρχει ανάλογο ιστορικό προηγούμενο;
Κάτι αντίστοιχο γινόταν στον 19ο αιώνα, όταν οι διάφοροι μεγάλοι οικονομολόγοι διερωτώντο. Άλλοι, όπως ο Στιούαρτ Μιλς, λιγότερο ο Άνταμ Σμιθ, ήταν αισιόδοξοι και άλλοι όπως ο Μάλθους και ο Τζέιμς Σμιθ απαισιόδοξοι. Ήταν διάλογος διάχυτος, που διερευνούσε αν μπορεί το σύστημα να προχωρήσει επ’ αόριστο. Αυτό το αντικείμενο δημόσιας και επιστημονικής συζήτησης που ήταν κυρίαρχο, σχεδόν εξαφανίστηκε αν εξαιρέσει κανείς την παρέμβαση του Μαρξ που ξανάβαλε το θέμα αλλά ποτέ δεν πέρασε στις επίσημες θεωρίες. Το θέμα της κρίσης ήταν σαν ένα παρεμπίπτον ζήτημα που αναγόταν στον πρόσκαιρο κλονισμό και στη συνέχεια στην αποκατάσταση των αγοραίων ισορροπιών.
Αυτό δεν ισχύει πια. Για πρώτη φορά τα τελευταία πέντε χρόνια αρχίζουν και αναρωτιούνται όλοι: βγαίνει; Δηλαδή, υπάρχει ένα ζήτημα κρίσης αναπαραγωγής του παγκόσμιου συστήματος. Σε όλους αυτούς, θα ’λεγα προσωπικά, ότι υπάρχει μια κρίση που πολύ περισσότερο από οικονομική είναι κοσμοθεωρητική, πολιτική, υπαρξιακή και κατά συνέπεια και αξιακή. Για πρώτη φορά ξαναμπαίνει το ερώτημα μήπως θα πρέπει να ψάξουμε και να σκεφτούμε αν υπάρχουν άλλες λύσεις στο ζήτημα της ανθρώπινης προόδου. Άλλες διέξοδοι ή δίοδοι προς τη χειραφέτηση του ανθρώπου. Και με την έννοια αυτή, απαντώ στην ερώτησή σας: είμαι αισιόδοξος! Δεν είναι δυνατό πια ο κόσμος να πορεύεται πάνω στον τυφλοσούρτη μιας εκ των προτέρων δεδομένης συναίνεσης και πίστης ότι όλα τα πράγματα θα λύνονται αυτομάτως, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με την έννοια αυτή, λοιπόν, πιστεύω ότι μακροσκοπικά δεν μπορεί το σύστημα να παραμείνει όπως είναι. Θα υποστεί εκρήξεις, εσωτερικές τριβές, οι οποίες, δεν ξέρω πού θα οδηγήσουν, αλλά βρισκόμαστε ίσως στην αυγή μιας τέτοιας περιόδου μιας ευρύτατης αναθεώρησης του παγκόσμιου κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Εγώ το πιστεύω ακράδαντα.

Αυτή η προοπτική, αυτή η διέξοδος, μπορεί να υπάρξει μαζί με το ρόλο και τη φυσιογνωμία μιας Αριστεράς που θα τροφοδοτείται απ’ αυτά τα προβλήματα, αυτού του καιρού;
Δεν μπορεί, θα ’λεγα να μην υπάρξει! Η Αριστερά είναι πλέον υποχρεωμένη να αναζητήσει, να ξαναθέσει η ίδια τα ερωτήματα ποιος μπορεί να είναι ένας άλλος, καλύτερος κόσμος. Για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Γερμανού φιλόσοφου Ερνστ Μπλοχ θα πρέπει να ψάξει τι είναι εκείνο που δεν υπάρχει ακόμα. Εκείνο που δεν υπάρχει ακόμη, είναι το μείζον ερώτημα το οποίο είναι αναγκασμένη να θέσει πια η Αριστερά. Και όχι μόνο η Αριστερά. Είναι πολύ ευρύτερες οι δυνάμεις της κοινωνίας, οι οποίες θα αναγκαστούν να θέσουν αυτό το ερώτημα. Δεν έχει τεθεί ακόμη σε μαζική βάση, δεν έχει ακόμη οδηγήσει αυτό το πράγμα στη δημιουργία μιας νέας μαζικής αριστερής πλατφόρμας, η οποία θα ξεπερνούσε σύνορα κ.λπ. Αλλά το ερώτημα αιωρείται πάντα.

Οι άρχουσες μερίδες έχουν αρχίσει να φοβούνται

* Μετά από πενήντα χρόνια, για πρώτη φορά,  εμφανίζεται αντίπαλο δέος, ο ΣΥΡΙΖΑ

Να υποθέσουμε ότι θα συνεχιστεί η στρατηγική της πολιτικής έντασης;
Δεν περίμενε τη Χρυσή Αυγή για να ασκηθεί και δεν είναι ελληνικό το φαινόμενο. Ο  αυταρχισμός είναι ένα φαινόμενο που συνοδεύει, θα έλεγα, δομικά τις σημερινές μορφές πολιτικής εξουσίας, μιας πολιτικής που σε όλα τα μέρη του κόσμου, πάλι, έχει αρχίσει να απισχναίνεται, να γίνεται εξαρτημένη και να μην μπορεί να στηρίζεται πια πάνω στις παλιές συναινετικές μορφές. Κατόπιν αυτού, και επειδή ακριβώς στην Ελλάδα, για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος, εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά από πενήντα χρόνια ένα αντίπαλο δέος, εμφανίζεται δηλαδή η πιθανότητα, δεν λέω η βεβαιότητα, να έλθει μια άλλη κυβέρνηση η οποία θα αμφισβητήσει τα «καλώς κείμενα», η οποία θα επιλέξει, τουλάχιστον έτσι λέει, να ασκήσει εντελώς διαφορετικές πολιτικές, θα επιλέξει μια οδό, όσο και να είναι δύσκολη, εθνικής ανεξαρτησίας και εσωτερικής ανάπλασης των κοινωνικών πραγμάτων και ανασύστασης του κοινωνικού κράτους, αυτό το φοβούνται.
Για πρώτη φορά εδώ και ένα – δυο χρόνια, οι άρχουσες μερίδες, μιντιακές, οικονομικές και πολιτικές έχουν αρχίσει να φοβούνται. Εφ’ ω και η μεγάλη επίθεση και μεγάλη πόλωση και ο μεγάλος διαφαινόμενος πολιτικός διχασμός ο οποίος δεν υπήρχε. Ίσως να υπήρχε, κάτι αντίστοιχο, στους πρώτους δυο μήνες της κυβέρνησης Παπανδρέου, το 1981. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ γιατί πρώτα – πρώτα ήδη πριν τις εκλογές, το 1981, κυκλοφορούσε ενόψει της επικείμενης ανόδου του Παπανδρέου ότι αν δεν πάρει την εξουσία θα κάνει πραξικόπημα και αν την πάρει θα καταλύσει τη δημοκρατία. Αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα επιχειρήματα που τ’ ακούγαμε στα καφενεία πριν από τις εκλογές του ’81. Δυο – τρεις μήνες χρειάστηκε η άρχουσα τάξη για να καταλάβει ότι ο Παπανδρέου είναι συζητήσιμος, ότι είναι δυνατό να διαπραγματευθεί και αυτό που συνέβη δεν συνεπάγεται ή τουλάχιστον δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην, την ανατροπή των ταξικών ισορροπιών. Μια νέα τέτοια περίοδος φαίνεται να ανοίγει μπροστά μας σήμερα. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, που γίνεται λυσσαλέα επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν γίνονται αντίστοιχες επιθέσεις κατά του ΚΚΕ που μοιάζει να είναι εκτός του παιχνιδιού  της εξουσίας.

Θα συνεχίσουμε τη σκέψη σου. Σ’ αυτό το πλαίσιο άσκησης πολιτικής η ΝΔ μεγάλωσε τη Χρυσή Αυγή. Γενικά το πολιτικό σύστημα αντιμετώπισε ιδιοτελώς παλιότερα τον ΛΑΟΣ, μετά τη ΧΑ.
Τα δύο αυτά σχήματα δεν είναι το ίδιο. Ο μεν ΛΑΟΣ ήταν διαπραγματεύσιμος, όπως αποδείχθηκε στην πορεία. Δεν αποτελούσε άλλο κίνδυνο πέραν του ότι έπαιρνε μερικές ψήφους από τη ΝΔ. Η ΧΑ είναι ένα εντελώς αντισυστημικό και εγκληματικό σύστημα, οργανωμένο, το οποίο παίζει τη δική του παντιέρα. Και μολονότι ένα κομμάτι της ΝΔ, πχ ο Β. Πολύδωρας, έχει επιλέξει, ή φαίνεται να έχει επιλέξει, στρατηγική σύμπλευσης, το μεγαλύτερο μέρος της ΝΔ απειλείται από τη ΧΑ. Διότι η ΧΑ δεν είναι ένα μόρφωμα, ένα πράγμα το οποίο θα μπορούσε κανείς να το οικειοποιηθεί και στη συνέχεια να το απορρίψει εύκολα. Είναι πρόβλημα για τη ΝΔ. Δεν μπορεί να την αντιπαρέλθει, όπως έγινε με τον ΛΑΟΣ, δεν είναι διαπραγματεύσιμη η ΧΑ. Και γι’ αυτό τον λόγο βρίσκεται στριμωγμένη η ΝΔ. Και αυτή η φυγή του Δένδια και του Σαμαρά προς τα μπρος, η οποία είναι εύλογη, την προσυπογράφω, δείχνει ότι η κυρίαρχη τάση μέσα στη ΝΔ δεν αποδέχεται τη συνδιαλλαγή με τα φασιστικά μορφώματα.
Αυτό είναι ευχάριστο, δεν λέω το αντίθετο, αλλού είναι το πρόβλημα: ποιος ευθύνεται για τη ΧΑ. Δεν πιστεύω ότι η ΝΔ, ως κόμμα, ενθάρρυνε τη ΧΑ. Κυρίως, αδιαφορούσε για όσο καιρό είχε 2%, 3% ή 4%. Από τη στιγμή που έφθασε το 10% αρχίζει να γίνεται πολιτικός κίνδυνος αλλά και κίνδυνος για τη δημοκρατία. Από τη στιγμή αυτή υπάρχει μια αναδίπλωση της στάσης της ΝΔ και απόδειξη αυτού είναι τα σημερινά μέτρα. Δεν πιστεύω, δηλαδή, ότι είναι δυνατό αυτή τη στιγμή να κατηγορήσει κανένας τη ΝΔ για σύμπλευση, ευρύτερη. Άλλο θέμα είναι το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό η ΧΑ τροφοδοτήθηκε  από τις μνημονιακές πολιτικές, από τις ώρες της αγανάκτησης, απελπισίας και οργής μεγάλης μάζας ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους, τελικά, κατέφυγαν, μέσα από αγανάκτηση, άγνοια και οργή, στη ΧΑ.

Via : epohi.gr