του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Πώς χάθηκε η μάχη των καναλιών, που αρχικά θεωρούνταν εύκολα κερδισμένη. Μια σύγκρουση που δεν αφορά μόνο την κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά έχει ευρύτερη σημασία για την Αριστερά, για την κοινωνία και για την πολυφωνία των ΜΜΕ.
Ας ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ένα ζήτημα: Η τύχη αυτής της κυβέρνησης μπορεί από μία άποψη να αποτελεί θέμα που αφορά κυρίως τα μέλη της, τα επιτελεία των κομμάτων που τη συγκροτούν και τον σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων τους. Το καθεστώς όμως λειτουργίας των τηλεοπτικών καναλιών δεν είναι υπόθεση που αφορά μόνο ή κυρίως αυτούς τους μηχανισμούς. Αποτελεί κρίσιμο ζήτημα που ενδιαφέρει ευρύτερα την κοινωνία. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν μπορούν να το διαχειρίζονται κατά το δοκούν, λες και ήταν ιδιωτική τους υπόθεση.
Με σοκάρει λοιπόν όταν παρακολουθώ το είδος των αντιδράσεων που επιφύλαξαν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης στην απόφαση του ΣτΕ, όλο αυτό το αφήγημα περί πουλημένης δικαιοσύνης, που λειτουργεί ως θεραπαινίδα της διαπλοκής.
Προφανώς είναι σωστό ότι οι κρίνοντες κρίνονται. Ωστόσο, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι είναι λειτουργικό από θεσμική άποψη να στρέφεται με τέτοια σφοδρότητα η μία εξουσία εναντίον της άλλης. Θέλω να πω ότι εσύ κι εγώ μπορούμε να κρίνουμε, στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, όπως νομίζουμε τις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας, ωστόσο, θα έπρεπε να είναι πιο φειδωλοί, προκειμένου να μην οδηγηθούν τα πράγματα σε θεσμικά αδιέξοδα.
Πολύ περισσότερο όταν είναι εκείνοι ακριβώς που χειρίστηκαν προνομιακά την υπόθεση του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες. Οπότε, εκτός από την όποια κριτική προς τους δικαστές, καλό θα ήταν να πέρναγε από το μυαλό τους η πιθανότητα να έχουν κι κείνοι τις δικές τους ευθύνες για την έκβαση της ιστορίας. Εννοώ ότι άλλο ζήτημα είναι το δίκαιο της ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου και εντελώς άλλο ο τρόπος που επέλεξαν να το επιβάλουν.
Υπό αυτό το πρίσμα, το δικαίωμα στην κριτική πάει μαζί με την υποχρέωση στην αυτοκριτική.
Υποθέτω πως ο αντίλογος είναι ότι η κυβέρνηση δεν έκανε κανένα λάθος και για όλα φταίνε οι καναλάρχες, η αντιπολίτευση, οι δικαστικοί.
Ας το εξετάσουμε λοιπόν αυτό λίγο παραπάνω.
Αλέξης Τσίπρας, 11.9.2016 στη Θεσσαλονίκη: «Η τυπική και ουσιαστική απάντηση στο ερώτημά σας είναι ότι η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη να πάρει αποφάσεις και η κυβέρνηση θα τις σεβαστεί απολύτως. Αλλά δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν δίνω ούτε μία πιθανότητα».
Η δήλωση αυτή θεωρήθηκε αδίκως ως παρέμβαση στη δικαιοσύνη. Κατά τη γνώμη μου δεν ήταν, τουλάχιστον όχι περισσότερο από ό,τι η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Αλέξη Παπαχελά στις 8.9.2016: «Η δικιά μου εκτίμηση είναι ότι ο νόμος αυτός δεν πρόκειται να σταθεί στο ΣτΕ. Οποιοσδήποτε διαβάσει το Σύνταγμα καταλαβαίνει ακριβώς τι λέει ο συνταγματικός νομοθέτης. Λοιπόν, αυτή είναι η δικιά μου εκτίμηση, ο νόμος δεν θα σταθεί».
Παρέμβαση στη δικαιοσύνη μπορεί να μην ήταν εκείνη η εκτίμηση του πρωθυπουργού, ήταν όμως -όπως απεδείχθη- λανθασμένη. Αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση δεν είχε επίγνωση των συσχετισμών δύναμης και των νομικών θεμάτων που προέκυπταν από την -εύλογη έστω- παράκαμψη του ΕΣΡ. «Αυταπάτες», θα μου πεις, αλλά γίνεται ολοένα και πιο προφανές ότι με αυταπάτες δεν γίνεται να κυβερνιέται η χώρα, και μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς. Κι ούτε αρκεί το δίκιο που έρχεται να αποκαταστήσει η κυβέρνηση, εφόσον δεν παίρνει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να το επιβάλει.
Αλλά για να δούμε ακόμα καλύτερα τα κυβερνητικά λάθη και τις παραλείψεις, αρκεί να εξετάσουμε πώς διαμορφώθηκαν τα δύο μπλοκ που αντιπαρατέθηκαν στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών:
-Από τη μια οι καναλάρχες δημιούργησαν ένα αρκετά ευρύ μέτωπο στο οποίο συμμετείχαν τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, οι εργαζόμενοι στα κανάλια, η Ένωση Συντακτών, η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ και, σύμφωνα με την κυβερνητική αφήγηση, η πλειοψηφία του ΣτΕ. Η αλήθεια είναι ότι απέτυχαν να εντάξουν στο μέτωπό τους, τουλάχιστον φανερά, την Κομισιόν – αλλά όπως αποδείχτηκε δεν τους ήταν απαραίτητη.
-Απέναντι σ’ αυτό το μέτωπο η κυβέρνηση ουσιαστικά δεν αντιπαρέταξε καμία συμμαχία, παρά μόνο τον εαυτό της. Για μία ακόμη φορά άφησε έξω από την εξίσωση την κοινωνία, η οποία μπορεί να ήταν σύμφωνη με την ιδέα να ρυθμιστεί το τηλεοπτικό τοπίο και να πληρώσουν οι καναλάρχες για τη χρήση των συχνοτήτων, αφέθηκε όμως να παρακολουθεί έκπληκτη μια εξεζητημένη μεθόδευση που παρέπεμπε περισσότερο σε σύγκρουση -και διαπραγμάτευση- μηχανισμών εξουσίας, παρά στην υλοποίηση ενός ώριμου δημοκρατικού αιτήματος. Ειδικά δε μετά την έκβαση της διαδικασία αδειοδότησης, η κοινωνία δυσκολευόταν να αντιληφθεί τη σημασία της αντικατάστασης των κκ Βαρδινογιάννη και Κοντομηνά από τους κκ Μαρινάκη και Σαββίδη ή έστω και Καλογρίτσα ήτην ανάγκη να απολυθούν πολλές εκατοντάδες εργαζόμενοι στα κανάλια.
Είναι αλήθεια ότι η διαδικασία του εγκλεισμού των καναλαρχών επί τρεις μέρες στη γενική γραμματεία τύπου μπορεί να ικανοποιούσε κάποια ένστικτα «ταξικού μίσους» μικρής μερίδας της κοινής γνώμης, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν ήταν αρκετό, ιδίως στις σημερινές συνθήκες της κρίσης. Άλλωστε, και οι Ρωμαίοι κάτι ήξεραν που φρόντιζαν να παρέχουν στην ίδια αυτή μερίδα άρτον και θεάματα – γνώριζαν ότι τα θεάματα από μόνα τους δεν είναι αρκετά…
Το μεγαλύτερο σφάλμα της κυβέρνησης ήταν, νομίζω, η απώλεια της επαφής με τους εργαζόμενους στα κανάλια, που ολοκληρώθηκε εκ των υστέρων και από πρωτοφανή σπουδή για το κλείσιμο των καναλιών. Σε όλη αυτή τη διαδικασία δεν έσπευσαν να μιλήσουν μαζί τους, δεν στάθηκαν να ακούσουν τις απόψεις και τις αγωνίες τους, ούτε τις απόψεις της Ένωσης Συντακτών, δεν φρόντισαν για τις τύχες τους. Και στο τέλος κατόρθωσαν να τους ταυτίσουν με την εργοδοσία και να τους βάλουν απέναντί τους, λες και εκείνοι ήταν ο εχθρός.
Τελικά, ο μόνος σύμμαχος που φάνηκε να διαθέτει η κυβέρνηση σ’ αυτή τη μείζονα αντιπαράθεση ήταν το… ινστιτούτο της Φλωρεντίας.
Καθόμουν λοιπόν και σκεφτόμουν πώς έγινε και σ’ ένα πεδίο όπου η κυβέρνηση είχε όλη την πρωτοβουλία των κινήσεων ενώ η αντιπολίτευση όλη την ευθύνη για τη μακρά περίοδο ανομίας τελικά χάθηκε το παιχνίδι, και προσπαθούσα να καταλάβω.
Κι έπειτα, ήρθε ο Πολύδωρας…