Του Αντώνη Λιάκου*
Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που καλλιεργεί η Ν.Δ. αποσκοπεί στο να αποτρέψει τις διεργασίες συγκρότησης μιας νέας προοδευτικής ηγεμονικής υποκειμενικότητας. Το ζήτημα είναι αν θα πέσει κάποιος στην παγίδα αυτή ή αν θα μεταφέρει τον πόλεμο εκεί που ο αντίπαλος έχει το μεγαλύτερο μειονέκτημα: στο πεδίο του εναλλακτικού σχεδίου για την κοινωνία.
Η Ελλάδα που βιώνουμε έχει αποκτήσει πια τα χαρακτηριστικά μιας χώρας μεταμνημονιακής. Το πειραματόζωο δεν βρίσκεται πλέον στη μεταιχμιακή κατάσταση να δεχτεί το πείραμα ή να αντισταθεί. Το έχει ήδη υποστεί. Τα σημερινά χαρακτηριστικά φωτογραφίζουν την επόμενη μέρα. Οι δανειακές δεσμεύσεις θα εξυπηρετούνται αφαιμάσσοντας την κοινωνία που θα βαλτώνει σε κατάσταση πτώχευσης και ενδημικής ανεργίας, η διακυβέρνηση θα ασκείται με ένα μείγμα κυνισμού και βίας που εξαΰλωσε τη δημοκρατία, οι όποιες επενδύσεις θα επιχειρούνται στην γκρίζα περιοχή μεταξύ νομιμότητας και ανομίας και η Ακροδεξιά θα φουσκώνει με τα περισσεύματα του αδιέξοδου θυμού. Νέα μνημόνια δεν αποκλείονται, άλλωστε είναι πλέον η κανονικότητα μιας νέας διακυβέρνησης.
Η ιδιοτέλεια, η φαυλότητα και η τσαπατσουλιά που κατήγγελλαν οι φιλομνημονιακοί πολιτικοί και διανοούμενοι θα συνεχίσει να υπάρχει, έχει ήδη δώσει λαμπρά δείγματα νέας προσαρμογής. Και το νέο μοντέλο οικονομίας και δημόσιων πολιτικών εξυπηρετεί επιδιώξεις διεθνικών και εθνικών ομίλων, με προνομιακή πρόσβαση στα νέα διευθυντήρια της χώρας, στην τρόικα και την task force. To σκάνδαλο Παπακωνσταντίνου είναι το πρώτο, αλλά όχι το τελευταίο, στο οποίο αποκαλύπτεται η διαβολική ουρά των αγγέλων της κάθαρσης. Η χώρα δεν μπήκε σε έναν αγνό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Η διαπλοκή και η αρπακτικότητα ακολούθησαν τη συνταγή του Γατόπαρδου: να αλλάξουν όλα, και προπαντός ο συσχετισμός δυνάμεων, για να μπορούν να μείνουν τα ίδια και για τους πολλούς να γίνουν χειρότερα.
Τι κάνουμε σε αυτή τη νέα φάση; Το σύνθημα «Δεν θα περάσουν τα μέτρα» είναι παλιό. Τα μέτρα πέρασαν. Γιατί δεν εξεγέρθηκε η κοινωνία; Ή μήπως ηττήθηκε; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Οι εξεγέρσεις ή οι μείζονες αλλαγές δεν συμβαίνουν όταν τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Δεν συμβαίνουν στην καθοδική πορεία του κύκλου. Όταν οι προσδοκίες σβήνουν και ο φόβος παραλύει δημιουργούνται συναισθήματα ματαίωσης. Πότε συμβαίνουν; Όταν τα πράγματα, ακόμη κι αν δεν έχουν καλυτερέψει, δημιουργούν προσδοκίες βελτίωσης. Αλλά δεν φτάνει μόνον αυτό. Γιατί ενδέχεται τις προσδοκίες αυτές να τις απορροφήσει προς όφελός του το μπλοκ εξουσίας.
Εκεί που συμβαίνουν είναι όταν αυτές οι προσδοκίες ματαιώνονται. Στο σημείο δηλαδή που συμβαίνει μια ανάσχεση στην πρώτη εκκίνηση της ανοδικής πορείας του κύκλου. Δεν βρισκόμαστε ακόμη στη στιγμή αυτή. Η κρίση είναι μια άγνωστη πορεία με σκαμπανεβάσματα. Μια κρίση στον ευρωπαϊκό Νότο ή μια ύφεση στην υπόλοιπη Ευρώπη ή ένα απρόβλεπτο γεγονός, εσωτερικό ή εξωτερικό, μπορεί να ανατρέψει δραματικά το κλίμα φαινομενικής σταθεροποίησης στο οποίο φαίνεται πως εισήλθε η χώρα μετά την ομαλή εκταμίευση των δανείων. Γιατί συνολικά η κατάσταση είναι κρίσιμη και αμφίρροπη.
Πρέπει να προετοιμαστούμε, όχι για τη στιγμή της καταστροφής, αλλά για την επόμενη. Και γι’ αυτή χρειάζεται ένα όραμα αλλά και ένα σχέδιο. Όραμα που να εμπνέει αλλά και ρεαλιστικό. Που να επανακαθορίζει τα όρια του πραγματικού. Και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το τι κοινωνία θέλουμε, από το ποια Ελλάδα προσδοκάμε. Έως τώρα οι «μεταρρυθμίσεις» περιβάλλονται με μια λογική τιμωρητική. Το παραλήρημα περί πολιτικού κόστους, λαϊκισμού, τόλμης και ορθολογισμού δεν ήταν παρά συγκάλυψη πολιτικών κοινωνικής αδικίας, ελιτισμού και αυταρχισμού. Εμείς θέλουμε μεταρρυθμίσεις που να εμπνέουν και να εμπνέονται από αξίες και αρχές καθολικές. Το κριτήριο ανάμεσα στην πρόοδο και στη συντήρηση είναι η εμπιστοσύνη ή η δυσπιστία στις δυνατότητες βελτίωσης των ανθρώπων. Επομένως θέλουμε ένα σχέδιο μεγάλης αλλαγής που να έχει εμπιστοσύνη στη δημοκρατία, στους πολίτες. Που να ξεκινά από την αρχή της αμοιβαίας δέσμευσης δικαιωμάτων – υποχρεώσεων. Οχι της τιμωρίας.
Αλλά ποιοι είμαστε «εμείς»; Ποιο είναι το υποκείμενο των αλλαγών; Έως τώρα, το υποκείμενο της αντίστασης στις βίαιες αλλαγές που υφίσταται η κοινωνία, προσδιοριζόταν με όρους αρνητικούς. Είναι όλοι αυτοί που χάνουν. Αυτοί που πληρώνουν με τη ζωή τους. Πάνω στη βάση αυτή συγκροτήθηκε ο διαχωρισμός μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί. Ωστόσο, τα δύο στρατόπεδα δεν είναι καθόλου συμπαγή. Γιατί και στους μνημονιακούς υπάρχουν εκείνοι που συναινούν στις θυσίες φοβούμενοι κάθε φορά το χειρότερο, αλλά και στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο υπάρχουν πολιτικές ομάδες με μετωπικές αντιθέσεις, όπως η Ακροδεξιά.
Η αποσαφήνιση, λοιπόν, του «εμείς» αφορά τη συγκρότηση μιας κοινωνικής και ιδεολογικής ηγεμονίας και ως εκ τούτου πολιτικό πεδίο διαμάχης. Αν λοιπόν η Δεξιά στοχεύει σε αμφίπλευρη διεύρυνση του χώρου και της επιρροής της, και προς την Ακροδεξιά και προς την Κεντροαριστερά (το μεγάλο πατριωτικό ευρωπαϊκό κόμμα), τότε η συγκρότηση ενός αντίπαλου πολιτικού δέους, αφενός δεν πρέπει -ούτε είναι δυνατόν- να διεκδικήσει ολόκληρο τον αντιμνημονιακό χώρο, αφετέρου πρέπει να ρίξει γέφυρες με κόσμο που βρίσκεται πέραν του μνημονιακού συνόρου, αλλά δεν έχει απεμπολήσει την εμπιστοσύνη του στη δημοκρατία, στο κοινωνικό κράτος, στον σεβασμό της ετερότητας. Και από τον κόσμο αυτό δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι θα μεταστραφεί. Πρέπει να συναντηθεί μαζί του στη δημιουργία ενός νέου «εμείς».
Αλλά σε ποιο πεδίο θα γίνει η συνάντηση; Γιατί αυτός ο κόσμος δεν θα στραφεί στη θρυλούμενη Κεντροαριστερά; Για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί τα ενταγμένα και τα ανένταχτα οικοδομικά της υλικά είναι φθαρμένα, διαπλεκόμενα, παιδιά των κομματικών σωλήνων σε αναζήτηση επαγγέλματος και οπαδών. Όσο και να θορυβούν για το καινούργιο, δεν συλλαβίζουν παρά την κυρίαρχη τεχνοκρατική και νεοφιλελεύθερη γλώσσα. Ακκίζονται με ναρκισσιστικό μοντερνισμό, κενό ουσίας και περιεχόμενου. Ο ευρωπαϊσμός τους είναι ρηχός και επαρχιώτικος. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν μπορείς να συγκροτήσεις Κεντροαριστερά κυβερνώντας με τη Δεξιά και, όπως στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, όντας όμηρός της.
Το πεδίο συνάντησης με τον κόσμο αυτό δεν θα είναι όμως η απόκρουση του Μνημονίου. Το πεδίο της συνάντησης θα είναι η μετάβαση από την αντιμνημονιακή πολιτική της ανάσχεσης στην πολιτική της δημιουργίας που θα βγάλει την Ελλάδα από τον μεταμνημονιακό βάλτο όπου βρίσκεται τώρα. Και αυτό δεν μπορεί να είναι μια στιγμιαία πράξη (λ.χ. ακύρωση των όρων του Μνημονίου ή επαναδιαπραγμάτευση). Αυτό θα είναι ένα διαφορετικό σχέδιο κοινωνίας, μια πρόταση για μια νέα κοινωνική σύμβαση. Μια συμμαχία με τα πιο παραγωγικά και τεχνολογικά πιο προηγμένα στρώματα του νεανικού παραγωγικού πληθυσμού, που ακυρώνονται από τις μνημονιακές πολιτικές.
Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που καλλιεργεί η Ν.Δ. τις τελευταίες εβδομάδες, αποσκοπεί στο να αποτρέψει αυτές τις διεργασίες συγκρότησης μιας νέας προοδευτικής ηγεμονικής υποκειμενικότητας. Το ζήτημα είναι αν θα πέσει κάποιος στην παγίδα αυτή ή αν θα πρέπει να την υπερβεί, μεταφέροντας τον πόλεμο στο πεδίο που ο αντίπαλος έχει το μεγαλύτερο μειονέκτημα. Δηλαδή, στο πεδίο του εναλλακτικού σχεδίου για την κοινωνία.
*Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Via : www.efsyn.gr