του Νίκου Ξυδάκη
Συναντάς ένα γνωστό, ανταλλάσσετε χαιρετισμούς, μεσολαβεί μικρή σιωπή, κενός χρόνος· αισθάνεσαι τον δισταγμό, το μετέωρο βήμα, προτού ακουστεί το «πώς τα βλέπεις τα πράγματα;». Ακούγεται ίδιο με παλιά, τετριμμένο, κοινότοπο, αλλά στον τωρινό καιρό έχει πια άλλο βάρος. Περιέχει αγωνία. Μια αγωνία που σωρεύεται χωρίς να εκτονώνεται, απεναντίας μεταλλάσσεται και πολλαπλασιάζεται. Μια αγωνία που αφορά το μέλλον· μάλιστα, το απολύτως κοντινό.
Αρκετούς συμπολίτες η τέτοια αγωνία τους έχει οδηγήσει σε μια παραδοχή: η κρίση δεν είναι περαστική, έχει εγκατασταθεί μόνιμα και έχει αλλάξει ήδη τις υποκείμενες δομές του βίου. Εχουμε αλλάξει ιστορική πίστα και η πιθανότητα επανόδου στην προ κρίσης κατάσταση είναι μηδαμινή, ανύπαρκτη. Η παραδοχή αυτή, παρότι πραγματιστική, δεν παρηγορεί και βέβαια δεν φωτίζει το άδηλο μέλλον. Βοηθά όμως να μετουσιωθεί ο φόβος, να μεταμορφωθεί δυνητικά σε πιο δημιουργικές συμπεριφορές. Ορισμένως διαλύει τις αυταπάτες και αποδυναμώνει την ποικιλόμορφη προπαγάνδα. Δεν παρηγορεί.
Αλλοι πάλι αρνούνται να παραδεχτούν ότι όλα έχουν αλλάξει και ότι δεν θα επανέλθουμε σε μια κατάσταση ίδια ή παρόμοια με την προ κρίσης. Η διάγνωσή τους: η κρίση είναι παροδική, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση είναι δύσκολη, επίπονη, αλλά δεν αποκλείεται, είναι θέμα χρόνου. Αναγνωρίζουν το ζοφερό παρόν όπως και οι πραγματιστές, αλλά βλέπουν διέξοδο πάνω στο ίδιο επίπεδο πραγματικότητας, στην ίδια ιστορική πίστα, στο ίδιο παράδειγμα. Η τέτοια στάση απέναντι στο παρόν είναι παρηγορητική, στο μέτρο που ορίζει το μέλλον ως ανάκαμψη, ως επαναφορά στα πρότερα· σε αυτή την προσέγγιση, ο χρόνος εκτυλίσσεται ελικοειδής επί του ιδίου επιπέδου. Οι συμπολίτες αυτοί δεν βλέπουν ότι έχουμε αλλάξει ιστορική πίστα – μάλλον: δεν θέλουν να δουν. Και είναι πολύ περισσότεροι από τους προηγούμενους.
Η δεύτερη στάση είναι πλησιέστερη προς την αυθόρμητη αντίδραση των ανθρώπων ενώπιον μιας αλλαγής, μιας ανατροπής, μιας διάρρηξης της κανονικότητας. Η διάρρηξη εκλαμβάνεται ως παροδική και ανατάξιμη: με πόνο και κόπο ενδεχομένως, αλλά εντέλει θα επανέλθει η κανονική ροή, θα αποκατασταθεί η γραμμική πορεία προς το ολοένα καλύτερο. Αυτό συμβαίνει πράγματι σε αρκετές περιπτώσεις, όχι όμως στην παρούσα περίπτωση, όχι σε ό,τι συντελέσθηκε και συνεχίζει να συντελείται.
Καθώς διανύουμε τον τέταρτο χρόνο της κρίσης, ας αναγνωρίσουμε τουλάχιστον αυτό: η κρίση έχει λάβει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η ζωή, ατομική και κοινωνική, στο προβλεπτό μέλλον θα κυλάει με κρίση, σαν κρίση. Κρίση διττά: ως διαταραχή και ρήξη, και ως εξέταση, ζύγισμα, λογάριασμα. Αρνούμενοι να δούμε την κρίση ως νέα μόνιμη κατάσταση, αρνούμαστε τη δυνατότητα να κρίνουμε τη νέα κατάσταση, να την εξετάσουμε, να τη ζυγίσουμε, να προσαρμοστούμε, να εξοπλιστούμε με νέα εργαλεία. Μόνο έτσι όμως, με κριτική παραδοχή και γνωστικό εξοπλισμό, με ενσυναίσθηση, θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε τα δυσμενή δεδομένα για να επιτύχουμε μια ευνοϊκή νέα ισορροπία.
Η φύση απεχθάνεται το κενό; Μάλλον οι άνθρωποι το φοβούνται, γι’ αυτό επινοούν πληρώματα, γεμίζουν το φοβερό ιστορικό κενό με ελπίδες, το επενδύουν με αυταπάτες. Ουσιαστικά αυτό που ζούμε δεν είναι καν κενό, είναι μετάβαση, μεταίχμιο, μετασχηματισμός, μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας· αυτό μας φοβίζει, όλους. Μια εκδήλωση αυτού του αρχέγονου φόβου, η οδυνηρότερη ίσως, είναι η αίσθηση αδυναμίας να ορίζουμε τις ζωές μας, σαν να μας αρπάζει ένα σιδερένιο χέρι και να μας τινάζει στο μέλλον ενώ ταυτόχρονα το ίδιο αυτό χέρι σβήνει όλα τα φώτα, τους φάρους και τις σταθερές.
O κίνδυνος του μέλλοντος μάς φέρνει ενώπιον του παρελθόντος: όλο το παρελθόν μας αναρριπίζεται μπρος στα μάτια μας, σαν έλλαμψη, γιατί και αυτό κινδυνεύει μαζί μας. Ο πραγματιστής και ο αισιόδοξος συμμερίζονται το κοινό παρελθόν και τον κοινό κίνδυνο, γι’ αυτό συγκλίνουν, από διαφορετικούς δρόμους, στην κοινή ελπίδα της λύτρωσης· να λυτρωθούν από το χρονικό συνεχές των γεννητόρων της κρίσης, προσδοκώντας ένα ρήγμα που θα τους ξανοίξει σε ένα διαφορετικό μέλλον, ανακουφιστικό, απελευθερωτικό.
Η κρίση είναι η ιστορία· αποκτά νόημα εάν τη δούμε μέσα από τα ρήγματα και τα ερείπιά της, ιδίως αν τη δουν έτσι τα ανθρώπινα θύματα της κρίσης, τα οποία προσδοκούν μια διάρρηξη, μια ασυνέχεια λυτρωτική, ώστε να ισορροπήσουν στη νέα πίστα. Αυτό, ναι, μπορεί να ονομάζεται ελπίδα.
Via : www.kathimerini.gr