Η ώρα για να ερευνηθεί ιστορικά το φαινόμενο της μετανάστευσης Αλβανών στην Ελλάδα έφτασε. Τι έδειξε πρόσφατη έκθεση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ιστορίας των ΑΣΚΙ και τι λένε Αλβανοί μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς.
ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα βίωσε το μεταναστευτικό φαινόμενο από την ανάποδη. Δεν ήταν πια η χώρα που έβλεπε τα παιδιά της να μεταναστεύουν στο εξωτερικό, αλλά η χώρα υποδοχής άλλων μεταναστών, από την Αλβανία, η οποία μόλις ένιωθε τις ωδίνες της γέννησης ενός νέου πολιτικού στάτους.
Έκτοτε βέβαια κύλησε πολύ νερό στα αυλάκι. Οι Αλβανοί όχι μόνο ενσωματώθηκαν, αλλά βοήθησαν την Ελλάδα να χτίσει το όνειρο της ευμάρειας στην πρώτη δεκαετία του 2000. Άρχισε να συγκροτείται σιγά-σιγά μία ελληνοαλβανική ταυτότητα από παιδιά που γεννήθηκαν μεν στην Ελλάδα, αλλά είχαν αλβανικές ρίζες και «ακουμπούσαν» και στις δύο κουλτούρες. Αυτή η γενιά σταδιακά και παρά τους αποκλεισμούς, άλλαξε τα δεδομένα. Κανείς Αλβανός δεν κρύβει πια την καταγωγή του, οι περισσότεροι ανακαλύπτουν τις ρίζες τους, τα ενοχικά σύνδρομα του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους.
Η ελληνοαλβανική ταυτότητα: Το νέο «καθαρό»
Η πρωτοβουλία που πήραν τα ΑΣΚΙ, πρώτα με τη συγκρότηση του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης και εν συνεχεία με την έκθεση «Ο φωτογράφος των γονιών μου: 30 χρόνια αλβανικής μετανάστευσης» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ιστορίας που διοργανώθηκε τον προηγούμενο μήνα, ήρθε στον κατάλληλο χρόνο.
Οι πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ζουν και πλέον μπορούν να «παραδώσουν» τις εμπειρίες και τα βιώματά τους στους νεότερους χωρίς ιδιαίτερους δισταγμούς. Οι φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Σπύρος Στάβερης κατά τις πρώτες ημέρες της εισόδου των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα και η σχετική συζήτηση λειτούργησε -θα έλεγε κανείς- ψυχοθεραπευτικά. Κάποιες πληγές του παρελθόντος άρχισαν να κλείνουν.
«ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΑΝ ΟΤΙ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΑΝΟΙΧΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ»
Η Ιλιρίντα Μουσαράι, που είναι υπεύθυνη του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης και αλβανικής καταγωγής μετανάστρια δεύτερης γενιάς, έζησε τις δικές της αγωνίες για το εγχείρημα: «Ακούγεται πολύ όταν μιλάς για 30 χρόνια απόσταση, αλλά αν μιλήσουμε με όρους ιστορικού χρόνου δεν είναι τίποτα. Αυτό σημαίνει ότι οι συλλογές και τα τεκμήρια που αναζητούσαμε και αναζητούμε, για κάποιους δεν είναι αντικείμενα με ιστορική αξία. Ισως πολύς κόσμος ακόμα να μην βλέπει υπό ιστορικό πρίσμα τις εμπειρίες του και αυτό είναι λογικό. Παράλληλα τέτοιου είδους τεκμήρια πάντα έχουν πολύ μεγάλη συναισθηματική αξία για τον κάτοχό τους ή κρύβουν μία σχέση πολιτική ή κοινωνική. Φανταστείτε, ας πούμε, τα γράμματα που αντάλλασσε μία οικογένεια» μάς τονίζει χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, ο κύβος της ιστορικής αναζήτησης ερρίφθη και θα έχει και συνέχεια: «Θα συνεχίσουμε με προφορικές συνεντεύξεις για τις οποίες έχουμε ήδη πάρει πολλά θετικά μηνύματα ανταπόκρισης. Όλοι στην ομάδα νιώθουμε πολύ μεγάλη χαρά γι’ αυτό. Ισως την νιώθουν πιο εύκολη αυτή τη διαδικασία της συνέντευξης οι μεγαλύτεροι άνθρωποι. Όπως και να έχει, εμάς μάς συγκινεί, το ενδιαφέρον, προέρχεται και από τις δύο γενιές μεταναστών. Ελπίζουμε να αρχίσουμε σύντομα, τις επόμενες εβδομάδες. Για την πρόσβαση στο υλικό που θα συγκεντρωθεί φυσικά δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Η ιδιαιτερότητα των ΑΣΚΙ είναι ότι συγκεντρώνουν αρχεία ανοιχτά σε όλους. Και αυτό, άρα, το υλικό θα είναι προσβάσιμο στους πάντες, τον τρόπο θα τον βρούμε, πάντως αυτό δεν αμφισβητείται».
Πίσω πάλι στο ιστορικό event για να μαθουμε ότι «οι φωτογραφίες προβλήθηκαν την ημέρα της εκδήλωσης. Μπορώ να πω ότι το κοινό ήταν μισό-μισό. Και άτομα αλβανικής καταγωγής αλλά και ελληνικής. Αυτό όμως που μάς άρεσε πάνω από όλα είναι ότι οι άνθρωποι αλβανικής καταγωγής έκαναν κτήμα τους αυτή την προσπάθεια, έφεραν μαζί τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους κ..τ.λ. Παλαιότερα οι γονείς μας δεν πίστευαν ότι θα έρθει μία μέρα που θα μιλάμε ανοιχτά για την καταγωγή μας. Το είπε και η Αννα η Νίνη (σσ δημοσιογράφος, αλβανικής καταγωγής μετανάστρια) στην τοποθέτησή της. Να όμως που έφτασαν τέτοιες μέρες. Είναι μία κομβική στιγμή, είναι καλό το τάιμινγκ, γιατί την ίδια ώρα γίνονται πράγματα από τις αλβανικές συλλογικότητες, υπάρχει ακτιβισμός σε σχέση με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών, άρα και των Αλβανών. Προσπαθούμε να μαζέψουμε όλες τις ψηφίδες, οι Αλβανοί βρίσκονται παντού στην ελληνική κοινωνία».
Ποια είναι όμως η σύνδεση που νιώθει ένας Αλβανός μετανάστης δεύτερης γενιάς με τη χώρα καταγωγής του.; Η Ιλιρίντα απαντά με ειλικρίνεια πως «αν με ρωτάς για τη δική μου σύνδεση με την Αλβανία αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι αλλάζει μέσα στον χρόνο, βιώνει μία μεταβολή. Υπάρχει σίγουρα μία νοσταλγία, εγώ έχω παιδικές αναμνήσεις από την Αλβανία, ενώ μέλη της οικογένειάς μου ζουν εκεί. Από την άλλη πλευρά, η δική μου ζωή δεν είναι εκεί, έχω να ταξιδέψω στη χώρα έξι χρόνια. Άλλα παιδιά έχουν μία σχέση που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω πιο διαρκή. Σε κάθε περίπτωση η Αλβανία είναι η χώρα καταγωγής μας αλλά όχι η χώρα στην οποία ζούμε. Προκύπτει ένα άγχος γι’ αυτό όταν είμαι εκεί, το οποίο κάποιες στιγμές υπάρχει και στην Ελλάδα, αλλά οκ, το διαχειρίζομαι».
Το διαχειρίζεται, διότι, όπως λέει «είμαστε και τα δύο, και Ελληνες και Αλβανοί. Ισως αυτό προσκρούει στις ανάγκες του πολύ κόσμου που θέλει να κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους. Ωστόσο, η μετανάστευση από τη φύση της εμπεριέχει ένα στοιχείο ριζοσπαστικό, ένα ξένο σώμα έρχεται να «κολλήσει» στο ομογενές σώμα του εθνικού κράτους. Και στην Ελλάδα ήταν τόσο έντονη η ελληνορθόδοξη ταυτότητα που αυτομάτως απέκλειε οτιδήποτε άλλο.
Ακόμα και άνθρωποι που έχουν χρόνια στο κίνημα και στους δρόμους κάνουν ερωτήσεις του τύπου «γιατί δεν ξέρουν καλά τη γλώσσα τους;» Ακόμα και αυτοί δεν είναι τόσο καλά πληροφορημένοι, ενώ ξέρουν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία «επίσημη» δυνατότητα να μάθει ο Αλβανός αλβανικά. Σε άλλες χώρες οι μετανάστες μαθαίνουν τη γλώσσα καταγωγής τους στο σχολείο. Τα πρώτα χρόνια της αλβανικής μετανάστευσης στην Ελλάδα αποτελούσε επιλογή των γονιών τα παιδιά να μάθουν γρήγορα και καλά τα ελληνικά έτσι, ώστε να αντιμετωπίσουν και τον ρατσισμό του δρόμου».
Στην κουβέντα μας η Ιλιρίντα «σπάει» και ένα μεγάλο μύθο, που θέλει τα παιδιά της δεύτερης γενιάς να μην έχουν γνωρίσει αποκλεισμούς: «Η πρώτη γενιά Αλβανών μεταναστών ανήκει εξ ολοκλήρου σχεδόν στην εργατική τάξη. Η δεύτερη γενιά, μέσα από τις σπουδές, άρχισε να βιώνει το φαινόμενο της κοινωνικής κινητικότητας, όχι όμως μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Δεν είναι αλήθεια πάντως ότι τα παιδιά της δεύτερης γενιάς μεταναστών είναι πλήρως ενταγμένα στην ελληνική κοινωνία, υπάρχουν ακόμα πολλοί αποκλεισμοί. Πρώτος και πιο σημαντικός ο αποκλεισμός από την ιθαγένεια. Κλασικό παράδειγμα: Εγώ την πήρα πριν από δύο μήνες, στα 25 μου χρόνια και ενώ κατοικώ στην Ελλάδα από τα 6 μου.
Ο δεύτερος αποκλεισμός αρχίζει από το γεγονός ότι η ελληνική μεταναστευτική πολιτική δεν έχει στόχο την ενσωμάτωση, αλλά την αφομοίωση και την ομογενοποίηση. Ο τρίτος αφορά τους γονείς μας. Οταν η μάνα σου δεν έχει ιθαγένεια, δεν έχει χαρτιά, δεν μπορεί να πάρει σύνταξη, δημιουργούνται έτσι καθημερινά υλικά προβλήματα.
Και όμως, είμαστε μέρος της ελληνικής νεολαίας, βιώνουμε την αγωνία και την επισφάλεια στην εργασία, κάνουμε πολλές φορές δουλειές του ποδαριού, αλλά η καταπίεσή μας είναι διπλή. Είμαστε και φτωχοί και μετανάστες. Αυτές οι μικρές αποχρώσεις παίζουν σημαντικό ρόλο. Ισως μέσα από το αρχείο και τη δουλειά που έγινε και θα γίνει, όλα αυτά να εξελιχθούν σε αντικείμενο δημοσίου διαλόγου».
«Η ΕΚΘΕΣΗ ΕΦΕΡΕ ΔΙΠΛΗ ΛΥΤΡΩΣΗ»
Λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία, ο Μπιόρνι Λέκα, εργαζόμενος στον χώρο του βιβλίου και μεταπτυχιακός φοιτητής, παρακολουθεί από εφέτος μαθήματα αλβανικής γλώσσας στο Στέκι Μεταναστών στα Εξάρχεια. Εχει μία απλή απάντηση στο γιατί τώρα: «Είμαι σχεδόν 30 ετών και μιλάω αλβανικά. Ηθελα όμως αφενός να εξασκήσω περισσότερο το κομμάτι της γραφής και αφετέρου να συστηματοποιήσω περισσότερο τη γνώση μου για τη γλώσσα. Νομίζω ότι σε έναν χρόνο από σήμερα θα είμαι σε πολύ καλύτερο επίπεδο. Πάντα βέβαια σε μία τέτοια απόφαση φαίνεται να υπάρχει και ένα συναισθηματικό υπόβαθρο. Δεν είχα να καλύψω κάποιο κενό, αφού έτσι και αλλιώς στο σπίτι αλβανικά μιλάω, αλλά ήθελα, ας πούμε, να διαβάσω σε μεγαλύτερο βάθος αλβανική λογοτεχνία.
Έχω την αίσθηση, χωρίς να το έχω συζητήσει μαζί τους, ότι και οι συμμαθητές μου τα ίδια κίνητρα έχουν. Είμαστε όλοι μετανάστες δεύτερης γενιας που την αλβανική γλώσσα την έχουμε μάθει προφορικά από τους γονείς μας. Δεν έχουμε δηλαδή ολοκληρωμένη γνώση. Να φανταστείς ότι στο πρώτο μάθημα μού διόρθωσαν λέξη που όλα αυτά τα χρόνια την τόνιζα λάθος, γιατί οι δικοί μου την πρόφεραν αλλιώς λόγω συντομίας».
Μιλά για τις παιδικές του μνήμες από την Κυψέλη σχολιάζοντας ότι «τα παιδιά της δικής μου γενιάς δεν έχουν ζήσει την εποχή που δύσκολα θα μπορούσες να μιλήσεις αλβανικά στον δρόμο. Όμως στο σχολείο πολλές φορές τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Μού έχουν κάνει παρατ’ήρηση καθηγητές γιατί με άλλο παιδί δεν μιλούσαμε μεταξύ μας ελληνικά. Παίζει ρόλο βέβαια και πού μεγαλώνει ο καθένας. Εγώ έτυχε να μεγαλώσω στην Κυψέλη, μια πολυπολιτισμική γειτονιά, με ανθρώπους από πολλές χώρες, ακούγαμε όλες τις γλώσσες και είχαμε μία ελευθερία».
Ο Μπιόρνι, που επιστρέφει συχνά στην Αλβανία, έμεινε ενθουσιασμένος από την πρωτοβουλία των ΑΣΚΙ: «Το παν είναι τι σε περιμένει εκεί που επιστρέφεις. Αν εκεί βρίσκονται αγαπημένοι άνθρωποι, σημαντικοί για τη ζωή σου, όπως ήταν για μένα η γιαγιά μου, δεν νιώθεις ότι επιστρέφεις σε κάτι ξένο. Ποτέ δεν το ένιωσα αυτό επιστρέφοντας, τα καλοκαίρια, στην Αλβανία. Τώρα ακόμα περισσότερο. Συνειδητοποιώ ότι κουβαλώ μνήμες που δεν τις έζησα άμεσα, αλλά έμμεσα μέσα από αφηγήσεις και τρόπους συμπεριφοράς.
Γι’ αυτό η εκδήλωση των ΑΣΚΙ ήταν υπέροχη. Μού θύμισε τη φράση του συγγραφέα Πολ Πρεσιάδο. «Ας βγάλουμε τα ντιβάνια στις πλατείες». Νιώθω ότι κάτι τέτοιο έγινε. Βγήκαν ντιβάνια και κάποιοι άνθρωποι λύθηκαν. Από την άλλη εμείς οι νεότεροι που κουβαλάμε ενοχικά τα βάρη των μεγαλύτερων που θυσιάστηκαν για μας, νιώσαμε με τη σειρά μας μία λύτρωση. Θα έλεγα ότι ήταν διπλή η λύτρωση, και για μας και για τους γονείς μας. Ακούστηκαν πράγματα που δεν μπορούσαν να ακουστούν τη στιγμή που συνέβαιναν. Χάρηκα γιατί βρέθηκαν εκεί και άνθρωποι που όλο αυτό δεν τους αφορούσε άμεσα».
«Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΛΟ ΧΑΡΤΙ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΛΗΞΙΑΡΧΕΙΟ»
Ο Πιέρι Λέσι είναι Αλβανός μετανάστης πρώτης γενιάς και δάσκαλος της αλβανικής γλώσσας. Είχε, ως νεαρός ενήλικας, τελείως διαφορετικές προσλαμβάνουσες από τα παιδιά που έχουν μιλήσει ως τώρα, καθώς, αν και πτυχιούχος φιλόλογος, αναγκάστηκε να κάνει άλλα επαγγέλματα για να επιβιώσει στην ελληνική επικράτεια. Είναι η άλλη πλευρά της ίδιας ιστορίας.
«Πιστεύω πολύ στην ανάγκη που έχει κάποιος να επικοινωνήσει με τους δικούς του ανθρώπους. Επίσης πολλές φορές, τις περισσότερες, όταν κάποιος μεγαλώνει, ψάχνει να βρει τις ρίζες του και να μάθει γι’ αυτές» μάς τονίζει ο Πιερίν για τον λόγο που ακόμη και ενήλικες αλβανικής καταγωγής επιθυμούν να κάνουν μαθήματα Αλβανικών. «Σημασία έχει βέβαια πάντα να είσαι σωστός πολίτης, αλλά η ταυτότητα, το από πού προέρχεσαι, δεν σκίζεται όπως ένα απλό διαβατήριο, γιατί είναι η ταυτότητα της ψυχής μας και όχι ένα απλό χαρτί που παίρνουμε από το ληξιαρχείο».
«Συνήθως τα πιο μικρά παιδιά που έρχονται σε μας δεν ξέρουν ούτε λέξη Αλβανικά» συνεχίζει. «‘Ολοι το έχουμε περάσει ως γονείς αυτό το στάδιο και εγώ με τον γιο μου. Γεννήθηκε το 1998 στην Ελλάδα αλλά τότε εγώ, κάνοντας δυο δουλειές, δεν είχα πολύ χρόνο να ασχοληθώ μαζί του και έτσι έμεινε πίσω στο θέμα της γλώσσας. Όταν πηγαίναμε στην Αλβανία καταλάβαινε, αλλά απαντούσε στα ελληνικά. Ορκίστηκα τότε ότι θα έκανα το παν έτσι, ώστε όχι μόνο το παιδί μου αλλά και όλα τα παιδιά να μάθουν τη γλώσσα.
Ο γιος μου στην αρχή μάς τρόλαρε. Έλεγε ΄΄εγώ είμαι Έλληνας και εσείς Αλβανοί΄΄. Και αυτό σε χρόνια δύσκολα, δεν μπορούσες εύκολα να πεις ότι είσαι Αλβανός. Τώρα μιλά πέντε γλώσσες και σπουδάζει ιατρική στην Αλβανία! Φυσικά νιώθει και Ελληνας και Αλβανός. Είναι, την ίδια ώρα, ρεαλιστής, όταν βλέπει κάτι που δεν του αρέσει, θα το επισημάνει, άσχετα αν αυτο βρίσκεται στην Ελλάδα ή στην Αλβανία. Είναι σαφές ότι έχει αρχίσει να διαμορφώνεται από αυτά τα παιδιά μία ελληνοαλβανική ταυτότητα».
Οι δυσκολίες είναι ακόμη πολλές ωστόσο δείχνει να υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ: «Στην Ελλάδα ως προς το θέμα της γλώσσας δεν υπάρχουν τα στάνταρ που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τα αλβανικά θα έπρεπε να μπουν στα σχολεία ή, τουλάχιστον, θα μπορούσαν να παραχωρούνται αίθουσες στο δημόσιο σχολείο για μαθήματα τα σαββατοκύριακα. Τα παιδιά θα μπορούσαν έτσι να ανακαλύψουν την κουλτούρα και της χώρας καταγωγής. Είναι εξαιρετικό για ένα παιδί να μιλά και τη γλώσσα της χώρας όπου ζει αλλά και αυτή της χώρας καταγωγής.
Αυτό που λέω πάντα στους μαθητές μου είναι να διακρίνουν τα θετικά πράγματα και από τις δύο κουλτούρες. Με τα μεγάλα παιδιά που έρχονται τα πράγματα είναι διαφορετικά. Είναι κατασταλαγμένα, δεν έχουν κάποια υποχρέωση από τους γονείς, θέλουν να μάθουν καλύτερα τη γλώσσα. Δεν έχουν βιώσει την περίοδο κατά την οποία ήσουν στιγματισμένος αν μιλούσες αλβανικά στον δρόμο (κάτι που δεν ίσχυε για άλλες εθνικότητες). Και θέλουν να μάθουν καλύτερα τη γλώσσα, γιαί έχουν πάρει μέρος σε συζητήσεις στα σπίτια τους, έχουν γλεντήσει με την οικογένειά τους, επιθυμούν να ανακαλύψουν και άλλα πράγματα. Τώρα νιώθουν αυτοπεποίθηση.
Θα ήθελα να τονίσω κάτι τελευταίο, σημαντικό κατά τη γνώμη μου. Αυτό το πράγμα με την απόκτηση ιθαγένειας πρέπει να σταματήσει. Έχω κάνει τα χαρτιά μου από το 2016 και ακόμα βολεύομαι με άδειες παραμονής τριετούς διάρκειας. Πιστοποίηση στην ελληνομάθεια έχω επίσης, αλλά τα εισοδηματικά κριτήρια που μπήκαν πρόσφατα και αφορούν και τα χρόνια της κρίσης κάνουν τα πράγματα πολύ δύσκολα. Ήρθα στην Ελλάδα το 1997 έχοντας πτυχίο φιλολογίας που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ. Δούλεψα στην οικοδομή και σε τμήματα πωλήσεων. Ελληνική ιθαγένεια όμως δεν έχω ακόμη».
«ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΛΕΟΝ ΤΡΙΤΗ ΓΕΝΙΑ ΑΛΒΑΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ»
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, τέλος, καθηγητής Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών, είναι ένας από τους Ελληνες που γνωρίζει πολύ καλά την Αλβανία και τους Αλβανούς μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς. Πολλοί από τους δεύτερους ήταν ή είναι φοιτητές του.
«Οταν σκέφτεσαι την αλβανική μετανάστευση» τονίζει «σκέφτεσαι πολλά πράγματα. Το υλικό για την πρωτοβουλία των ΑΣΚΙ είναι σίγουρα πολύ και πλούσιο. Άλλος μπορεί να λέει ότι η Αλβανία είναι η πατρίδα μου, άλλος μπορεί να προτιμά τη λήθη της καταγωγής ισχυριζόμενος ότι αυτή δεν τον βοηθά σε κάτι. Ειδικά στη δεύτερη γενιά υπάρχουν τα πάντα. Αυτό το υβριδικό μοντέλο ελληνοαλβανικότητας δεν έχει προκαθορισμένες μερίδες, είναι κάτι πολύ δυναμικό.
Σκεφθείτε, σε κάθε περίπτωση, το εξής σχήμα: Ο τάδε Αλβανός ήρθε στην Ελλάδα το 1992 στα 18 του. Το 1996 έκανε ένα παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Το 2022 είναι πολύ πιθανό αυτό το παιδί να απέκτησε το δικό του παιδί. Υπάρχει, άρα, πλέον και η τρίτη γενιά, υπάρχουν τα εγγονάκια. Αυτός ο εγγονός ή η εγγονή του Αλβανού μετανάστη έχει αυτοδικαίως την ελληνική ιθαγένεια. Αυτοί οι άνθρωποι θα γίνουν Έλληνες, είναι μία νέα φλέβα ελληνικότητας».
Κοντολογίς, όπως έχει γράψει ο καθηγητής Χριστόπουλος σε πρόσφατο άρθρο του, η Ελλάδα είναι μία χώρα σε κίνηση λόγω και της αλβανικής μετανάστευσης, φαινόμενο πολύ δυναμικό που συνεχίζει να εξελίσσεται. Η ιστορική μελέτη του, συμπερασματικά, δεν είναι απλώς επιθυμητή αλλά επιβεβλημένη. Το ΑΣΚΙ και το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης ανοίγουν σπουδαίους δρόμους σε αυτήν την κατεύθυνση.
Πηγή : https://www.news247.gr