Σαν σήμερα, το 1984, έφυγε από τη ζωή η γυναίκα που αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στην ιστορία της Ινδίας. Παραμένει η πρώτη και μοναδική γυναίκα που έχει βρεθεί στο τιμόνι της βαθιά πατριαρχικής ινδικής κοινωνίας και μια πολιτική προσωπικότητα που αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο λίγοι.
Είναι ευρέως γνωστό ότι η Ίντιρα Γκάντι υπήρξε μέλος ενός σπουδαίου πολιτικού «τζακιού» της Ινδίας, αλλά λιγότερο γνωστό το ποιο ακριβώς ήταν αυτό, μιας και πολλοί διατηρούν την κλασική παρανόηση ότι η Ίντιρα ήταν κόρη του θρυλικού Μαχάτμα Γκάντι. Μεταξύ τους και ο αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν, που λέγεται πως έκανε το εξής σχόλιο για το κλασικό βιογραφικό φιλμ «Γκάντι»: «Θαυμάσια ταινία. Ήταν μεγάλος άντρας. Όπως ακριβώς και η κόρη του».
Ως φοιτήτρια στην Οξφόρδη, συμμετέχει σε οργανώσεις για την ανεξαρτησία της Ινδίας και υπέρ της επανάστασης στην Ισπανία, ενώ γνωρίζει και παντρεύεται παρά τις ενστάσεις του πατέρα της, τον Φερόζ Γκάντι, με τον οποίο αποκτά δύο παιδιά, τον Ρατζίβ και τον Σαντζάι. Ωστόσο, ο Φερόζ θα το σκάσει με μια νεαρή μουσουλμάνα και η Ίντιρα θα επιστρέψει αποκαρδιωμένη στην Ινδία για να γίνει το δεξί χέρι του πατέρα της, αρχικά στον αγώνα για ανεξαρτησία και από το 1947 που ο Νεχρού ορκίζεται πρωθυπουργός, ως μέλος του εκτελεστικού γραφείου του Κόμματος του Κογκρέσου.
Το 1959 θα εκλεχθεί στην τιμητική θέση της προέδρου της παράταξης και όταν ο Νεχρού πεθαίνει το 1964, ο νέος πρωθυπουργός, Μπαχαντούρ Σάστρι, θα διορίσει την Ίντιρα Γκάντι υπουργό Πληροφοριών και Ραδιοφωνίας. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, ο Σάστρι βρίσκει αιφνίδιο θάνατο και η Γκάντι αναδεικνύεται η πρώτη και μοναδική μεχρι σήμερα γυναίκα πρωθυπουργός της Ινδίας, μια θέση που θα υπηρετήσει με ιδιαίτερη μαχητικότητα και δυναμισμό, σε σημείο που θα κατηγορηθεί για εθισμό στην εξουσία.
Η πολιτική που ασκεί χαρακτηρίζεται από τις σοσιαλιστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, τις οποίες πραγματοποιεί ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους: Συνεχίζει το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης του Νεχρού και εθνικοποιεί αρκετές μεγάλες τράπεζες. Προχωράει σε μια σειρά ραγδαίων μεταρρυθμίσεων για την καταπολέμηση της φτώχειας, της πείνας και του αναλφαβητισμού, και ειδικά στον αγροτικό τομέα επιτυγχάνει την «Πράσινη Επανάσταση», μέσω της οποίας η Ινδία μεταμορφώνεται από μια χώρα που αντιμετωπίζει χρόνια και θανατηφόρα προβλήματα υποσιτισμού σε έναν κυρίαρχο εξαγωγέα αγροτικών προϊόντων.
Με αυτόν τον τρόπο η Γκάντι δίνει τέλος στην οικονομική εξάρτηση της Ινδίας από τις ΗΠΑ του «μισητού» της Ρίτσαρντ Νίξον, ενώ ταυτόχρονα ηγείται του κινήματος των Αδεσμεύτων, που διεκδικεί την ανεξαρτησία σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα, σχηματίζει στρατηγικής σημασίας διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ και εγκαινιάζει το πυρηνικό πρόγραμμα της Ινδίας, που το 1971 επεμβαίνει στρατιωτικά υπέρ του Ανατολικού Πακιστάν, κερδίζει κατά κράτος τις ένοπλες δυνάμεις του Δυτικού Πακιστάν, το οποίο έχει τη στήριξη της Ουάσινγκτον, και παίζει έτσι καθοριστικό ρόλο στη «γέννηση» του ανεξάρτητου Μπανγκλαντές.
Για να πετύχει όλα τα παραπάνω, η Ίντιρα Γκάντι πρέπει πρώτα να ξεπεράσει τις έντονες αντιδράσεις του συντηρητικού συνασπισμού της αντιπολίτευσης, καθώς και τις εσωκομματικές κόντρες με τη δεξιά πτέρυγα του Κόμματος του Κογκρέσου, κάτι που καταφέρνει και με το παραπάνω στις εκλογές του 1971. Η σαρωτική της νίκη βασίζεται στην ιστορική καμπάνια Garibi Hatao («Εξάλειψη της Φτώχειας»), που περιελάμβανε κρατικά προγράμματα πολλών εκατομμυρίων για τις υποβαθμισμένες περιοχές και τους απόρους.
Ωστόσο, είναι γνωστό σήμερα πως μόλις το 4% των χρημάτων θα διατεθεί τελικά για το σκοπό της εκστρατείας, με το υπόλοιπο ποσοστό να χρηματοδοτεί ένα ισχυρό δίκτυο που «πατρονάρει» την προεκλογική καμπάνια της Γκάντι. Για τις «αμαρτίες» αυτές, η «Μητέρα της Ινδίας» θα κληθεί να πληρώσει, αλλά όχι αμαχητί.
Η πτώση
Η συντηρητική παράταξη της αντιπολίτευσης καταγγέλλει τις διεφθαρμένες πρακτικές του Κόμματος του Κογκρέσου στις εκλογές του 1971 και σε συνδυασμό με την αμφιλεγόμενη παρέμβαση της Γκάντι στον πόλεμο του Πακιστάν, προκαλεί έντονη πολιτική αναστάτωση στη χώρα. Τον Ιούνιο του 1975, το Ανώτατο Δικαστήριο του Αλαχαμπάντ θα καταδικάσει το κόμμα της κυβέρνησης για εκλογική απάτη, καθαιρώντας έτσι τη Γκάντι από τη βουλευτική της έδρα, και επομένως την πρωθυπουργία, και απαγορεύοντάς της να κατέβει σε εκλογές για τα επόμενα 6 χρόνια.
Στις εξελίξεις αυτές, η Ίντιρα Γκάντι αντιδρά με τον πλέον αμφισβητήσιμο τρόπο, δικαιώνοντας όσους την κατηγορούν για υπερβολική εξάρτηση στην καρέκλα της εξουσίας. Κηρύσσει την Ινδία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κάνοντας χρήση του σχετικού δικαιώματος που της παρέχει το σύνταγμα, και αναλαμβάνει έκτακτες εξουσίες, καταργώντας ουσιαστικά τη δημοκρατία και τις πολιτικές και ατομικές ελευθερίες.
Οι 21 μήνες για τους οποίους διαρκεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αποτελούν τις πιο σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της ανεξάρτητης Ινδίας. Η Γκάντι κατηγορείται για μια σειρά από απολυταρχικές παρεμβάσεις: Εγκαθιστά αστυνομικό κράτος και εξαπολύει κύμα διώξεων κατά πολιτικών αντιπάλων και αντιφρονούντων πολιτών, φυλακίζοντας και βασανίζοντας πολλούς από αυτούς. Χρησιμοποιεί τα δημόσια και ιδιωτικά ΜΜΕ για προπαγάνδα, τη στιγμή που διακόπτει την παροχή ηλεκτρισμού στις εφημερίδες που στρέφονται εναντίον της. Βάζει λουκέτο σε πολλά τοπικά κοινοβούλια και κηρύσσει παράνομα πάνω από 20 πολιτικά κόμματα. Προχωρά σε μια σειρά αντιλαϊκών μέτρων, όπως η υποχρεωτική στείρωση μέρους του πληθυσμού και η κατεδάφιση ολόκληρων παραγκουπόλεων. Τέλος, πραγματοποιεί σημαντικές και προφανώς παράνομες τροποποιήσεις στους νόμους και το σύνταγμα, για να προστατευτεί από μελλοντικές διώξεις εις βάρος της.
Μετά από τρεις διαδοχικές περιόδους έκτακτης ανάγκης, η Ίντιρα Γκάντι κάνει κακή εκτίμηση της δημοτικότητάς της, εμπιστευόμενη τον προπαγανδιστικό τύπο, και το 1977 προκηρύσσει εκλογές, στις οποίες θα ηττηθεί κατά κράτος από τον συνασπισμό Τζανάτα, που συσπειρώνει όλους τους αντιπάλους της και θέτει το δίλημμα «δημοκρατία ή δικτατορία».
Ωστόσο, το μόνο πράγμα που ενώνει τη νέα κυβέρνηση είναι το μίσος προς την Γκάντι (ή «τη γυναίκα» όπως την αποκαλούν περιφρονητικά μερικοί) και έτσι, με την πρώτη ευκαιρία, τη συλλαμβάνουν και τη φυλακίζουν χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Επιδεικνύοντας το τεράστιο πολιτικό της ταλέντο, η Ίντιρα εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση και παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως θύμα, ξανακερδίζει τη συμπάθεια και τη συμπόνια των Ινδών. Μάλιστα, αμέσως μετά τη σύντομη παρουσία της στη φυλακή, αρχίζει να δίνει ομιλίες κατά τις οποίες ζητάει εμμέσως συγγνώμη για τα «λάθη» της διακυβέρνησής της.
Κάπως έτσι, η Γκάντι πρωταγωνιστεί ξανά στην πολιτική σκηνή της Ινδίας και όταν η Τζανάτα θα διασπαστεί το 1979, ο ινδικός λαός της εμπιστεύεται και πάλι την πρωθυπουργία. Η δεύτερη θητεία της δε χαρακτηρίζεται από τον ίδιο απολυταρχισμό, αν και ένα από τα πρώτα μελήματά της είναι να παραγράψει όσες κατηγορίες εκκρεμούν εις βάρος της. Παράλληλα, καλείται να διαχειριστεί τις αυτονομιστικές τάσεις που επιδεικνύουν αρκετές ινδικές επαρχίες και κρατά μια τουλάχιστον σκληρή στάση που θα αποβεί μοιραία.
Η μεγαλύτερη απειλή προέρχεται από τη, γειτονική με το Πακιστάν, επαρχία Punjab (Πενταποταμία), όπου εδρεύει η θρησκευτική μειωνότητα των σιχ, οι οποίοι διεκδικούν με όλα τα μέσα την ανεξαρτησία τους από το ινδουιστικό κράτος. Μάλιστα, το 1982, σιχ εξτρεμιστές καταλαμβάνουν το Χρυσό Τέμενος, τον ιερότερο ναό του σιχισμού.
Η υπομονή της Ίντιρα Γκάντι σιγά σιγά εξαντλείται και τον Ιούνιο του 1984 θέτει σε εφαρμογή την αιματοβαμμένη Επιχείρηση Γαλάζιο Αστέρι, δηλαδή την επίθεση του ινδικού στρατού στον ιερό χώρο των σιχ και μάλιστα, κατά τη διάρκεια μιας ιερής γιορτής. Τους 450 περίπου νεκρούς του Χρυσού Τεμένους θα ακολουθήσουν χιλιάδες σιχ, θύματα των διωγμών, των συλλήψεων και των βασανιστηρίων που εξοπολύει η ινδική κυβέρνηση με εντολή της Γκάντι.Το τελευταίο θύμα αυτού του πολέμου όμως, δε θα είναι άλλο από την ίδια την Ίντιρα Γκάντι που στις 31 Οκτωβρίου του 1984 βρίσκεται νεκρή στον κήπο του σπιτιού της, όταν δύο σιχ σωματοφύλακές της, την δολοφονούν βάναυσα με αμέτρητες σφαίρες.
Πηγή : https://tvxs.gr