Το ερώτημα είναι γιατί στην Ελλάδα υπάρχει Χρυσή Αυγή και όχι σε Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία
Συνέντευξη με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά
τη συνέντευξη πήραν οι Παύλος Κλαυδιανός και Θόδωρος Μιχόπουλος
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα μπορεί να αλλάξει την πορεία των πολιτικών πραγμάτων; Μας πάει προς τα πίσω; Θα «χωνευτεί» στην πορεία;
Κανένας δεν είναι προφήτης. Τι θα πει μπρος; Τι θα πει πίσω; Εκείνο που είναι βέβαιο, είναι ότι ξαφνικά άλλαξε το σκηνικό. Αλλά, βέβαια, μπορεί να επανέλθει εκεί που ήταν. Αυτή τη στιγμή, για προφανείς λόγους, η κυβέρνηση προσπαθεί να επικεντρώσει τη δράση και τη δημόσια παρουσία της πάνω στην αντιχρυσαυγίτικη προσπάθεια εκκαθάρισης των διαφόρων σάπιων μηχανισμών. Προφανώς, ανάμεσα στ’ άλλα, και για να αποσπάσει την προσοχή από όλα τ’ άλλα έποντα προβλήματα, ανάμεσα στα οποία η παρουσία της τρόικας, τα μέτρα τα οποία ήλθαν και θα έλθουν, όλα τα υπόλοιπα. Τώρα, η προσοχή του κόσμου και η δημοσιότητα έχει επικεντρωθεί στη Χρυσή Αυγή. Όχι ότι αυτό είναι λάθος, είναι αναπόφευκτο. Αλλά δεν πιστεύω ότι, αν δεν έχουμε άλλου τύπου εκτροπές και επεισόδια ανωμαλίας, αυτό θα κρατήσει πολύ καιρό. Σε πολύ λίγο καιρό, πιστεύω, θα επανέλθουμε εκεί που είμαστε και τα άμεσα, ανυπέρβλητα και καυτά κοινωνικά προβλήματα θα επανέλθουν και θα ξαναμπούν στο επίκεντρο της καθημερινής αντιπαράθεσης και συζήτησης. Δεν πιστεύω, δηλαδή, ότι αυτό καθ’ αυτό το γεγονός είναι δυνατό να μεταλλάξει για πολύ καιρό την εστίαση του πολιτικού συστήματος και των ανθρώπων όλων πάνω στα ζέοντα προβλήματα της κοινωνίας.
Άρα, δεν πρέπει να περιμένουμε και άμεσες πολιτικές διαφοροποιήσεις.
Δεν πιστεύω ότι θα γίνουν, δεν υπάρχει λόγος να γίνουν. Παίζεται ένα παιχνίδι εντυπώσεων, δεν μπαίνω στην ουσία του ζητήματος. Ένα σοβαρό επεισόδιο που χρησιμοποιείται από τους μηχανισμούς της εξουσίας, ανάμεσα στ’ άλλα, για να απομακρύνει την κοινή εντύπωση και να κερδίσει πολιτικό χρόνο. Ο χρόνος είναι πάντοτε πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και συγκυρίες.
Παιχνίδι εντυπώσεων
Η κυβέρνηση, επιπλέον, ήταν σοβαρά εκτεθειμένη. Ολιγώρησε και άφησε να προκύψουν τέτοια συμβάντα. Άρα, ήταν υποχρεωμένη να δράσει.
Προφανώς. Και εδώ είναι η αντίφαση. Ήδη, η απόταξη των ανώτατων αξιωματούχων της αστυνομίας αποτελεί ουσιαστική ομολογία ότι δεν ελέγχουν την αστυνομία ή ότι η αστυνομία σε κάθε περίπτωση είναι πεπλεγμένη, έστω και μόνο μέσω ολιγωριών, στην προώθηση αυτού του φασιστικού φαινομένου. Είναι αντιφατικό διότι, φυσικά, την ευθύνη δεν την έχει η αστυνομία αλλά την έχει εξαρχής η κυβέρνηση. Και αναγκάζονται, από την πίεση των πραγμάτων και ενδεχομένως των ξένων, για να μην πω και γι’ αυτό το λόγο και σύσσωμου του ξένου Τύπου. Επομένως, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά η κυβέρνηση και, ορθώς, αποφασίζει επιτέλους να παρέμβει. Το πόσο βαθειά, είναι άλλο ζήτημα.
Το δίλημμα που βάζει «εμφύλιος ή νόμος και τάξη» και «νόμος και τάξη είμαι εγώ», δεν της επιτρέπει την απόκτηση ηγεμονίας και έτσι να κερδίσει περισσότερο πολιτικό χρόνο;
Μα, το δίλημμα το οποίο θέτει οποιαδήποτε εξουσία «εγώ είμαι ο νόμος, εγώ είμαι η τάξη» και επομένως όλοι εσείς οφείλετε να υπακούτε στον νόμο και να τον εφαρμόζετε, με οποιεσδήποτε συνθήκες, το παρατηρούμε σε όλες τις εμπεδωμένες εξουσίες, σ’ όλα τα μήκη και πλάτη. Αυτές οι αυταρχικές και εξουσιαστικές μορφές διακυβέρνησης, τις οποίες βλέπουμε και εδώ, συνοδεύουν ένα σύστημα κρατικών εξουσιών όχι μόνο στην Ελλάδα. Παντού, δηλαδή, από τη στιγμή που αποδυναμώνεται η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση, η αναπτυξιακή συναίνεση, να το πω έτσι, τα κράτη συντονίζονται στο να καταπιέζουν και να απαγορεύουν, όσο είναι το δυνατό, οποιαδήποτε παρέκκλιση από την έννομη τάξη και τον νόμο.
Φωνές σύμπλευσης
Οι φωνές μέσα στη ΝΔ για σύμπλευση, για σοβαρή ΧΑ, κ.λπ. ήταν ανίσχυρες ή διαπραγματευτικές;
Ήταν περιθωριακές. Δεν πιστεύω ότι η συνολική πολιτική πήγε για σύμπλευση σε καμιά στιγμή. Θα ήταν ηλίθιοι να το κάνουν αυτό, και ηλίθιοι δεν είναι.
Μπορεί να απέβλεπαν, να αποσπάσουν κόσμο από τη ΧΑ.
Αυτό ναι, αλλά άλλο αυτό και άλλο η ύπαρξη σχεδίου να συμμαχήσει με κάτι για το οποίο είναι σαφές ότι είναι αδύνατο να ελεγχθεί, αντίθετα με τον ΛΑΟΣ που εντασσόταν στην κλασική παράδοση της δεξιάς. Ένα συνονθύλευμα που μπορούσε να καταλήξει σε διαφωνίες, έντονες διαπραγματεύσεις, συμφωνίες, κ.λπ. Η ΧΑ είναι διαφορετικό. Η ίδια η γκαγκστερική, η μαφιόζικη οργάνωσή της, η οποία είναι γνωστή εδώ και δύο χρόνια, δεν περιμέναμε έναν τραγικό θάνατο για να το μάθουμε. Δεν πιστεύω ότι η δεξιά, να το πω έτσι, πιστεύει τίποτε διαφορετικό για τη ΧΑ.
Στην παρέμβασή σου την προηγούμενη Κυριακή στην «Αυγή» περιγράφεις το απεχθές πρόσωπο της ΧΑ, όπως είναι εξάλλου, πολύ παραστατικά. Πώς λοιπόν τόσος κόσμος την ακολουθεί;
Εδώ είναι το μεγάλο ερώτημα για το οποίο, ομολογώ, δεν έχω απάντηση. Διότι, από τη μια μεριά είναι σαφές ότι η συγκυρία επικαθορίζεται από τα αποτελέσματα της μνημονιακής πολιτικής. Θα τα πω πάλι: ανεργία, απόγνωση, αυτοκτονίες, διάλυση της δημόσιας υγείας, του κοινωνικού κράτους, της παιδείας, εξευτελισμός, φτώχεια. Όλα αυτά τα ζούμε κάθε μέρα, δημιουργούν διάφορες αντιδράσεις μια εκ των οποίων είναι η ακροδεξιά. Εξάλλου, έχουμε το παράδειγμα της Γερμανίας της Βαϊμάρης, της Ιταλίας του μεσοπολέμου. Οι σωτήρες επαγγέλλονται τη σιδηρά πειθαρχία, τη στρατιωτική δομή και τη σωτηρία μέσω της πατριωτικής ενδοστρέφειας. Το ερώτημα είναι γιατί στην Ελλάδα, ενώ δεν συμβαίνουν αντίστοιχα φαινόμενα στην Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία. Γιατί η Ελλάδα είχε μικρότερες αντιστάσεις στα φασιστικά κελεύσματα από ό, τι οι άλλες χώρες; Είναι ένα μεγάλο ερώτημα.
Στο παρελθόν υπήρξαν αντιστάσεις, εντούτοις.
Είναι σωστό αυτό, δεν μπορεί κανείς και σ’ αυτό να δώσει πλήρη απάντηση. Μια από τις απαντήσεις, η οποία συμπίπτει όμως με αυτό που είπα προηγουμένως, είναι η απόλυτη αναξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού, η οποία δεν περιορίζεται στα φαινόμενα διαφθοράς τύπου Τσοχατζόπουλου. Επεκτείνεται και στις καθημερινές πολιτικές των πολιτικών, οι οποίες θυμίζουν τον Βουλγαράκη «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Όταν, όμως, το πολιτικό προσωπικό εκτρέπεται προς μια τέτοια κατεύθυνση, όπου πια δεν υπάρχουν πολιτικά ήθη, όταν αυτό γίνει κοινή συνείδηση, καταρρέει η αξιοπιστία ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο της ρητορείας της ΧΑ, το οποίο πιάνει. Ότι είναι όλοι τους ανήθικοι, διεφθαρμένοι, κλέφτες και δεν πιστεύουμε κανέναν. Αυτό παντρεύεται με την απόγνωση και την οργή λόγω οικονομικών συνθηκών και οδηγεί σε έναν αποπροσανατολισμό πλήρη. Αλλά και αυτό δεν φθάνει. Θα ’πρεπε να ψάξει κανείς, και εγώ δεν μπορώ να δώσω απαντήσεις, ποιες είναι οι ειδοποιοί εκείνες παράμετροι που ώθησαν τους Έλληνες να κατευθυνθούν, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο ποσοστό, σε τέτοιου είδους μορφώματα. Αυτό θέλει μελέτη.
Οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής
Η επιλογή γίνεται από αγανάκτηση, μετά γνώσεως;
Η αγανάκτηση είναι άνευ γνώσεως και μετά γνώσεως. Αγανάκτηση και οργή οδηγούν σε τυφλές αντιδράσεις και επιλογές. Το ερώτημα, πάλι, είναι: υπάρχει ειδοποιό στοιχείο που να μας οδηγεί; Το έχουμε εδώ αυτό και όχι στην Ισπανία και την Πορτογαλία; Δεν ξέρω. Δεν έχω απάντηση. Διότι, ξέρετε, αυτά τα ερωτήματα, ως ένα σημείο, δεν μπορούν να απαντηθούν. Δεν μπορούν να απαντηθούν με πλήρη τεκμηρίωση. Διότι η ιστορία κινείται ανάμεσα στ’ άλλα και από τυχαίους, μη εντοπίσιμους, αποκωδικοποιήσιμους παράγοντες. Δεν είναι δυνατό πάντοτε να εντοπίζουμε τα αίτια ή το αίτιο. Τότε, θα μπορούσαμε και να τα προβλέψουμε. Δεν γίνεται. Είναι τυχαίο ότι μια από δύο εστίες απ’ όπου αγρεύει οπαδούς η ΧΑ είναι τα επαρχιακά και συνοικιακά καφενεία, όπου συρρέουν νέοι οι οποίοι, και αν ακόμη δεν είναι άνεργοι, έχουν συνηθίσει να μην ελπίζουν και σε τίποτε άλλο παρά να πάνε στο καφενείο να πιουν τον καφέ τους; Αυτοί οι άνθρωποι είναι απελπισμένοι, είναι άπραγοι, δεν έχουν μέλλον, ούτε παρόν και είναι εντελώς αποπροσανατολισμένοι. Δεύτερη είναι τα σχολεία, τα λύκεια ως χώρος όπου συνδέονται άνθρωποι των οποίων οι γονείς είναι άνεργοι, φτωχοί, που ξέρουν ότι έχουν πρόβλημα επιβίωσης, δεν ελπίζουν για το μέλλον τους και ως νέοι άπειροι, άπραγοι και αγράμματοι είναι εύκολο να παρασυρθούν στα δόκανα μιας ρητορείας που τους υπόσχεται επιβίωση, συλλογικότητα, ίσως και λίγα λεφτουδάκια και ελπίδα ότι θα μπορέσουν από κοινού να πάρουν τις τύχες της πατρίδας.
Στον Βορρά της Ευρώπης δεν έχουμε όμως παρεμφερή φαινόμενα;
Ναι, αλλά αυτά είναι εντελώς αποσπασμένα από την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Στη Νορβηγία, για παράδειγμα, λόγω πετρελαίων έχουν ένα κοινωνικό κράτος, ζουν μέσα σε έναν τεχνητό νορβηγικό πετρελαϊκό παράδεισο. Γιατί εκεί, λοιπόν, οι άνθρωποι; Η απάντηση είναι ότι η ιστορία είναι απρόβλεπτη. Ότι οι κοινωνικές μεταλλαγές δεν είναι διαγνώσιμες παρά μόνο εκ των υστέρων.
Η αριστερά να ψάξει τι δεν υπάρχει ακόμα
* Μπορεί το σύστημα να εξακολουθήσει να αναπτύσσεται;
Στα άρθρα σου δεν παραλείπεις ποτέ να είσαι αισιόδοξος.
Ναι, είμαι αισιόδοξος, μακροσκοπικά. Κοιτάξτε, δεν πιστεύω ότι είναι δυνατό να συνεχίσει αυτή η κατάσταση ούτε στην Ελλάδα ούτε παντού αλλού. Πρώτη φορά, μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, έχει σταματήσει η διάχυτη πεποίθηση ότι τα πράγματα προχωρούν αυτόματα. Ότι υπάρχει ένας αυτόματος πιλότος, ο οποίος παίρνει τον καπιταλισμό και τον οδηγεί στην ανάπτυξη, στην ατέρμονα μεγέθυνση των πραγμάτων, στην τελείωση και μέσα σ’ αυτή όλοι, αργά ή γρήγορα, λιγότερο ή περισσότερο, θα ζουν καλύτερα μέσα σ’ αυτό το τεράστιο τρένο, το οποίο μας οδηγεί στο υπερπέραν της κατανάλωσης. Αυτό το πράγμα για πρώτη φορά εδώ και τέσσερα – πέντε χρόνια έχει εξαφανιστεί. Να πω το εξής. Να δούμε, θα ήταν ωφέλιμο, πώς χρησιμοποιείται και πώς περνά ο λόγος περί κρίσης και τι περιεχόμενο έχει. Τα τελευταία πενήντα χρόνια οι κρίσεις ήταν κυκλικές, που κάποιοι τις θεωρούσαν και ζωογόνες, γιατί οδηγούσαν στην καταστροφή των λιγότερο αποτελεσματικών κομματιών του κεφαλαίου και στην ανασύνταξη των κοινωνικών σχέσεων σ’ ένα αποτελεσματικότερο, καλύτερο, παραγωγικότερο, υψηλότερο επίπεδο. Δεν υπήρχε πρόβλημα, δεν υπήρχε ερώτημα εάν το σύστημα μπορούσε να αναπαραχθεί. Το σύστημα είναι αυτομάτως αναπαραγώγιμο, έτσι πίστευαν όλοι οι οικονομολόγοι και έτσι πιστεύουν ακόμη οι περισσότεροι απ’ αυτούς. Ότι υπάρχει ένας αυτοματισμός, μια αυτόματη φυσική δικλείδα στην αγοραία κοινωνία, η οποία προχωρά συνεχώς προς τα πάνω. Σήμερα, για πρώτη φορά τίθεται το ερώτημα: μπορεί το σύστημα να εξακολουθήσει να αναπτύσσεται;
Υπάρχει ανάλογο ιστορικό προηγούμενο;
Κάτι αντίστοιχο γινόταν στον 19ο αιώνα, όταν οι διάφοροι μεγάλοι οικονομολόγοι διερωτώντο. Άλλοι, όπως ο Στιούαρτ Μιλς, λιγότερο ο Άνταμ Σμιθ, ήταν αισιόδοξοι και άλλοι όπως ο Μάλθους και ο Τζέιμς Σμιθ απαισιόδοξοι. Ήταν διάλογος διάχυτος, που διερευνούσε αν μπορεί το σύστημα να προχωρήσει επ’ αόριστο. Αυτό το αντικείμενο δημόσιας και επιστημονικής συζήτησης που ήταν κυρίαρχο, σχεδόν εξαφανίστηκε αν εξαιρέσει κανείς την παρέμβαση του Μαρξ που ξανάβαλε το θέμα αλλά ποτέ δεν πέρασε στις επίσημες θεωρίες. Το θέμα της κρίσης ήταν σαν ένα παρεμπίπτον ζήτημα που αναγόταν στον πρόσκαιρο κλονισμό και στη συνέχεια στην αποκατάσταση των αγοραίων ισορροπιών.
Αυτό δεν ισχύει πια. Για πρώτη φορά τα τελευταία πέντε χρόνια αρχίζουν και αναρωτιούνται όλοι: βγαίνει; Δηλαδή, υπάρχει ένα ζήτημα κρίσης αναπαραγωγής του παγκόσμιου συστήματος. Σε όλους αυτούς, θα ’λεγα προσωπικά, ότι υπάρχει μια κρίση που πολύ περισσότερο από οικονομική είναι κοσμοθεωρητική, πολιτική, υπαρξιακή και κατά συνέπεια και αξιακή. Για πρώτη φορά ξαναμπαίνει το ερώτημα μήπως θα πρέπει να ψάξουμε και να σκεφτούμε αν υπάρχουν άλλες λύσεις στο ζήτημα της ανθρώπινης προόδου. Άλλες διέξοδοι ή δίοδοι προς τη χειραφέτηση του ανθρώπου. Και με την έννοια αυτή, απαντώ στην ερώτησή σας: είμαι αισιόδοξος! Δεν είναι δυνατό πια ο κόσμος να πορεύεται πάνω στον τυφλοσούρτη μιας εκ των προτέρων δεδομένης συναίνεσης και πίστης ότι όλα τα πράγματα θα λύνονται αυτομάτως, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με την έννοια αυτή, λοιπόν, πιστεύω ότι μακροσκοπικά δεν μπορεί το σύστημα να παραμείνει όπως είναι. Θα υποστεί εκρήξεις, εσωτερικές τριβές, οι οποίες, δεν ξέρω πού θα οδηγήσουν, αλλά βρισκόμαστε ίσως στην αυγή μιας τέτοιας περιόδου μιας ευρύτατης αναθεώρησης του παγκόσμιου κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Εγώ το πιστεύω ακράδαντα.
Αυτή η προοπτική, αυτή η διέξοδος, μπορεί να υπάρξει μαζί με το ρόλο και τη φυσιογνωμία μιας Αριστεράς που θα τροφοδοτείται απ’ αυτά τα προβλήματα, αυτού του καιρού;
Δεν μπορεί, θα ’λεγα να μην υπάρξει! Η Αριστερά είναι πλέον υποχρεωμένη να αναζητήσει, να ξαναθέσει η ίδια τα ερωτήματα ποιος μπορεί να είναι ένας άλλος, καλύτερος κόσμος. Για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Γερμανού φιλόσοφου Ερνστ Μπλοχ θα πρέπει να ψάξει τι είναι εκείνο που δεν υπάρχει ακόμα. Εκείνο που δεν υπάρχει ακόμη, είναι το μείζον ερώτημα το οποίο είναι αναγκασμένη να θέσει πια η Αριστερά. Και όχι μόνο η Αριστερά. Είναι πολύ ευρύτερες οι δυνάμεις της κοινωνίας, οι οποίες θα αναγκαστούν να θέσουν αυτό το ερώτημα. Δεν έχει τεθεί ακόμη σε μαζική βάση, δεν έχει ακόμη οδηγήσει αυτό το πράγμα στη δημιουργία μιας νέας μαζικής αριστερής πλατφόρμας, η οποία θα ξεπερνούσε σύνορα κ.λπ. Αλλά το ερώτημα αιωρείται πάντα.
Οι άρχουσες μερίδες έχουν αρχίσει να φοβούνται
* Μετά από πενήντα χρόνια, για πρώτη φορά, εμφανίζεται αντίπαλο δέος, ο ΣΥΡΙΖΑ
Να υποθέσουμε ότι θα συνεχιστεί η στρατηγική της πολιτικής έντασης;
Δεν περίμενε τη Χρυσή Αυγή για να ασκηθεί και δεν είναι ελληνικό το φαινόμενο. Ο αυταρχισμός είναι ένα φαινόμενο που συνοδεύει, θα έλεγα, δομικά τις σημερινές μορφές πολιτικής εξουσίας, μιας πολιτικής που σε όλα τα μέρη του κόσμου, πάλι, έχει αρχίσει να απισχναίνεται, να γίνεται εξαρτημένη και να μην μπορεί να στηρίζεται πια πάνω στις παλιές συναινετικές μορφές. Κατόπιν αυτού, και επειδή ακριβώς στην Ελλάδα, για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος, εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά από πενήντα χρόνια ένα αντίπαλο δέος, εμφανίζεται δηλαδή η πιθανότητα, δεν λέω η βεβαιότητα, να έλθει μια άλλη κυβέρνηση η οποία θα αμφισβητήσει τα «καλώς κείμενα», η οποία θα επιλέξει, τουλάχιστον έτσι λέει, να ασκήσει εντελώς διαφορετικές πολιτικές, θα επιλέξει μια οδό, όσο και να είναι δύσκολη, εθνικής ανεξαρτησίας και εσωτερικής ανάπλασης των κοινωνικών πραγμάτων και ανασύστασης του κοινωνικού κράτους, αυτό το φοβούνται.
Για πρώτη φορά εδώ και ένα – δυο χρόνια, οι άρχουσες μερίδες, μιντιακές, οικονομικές και πολιτικές έχουν αρχίσει να φοβούνται. Εφ’ ω και η μεγάλη επίθεση και μεγάλη πόλωση και ο μεγάλος διαφαινόμενος πολιτικός διχασμός ο οποίος δεν υπήρχε. Ίσως να υπήρχε, κάτι αντίστοιχο, στους πρώτους δυο μήνες της κυβέρνησης Παπανδρέου, το 1981. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ γιατί πρώτα – πρώτα ήδη πριν τις εκλογές, το 1981, κυκλοφορούσε ενόψει της επικείμενης ανόδου του Παπανδρέου ότι αν δεν πάρει την εξουσία θα κάνει πραξικόπημα και αν την πάρει θα καταλύσει τη δημοκρατία. Αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα επιχειρήματα που τ’ ακούγαμε στα καφενεία πριν από τις εκλογές του ’81. Δυο – τρεις μήνες χρειάστηκε η άρχουσα τάξη για να καταλάβει ότι ο Παπανδρέου είναι συζητήσιμος, ότι είναι δυνατό να διαπραγματευθεί και αυτό που συνέβη δεν συνεπάγεται ή τουλάχιστον δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην, την ανατροπή των ταξικών ισορροπιών. Μια νέα τέτοια περίοδος φαίνεται να ανοίγει μπροστά μας σήμερα. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, που γίνεται λυσσαλέα επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν γίνονται αντίστοιχες επιθέσεις κατά του ΚΚΕ που μοιάζει να είναι εκτός του παιχνιδιού της εξουσίας.
Θα συνεχίσουμε τη σκέψη σου. Σ’ αυτό το πλαίσιο άσκησης πολιτικής η ΝΔ μεγάλωσε τη Χρυσή Αυγή. Γενικά το πολιτικό σύστημα αντιμετώπισε ιδιοτελώς παλιότερα τον ΛΑΟΣ, μετά τη ΧΑ.
Τα δύο αυτά σχήματα δεν είναι το ίδιο. Ο μεν ΛΑΟΣ ήταν διαπραγματεύσιμος, όπως αποδείχθηκε στην πορεία. Δεν αποτελούσε άλλο κίνδυνο πέραν του ότι έπαιρνε μερικές ψήφους από τη ΝΔ. Η ΧΑ είναι ένα εντελώς αντισυστημικό και εγκληματικό σύστημα, οργανωμένο, το οποίο παίζει τη δική του παντιέρα. Και μολονότι ένα κομμάτι της ΝΔ, πχ ο Β. Πολύδωρας, έχει επιλέξει, ή φαίνεται να έχει επιλέξει, στρατηγική σύμπλευσης, το μεγαλύτερο μέρος της ΝΔ απειλείται από τη ΧΑ. Διότι η ΧΑ δεν είναι ένα μόρφωμα, ένα πράγμα το οποίο θα μπορούσε κανείς να το οικειοποιηθεί και στη συνέχεια να το απορρίψει εύκολα. Είναι πρόβλημα για τη ΝΔ. Δεν μπορεί να την αντιπαρέλθει, όπως έγινε με τον ΛΑΟΣ, δεν είναι διαπραγματεύσιμη η ΧΑ. Και γι’ αυτό τον λόγο βρίσκεται στριμωγμένη η ΝΔ. Και αυτή η φυγή του Δένδια και του Σαμαρά προς τα μπρος, η οποία είναι εύλογη, την προσυπογράφω, δείχνει ότι η κυρίαρχη τάση μέσα στη ΝΔ δεν αποδέχεται τη συνδιαλλαγή με τα φασιστικά μορφώματα.
Αυτό είναι ευχάριστο, δεν λέω το αντίθετο, αλλού είναι το πρόβλημα: ποιος ευθύνεται για τη ΧΑ. Δεν πιστεύω ότι η ΝΔ, ως κόμμα, ενθάρρυνε τη ΧΑ. Κυρίως, αδιαφορούσε για όσο καιρό είχε 2%, 3% ή 4%. Από τη στιγμή που έφθασε το 10% αρχίζει να γίνεται πολιτικός κίνδυνος αλλά και κίνδυνος για τη δημοκρατία. Από τη στιγμή αυτή υπάρχει μια αναδίπλωση της στάσης της ΝΔ και απόδειξη αυτού είναι τα σημερινά μέτρα. Δεν πιστεύω, δηλαδή, ότι είναι δυνατό αυτή τη στιγμή να κατηγορήσει κανένας τη ΝΔ για σύμπλευση, ευρύτερη. Άλλο θέμα είναι το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό η ΧΑ τροφοδοτήθηκε από τις μνημονιακές πολιτικές, από τις ώρες της αγανάκτησης, απελπισίας και οργής μεγάλης μάζας ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους, τελικά, κατέφυγαν, μέσα από αγανάκτηση, άγνοια και οργή, στη ΧΑ.
Via : epohi.gr